Ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν κατέστη, ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἡ κοιτίδα τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Σέ αὐτή γεννήθηκε ἡ πρώτη δημοκρατία στόν κόσμο καί γιά πρώτη φορά ὁ ἄνθρωπος
ἀναδείχτηκε σέ ἀξία καί ἄρχισαν νά γίνονται σεβαστά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Σέ αὐτή γεννήθηκαν καί ἔδρασαν οἱ μέγιστοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας, καλλιεργήθηκαν τά γράμματα καί ἡ τέχνη ἔφτασε στό ἀποκορύφωμά της. Ἀλλά ἡ πόλη αὐτή τῆς σοφίας καί τοῦ πολιτισμοῦ μπορεῖ νά σεμνύνεται καί γιά τήν χριστιανική της κληρονομία, στήν ὁποία ἀναδείχτηκε μιά πλειάδα ἁγίων, μαρτύρων καί ὁσίων στό διάβα τῆς ἱστορίας της. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ἅγιος Ἰερόθεος, ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπός της.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ἀποστολική, διότι ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, κατά τήν δεύτερη ἀποστολική του περιοδεία, περί τό 51 μ. Χ. Ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῶν...Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, περιόδευσε στήν Ἑλλάδα, μέ τούς συνεργάτες τοῦ Σίλα καί Τιμόθεο. Μετά τούς Φιλίππους, τή Θεσσαλονίκη καί τή Βέροια, ἔφτασε ἀκτοπλοϊκῶς στό Φάληρο καί ἀνέβηκε στήν Ἀθήνα, γιά νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο στό «Κλεινόν Ἄστυ», ὅπως ἀποκαλοῦνταν τότε, δηλαδή ἡ «ἔνδοξη πόλη», λόγῳ τοῦ ἀρχαίου κλέους της.
Ἀλλά αὐτή δέν εἶχε πλέον τήν παλιά της δόξα καί φήμη. Οἱ ἀρχαῖοι μεγάλοι φιλόσοφοι ἐξέλειπαν καί τή θέση τους πῆραν μωροφιλόδοξοι καί φιλοχρήματοι δάσκαλοι καί οἱ παλιές ὀνομαστές σχολές εἶχαν περιπέσει σέ παρακμή καί ἔγιναν ἑστίες δεισιδαιμόνων τελετουργιῶν ἀπό ἀγύρτες τῆς καταρρέουσας ἀρχαίας θρησκείας. Εἶναι πολύ σημαντικό τό γεγονός ὅτι ἡ ἱστορία δέν κατέγραψε κανέναν σημαντικό φιλόσοφο, μετά τον 4ο π. Χ.. αἰῶνα!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀναφέρει τό ἱερό κείμενο, περιῆλθε τήν πόλη καί παροργίστηκε «θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλίν» (Πράξ.17,16), δηλαδή γεμάτη μέ εἴδωλα. Ἀνάμεσά τους βρῆκε τόν βωμό «Τῷ Ἀγνώστῳ Θεῷ», δίνοντάς του τό ἔναυσμα νά μιλήσει γιά τόν ἄγνωστο αὐτόν Θεό, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Κλήθηκε νά μιλήσει στόν Ἄρειο Πάγο, ἐκφωνῶντας μιά καταπληκτική ὁμιλία, τήν ὁποία μᾶς διέσωσε ὁ ἱερός συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (17, 22-34) καί ἡ ὁποία δυστυχῶς δέν εἶχε σημαντικά ἀποτελέσματα. Μᾶλλον λοιδορίες ἔλαβε ἀπό τούς μωροφιλόδοξους παγανιστές ἀκροατές του, κυρίως ὅταν ἄκουσαν γιά ἀνάσταση νεκρῶν.
Παρά ταῦτα, «τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ.17,34). Ἀνάμεσά τους καί ὁ Ἰερόθεος, ὁ ὁποῖος εὐτύχησε νά γίνει ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.
Τόσο ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὅσο καί ὁ Ἰερόθεος ἀνῆκαν στήν πνευματική ἀριστοκρατία τῶν Ἀθηνῶν, ἦταν ἀνώτατοι δικαστές, μέλη τοῦ Ἀρείου Πάγου. Οἱ δύο ἄνδρες ἀποτελοῦσαν τά δύο ἀπό τά ἐννέα μέλη τοῦ Ἀνωτάτου ἀθηναϊκοῦ Δικαστηρίου, λειτουργία πραγματικά κορυφαῖα στήν ἀθηναϊκή κοινωνία.
Ὁ Ἰερόθεος γεννήθηκε στήν Ἀθήνα περί τά τέλη τοῦ 1ου π. Χ.. αἰῶνα, στά χρόνια του αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Αὔγουστος (27 π. Χ..- 14 μ. Χ.), λίγο πρίν τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένεια καί εἶχε λάβει τήν ἀνώτερη μόρφωση πού λάμβαναν οἱ εὐγενεῖς Ἀθηναῖοι. Εἶχε σπουδάσει κύρια τήν πλατωνική φιλοσοφία στήν φημισμένη Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία εἶχε ἀκόμα κάποια ἀπό τήν αἴγλη τοῦ παρελθόντος.
Ἡ παράδοση τόν θέλει νά ἦταν εὐσεβής καί θεοσεβούμενος, ἐκτελῶντας μέ ἀκρίβεια τίς θρησκευτικές του ὑποχρεώσεις στίς δημόσιες λατρεῖες τῶν «θεῶν» της
πόλεως. Μάλιστα ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι εἶχε μυηθεῖ καί στά Ἐλευσίνια Μυστήρια, στά ὁποῖα εἶχαν τό προνόμιο νά μυοῦνται οἱ μορφωμένοι ἀριστοκράτες.
Ὅμως ὁ ἴδιος, παρά τήν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων του καί τή δημόσια δήλωση εὐσέβειας στήν κρατική λατρεία, ὡς ἀνώτατο κρατικό ὄργανο, στό βάθος τῆς ψυχῆς του ἦταν ἀγνωστικιστής, μή μπορῶντας νά συμβιβαστεῖ μέ τούς πρωτογονισμούς τῆς ἀρχαίας παγανιστικῆς θρησκείας καί κύρια μέ τήν δεισιδαιμονία, ἡ ὁποία εἶχε βυθιστεῖ ἡ ἀθηναϊκή κοινωνία τῆς ἐποχῆς του.
Ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς δίκαιος καί ἀνθρωπιστής, τόσο στή ἄσκηση τῶν δικαστικῶν του καθηκόντων, ὅσο καί στήν ἰδιωτική του ζωή, ἔχοντας χαραγμένο στή ψυχή του τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, τόν ὁποῖο ὑπαγόρευσε ὁ Δημιουργός στήν ἀνθρώπινη φύση ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, καί γιά τοῦτο ἀπολάμβανε τήν ἐκτίμηση τῶν συμπολιτῶν του.
Τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶχε, ὅπως προαναφέραμε, πολύ περιορισμένο ἀποτέλεσμα, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἐξάντλησε τίς γνώσεις του στήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τή ρητορική του ἱκανότητα. Ἡ δεισιδαιμονία καί ἡ πνευματική κατάπτωση τῶν ἀθηναίων ἐμπόδισαν νά καρποφορήσει τό κήρυγμά του στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Φαίνεται πώς ὁ ἀγνωστικιστής Ἰερόθεος ἄκουσε μέ προσοχή τίς ἀρχές τῆς νέας πίστης καί σαγηνεύτηκε ἀπό τά μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ πνεῦμα ταπείνωσης ἄνοιξε τήν καρδιά του νά εἰσέλθει τό «φῶς τό ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰωάν.1,9), καί γέμισε τήν, ἄδεια ἀπό πνευματικότητα, ψυχή του μέ τήν μυστική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὕστερα ἀπό μιά σύντομη κατήχηση ἔλαβε τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἐντάχτηκε στήν ὀλιγομελῆ νεαρή Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν.
Ὡς χριστιανός πιά ὁ Ἰερόθεος ἄλλαξε ἡ ζωή του. Ἡ πίστη του στό Χριστό, τόν ἀληθινό σαρκωμένο Θεό, δυνάμωνε συνεχῶς, ὥστε σύντομα ἀναδείχτηκε σημαῖνον μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ἐξελέγη ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπός της, προφανῶς χειροτονούμενος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν Κόρινθο.
Ὁ βυζαντινός λόγιος καί ἐκκλησιαστικός συγγραφέας Εὐθύμιος Ζυγαβινός (1050-1120), διασώζοντας ἀρχαῖα παράδοση, ἀναφέρει πώς ὁ Ἰερόθεος ἦταν ὁ πρῶτος πού γνωρίστηκε μέ τόν Παῦλο καί πώς αὐτός τόν γνώρισε στόν συνάδελφό του ἀρεοπαγίτη Διονύσιο. Ἴσως γι' αὐτό καί ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ Βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων δέν τόν ἀναφέρει μεταξύ τῶν προσώπων, οἱ ὁποῖοι προσκολλήθηκαν στόν Παῦλο, διότι ἤδη ὁ Ἰερόθεος, πρίν ἀπό αὐτούς, εἶχε πιστέψει στό κήρυγμά του, εἶχε βαπτισθεῖ καί χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Δέν ἦταν ἁπλά προσκολλώμενος στόν Παῦλο, ἀλλά ἐνταγμένος ἤδη στήν νεαρή Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπίσης ὁ Ζυγαβηνός ἀναφέρει τήν πληροφορία ὅτι ὁ Ἰερόθεος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Διονυσίου. Αὐτό βεβαιώνουν καί τά λεγόμενα περίφημα «Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα», τά ὁποῖα ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη.
Ὁ Ἰερόθεος, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ἀναδείχτηκε καί ὡς ἱκανότατος ἐκκλησιαστικός ἄνδρας. Διακρίθηκε ὡς δυναμικός καί χαρισματικός ἱεράρχης, ἐργαζόμενος μέ ζῆλο γιά τήν μεταστροφή πλήθους εἰδωλολατρῶν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σπουδαία μόρφωσή του, ἡ φιλοσοφική του κατάρτιση, ἡ ρητορική του δεινότητα, ἡ κοινωνική του σημαίνουσα θέση καί ὁ σεβασμός τῶν Ἀθηναίων πρός τό πρόσωπό του, συντέλεσαν ὥστε νά ἐγκαταλείψουν τήν παρηκμασμένη εἰδωλολατρία χιλιάδες παγανιστές καί νά ἐνταχτοῦν στήν σωστική ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας. Χάρις στή μεγάλη καί δυναμική αὐτή προσωπικότητα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν ἑδραιώθηκε σέ γερά θεμέλια καί αὔξανε, στήν κοιτίδα τοῦ ἐθνισμοῦ καί τῶν φανατικῶν παγανιστῶν.
Ὁ Ἰερόθεος ἀναφέρεται καί ὡς μεγάλος θεολόγος, στοχαστής καί συγγραφέας. Ὅπως προαναφέραμε, ὑπῆρξε ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Διονυσίου, ἀλλά καί τοῦ μεγάλου Ἀπολογητῆ Ἀθηναίου Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ἀνάλαβε νά ὑπερασπίσει τήν διωκόμενη Ἐκκλησία καί μαρτύρησε στίς ἀρχές τοῦ 2ου μ. Χ. αἰῶνα. Θαυμασμό προκαλεῖ ὁ σωζόμενος κώδικας, ἕνα βαθυστόχαστο θεώρημα στό μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἰερόθεο.
Ἀλλά ὁ Ἰερόθεος διακρίθηκε καί ὡς χαρισματικός ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Τά «Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα» διασώζουν τήν ἀρχέγονη παράδοση πώς ὁ ἅγιος Ἰερόθεος ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἁγίους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι εὐτύχησαν νά παραστοῦν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μεταφερόμενος καί αὐτός μέ νεφέλη στήν Ἱερουσαλήμ. Ἀναφέρεται πώς ὁ ἱερός ἄνδρας προεξῆρχε τῆς κηδείας τοῦ θεοδόχου Σώματος τῆς Θεομήτορος καί ἔψαλε ἐξαίσιους ὕμνους πρός τιμήν Της, τούς ὁποίους εἶχε συνθέσει ὁ ἴδιος. Στόν Συναξαριστή τοῦ Βίκτωρος Ματθαίου ἀναφέρεται πώς «ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στόν Τάφο τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί ἀποχαιρετῶντας Την, ἕκαστος ἔλεγε ἐγκώμια θεῖα καί ἔνθεα πρός Αὐτήν, ὅλοι δέ εἶπαν διάφορα ἐγκώμια. Ὁ Ἰερόθεος εἶπε τοιαῦτα ἐγκώμια, πρός τήν Παναγία μας, πού ὑπερέβαιναν ὅλων τῶν ἄλλων, καί τολμῶ εἰπεῖν, ἦσαν τόσο ἐξαίρετα καί καταπληκτικά, ὥστε αὐτοί οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι δέν θά μποροῦσαν, καταλεπτώς (μέ κάθε λεπτομέρεια), καθώς τά εἶπεν ἐκεῖνος».
Δέν ἔχουμε ἄλλες πληροφορίες γιά τήν κατοπινή δράση τοῦ ἁγίου Ἰεροθέου. Εἶναι εὐνόητο πώς ὁ ζηλωτής καί θεόληπτος ἱεράρχης λάμπρυνε τήν Ἐκκλησία τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως γιά πολλά χρόνια καί διακόνησε το λαό τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντας το Θεό. Δέν γνωρίζουμε ἄν ὑπέστη διώξεις ἀπό τούς φανατικούς παγανιστές, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν μέ πανικό νά σβήνει ἡ εἰδωλολατρική πλάνη. Εἰκάζουμε πώς θά ὑπέστη καί αὐτός διώξεις, ὅπως ὅλοι οἱ πιστοί τῶν δύσκολων ἐκείνων χρόνων. Ἡ παράδοση ἀναφέρει πώς κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ βαθύ γῆρας στά τέλη τοῦ 1ου μ. Χ. αἰῶνα καί ἐνταφιάστηκε στά Μέγαρα νότια τοῦ μικροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, τόν ὁποῖο εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος. Τόν 11ο αἰῶνα ἱδρύθηκε πρός τιμήν του ὁμώνυμη Ἱερά Μονή, καί ἐπανιδρύθηκε τό 1930, ὅπου φυλάσσεται ἡ τιμία καί θαυματουργός κάρα του, ὡς πολύτιμος θησαυρός! Ἐπίσης λείψανά του σώζονται στό Ἅγιον Ὄρος (Ι. Μ.. Ἁγ.. Παύλου) καθώς καί στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν). Στό προάστιο Περιστέρι Ἀττικῆς βρίσκεται περικαλλής ναός πρός τιμήν του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 4 Ὀκτωβρίου.
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ Στοχαστής
Ἐτικέτες ἁγιολόγιο
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ἀποστολική, διότι ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, κατά τήν δεύτερη ἀποστολική του περιοδεία, περί τό 51 μ. Χ. Ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῶν...Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, περιόδευσε στήν Ἑλλάδα, μέ τούς συνεργάτες τοῦ Σίλα καί Τιμόθεο. Μετά τούς Φιλίππους, τή Θεσσαλονίκη καί τή Βέροια, ἔφτασε ἀκτοπλοϊκῶς στό Φάληρο καί ἀνέβηκε στήν Ἀθήνα, γιά νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο στό «Κλεινόν Ἄστυ», ὅπως ἀποκαλοῦνταν τότε, δηλαδή ἡ «ἔνδοξη πόλη», λόγῳ τοῦ ἀρχαίου κλέους της.
Ἀλλά αὐτή δέν εἶχε πλέον τήν παλιά της δόξα καί φήμη. Οἱ ἀρχαῖοι μεγάλοι φιλόσοφοι ἐξέλειπαν καί τή θέση τους πῆραν μωροφιλόδοξοι καί φιλοχρήματοι δάσκαλοι καί οἱ παλιές ὀνομαστές σχολές εἶχαν περιπέσει σέ παρακμή καί ἔγιναν ἑστίες δεισιδαιμόνων τελετουργιῶν ἀπό ἀγύρτες τῆς καταρρέουσας ἀρχαίας θρησκείας. Εἶναι πολύ σημαντικό τό γεγονός ὅτι ἡ ἱστορία δέν κατέγραψε κανέναν σημαντικό φιλόσοφο, μετά τον 4ο π. Χ.. αἰῶνα!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀναφέρει τό ἱερό κείμενο, περιῆλθε τήν πόλη καί παροργίστηκε «θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλίν» (Πράξ.17,16), δηλαδή γεμάτη μέ εἴδωλα. Ἀνάμεσά τους βρῆκε τόν βωμό «Τῷ Ἀγνώστῳ Θεῷ», δίνοντάς του τό ἔναυσμα νά μιλήσει γιά τόν ἄγνωστο αὐτόν Θεό, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Κλήθηκε νά μιλήσει στόν Ἄρειο Πάγο, ἐκφωνῶντας μιά καταπληκτική ὁμιλία, τήν ὁποία μᾶς διέσωσε ὁ ἱερός συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (17, 22-34) καί ἡ ὁποία δυστυχῶς δέν εἶχε σημαντικά ἀποτελέσματα. Μᾶλλον λοιδορίες ἔλαβε ἀπό τούς μωροφιλόδοξους παγανιστές ἀκροατές του, κυρίως ὅταν ἄκουσαν γιά ἀνάσταση νεκρῶν.
Παρά ταῦτα, «τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ.17,34). Ἀνάμεσά τους καί ὁ Ἰερόθεος, ὁ ὁποῖος εὐτύχησε νά γίνει ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.
Τόσο ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὅσο καί ὁ Ἰερόθεος ἀνῆκαν στήν πνευματική ἀριστοκρατία τῶν Ἀθηνῶν, ἦταν ἀνώτατοι δικαστές, μέλη τοῦ Ἀρείου Πάγου. Οἱ δύο ἄνδρες ἀποτελοῦσαν τά δύο ἀπό τά ἐννέα μέλη τοῦ Ἀνωτάτου ἀθηναϊκοῦ Δικαστηρίου, λειτουργία πραγματικά κορυφαῖα στήν ἀθηναϊκή κοινωνία.
Ὁ Ἰερόθεος γεννήθηκε στήν Ἀθήνα περί τά τέλη τοῦ 1ου π. Χ.. αἰῶνα, στά χρόνια του αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Αὔγουστος (27 π. Χ..- 14 μ. Χ.), λίγο πρίν τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένεια καί εἶχε λάβει τήν ἀνώτερη μόρφωση πού λάμβαναν οἱ εὐγενεῖς Ἀθηναῖοι. Εἶχε σπουδάσει κύρια τήν πλατωνική φιλοσοφία στήν φημισμένη Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία εἶχε ἀκόμα κάποια ἀπό τήν αἴγλη τοῦ παρελθόντος.
Ἡ παράδοση τόν θέλει νά ἦταν εὐσεβής καί θεοσεβούμενος, ἐκτελῶντας μέ ἀκρίβεια τίς θρησκευτικές του ὑποχρεώσεις στίς δημόσιες λατρεῖες τῶν «θεῶν» της
πόλεως. Μάλιστα ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι εἶχε μυηθεῖ καί στά Ἐλευσίνια Μυστήρια, στά ὁποῖα εἶχαν τό προνόμιο νά μυοῦνται οἱ μορφωμένοι ἀριστοκράτες.
Ὅμως ὁ ἴδιος, παρά τήν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων του καί τή δημόσια δήλωση εὐσέβειας στήν κρατική λατρεία, ὡς ἀνώτατο κρατικό ὄργανο, στό βάθος τῆς ψυχῆς του ἦταν ἀγνωστικιστής, μή μπορῶντας νά συμβιβαστεῖ μέ τούς πρωτογονισμούς τῆς ἀρχαίας παγανιστικῆς θρησκείας καί κύρια μέ τήν δεισιδαιμονία, ἡ ὁποία εἶχε βυθιστεῖ ἡ ἀθηναϊκή κοινωνία τῆς ἐποχῆς του.
Ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς δίκαιος καί ἀνθρωπιστής, τόσο στή ἄσκηση τῶν δικαστικῶν του καθηκόντων, ὅσο καί στήν ἰδιωτική του ζωή, ἔχοντας χαραγμένο στή ψυχή του τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, τόν ὁποῖο ὑπαγόρευσε ὁ Δημιουργός στήν ἀνθρώπινη φύση ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, καί γιά τοῦτο ἀπολάμβανε τήν ἐκτίμηση τῶν συμπολιτῶν του.
Τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶχε, ὅπως προαναφέραμε, πολύ περιορισμένο ἀποτέλεσμα, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἐξάντλησε τίς γνώσεις του στήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τή ρητορική του ἱκανότητα. Ἡ δεισιδαιμονία καί ἡ πνευματική κατάπτωση τῶν ἀθηναίων ἐμπόδισαν νά καρποφορήσει τό κήρυγμά του στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Φαίνεται πώς ὁ ἀγνωστικιστής Ἰερόθεος ἄκουσε μέ προσοχή τίς ἀρχές τῆς νέας πίστης καί σαγηνεύτηκε ἀπό τά μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ πνεῦμα ταπείνωσης ἄνοιξε τήν καρδιά του νά εἰσέλθει τό «φῶς τό ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰωάν.1,9), καί γέμισε τήν, ἄδεια ἀπό πνευματικότητα, ψυχή του μέ τήν μυστική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὕστερα ἀπό μιά σύντομη κατήχηση ἔλαβε τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἐντάχτηκε στήν ὀλιγομελῆ νεαρή Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν.
Ὡς χριστιανός πιά ὁ Ἰερόθεος ἄλλαξε ἡ ζωή του. Ἡ πίστη του στό Χριστό, τόν ἀληθινό σαρκωμένο Θεό, δυνάμωνε συνεχῶς, ὥστε σύντομα ἀναδείχτηκε σημαῖνον μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ἐξελέγη ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπός της, προφανῶς χειροτονούμενος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν Κόρινθο.
Ὁ βυζαντινός λόγιος καί ἐκκλησιαστικός συγγραφέας Εὐθύμιος Ζυγαβινός (1050-1120), διασώζοντας ἀρχαῖα παράδοση, ἀναφέρει πώς ὁ Ἰερόθεος ἦταν ὁ πρῶτος πού γνωρίστηκε μέ τόν Παῦλο καί πώς αὐτός τόν γνώρισε στόν συνάδελφό του ἀρεοπαγίτη Διονύσιο. Ἴσως γι' αὐτό καί ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ Βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων δέν τόν ἀναφέρει μεταξύ τῶν προσώπων, οἱ ὁποῖοι προσκολλήθηκαν στόν Παῦλο, διότι ἤδη ὁ Ἰερόθεος, πρίν ἀπό αὐτούς, εἶχε πιστέψει στό κήρυγμά του, εἶχε βαπτισθεῖ καί χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Δέν ἦταν ἁπλά προσκολλώμενος στόν Παῦλο, ἀλλά ἐνταγμένος ἤδη στήν νεαρή Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπίσης ὁ Ζυγαβηνός ἀναφέρει τήν πληροφορία ὅτι ὁ Ἰερόθεος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Διονυσίου. Αὐτό βεβαιώνουν καί τά λεγόμενα περίφημα «Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα», τά ὁποῖα ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη.
Ὁ Ἰερόθεος, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ἀναδείχτηκε καί ὡς ἱκανότατος ἐκκλησιαστικός ἄνδρας. Διακρίθηκε ὡς δυναμικός καί χαρισματικός ἱεράρχης, ἐργαζόμενος μέ ζῆλο γιά τήν μεταστροφή πλήθους εἰδωλολατρῶν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σπουδαία μόρφωσή του, ἡ φιλοσοφική του κατάρτιση, ἡ ρητορική του δεινότητα, ἡ κοινωνική του σημαίνουσα θέση καί ὁ σεβασμός τῶν Ἀθηναίων πρός τό πρόσωπό του, συντέλεσαν ὥστε νά ἐγκαταλείψουν τήν παρηκμασμένη εἰδωλολατρία χιλιάδες παγανιστές καί νά ἐνταχτοῦν στήν σωστική ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας. Χάρις στή μεγάλη καί δυναμική αὐτή προσωπικότητα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν ἑδραιώθηκε σέ γερά θεμέλια καί αὔξανε, στήν κοιτίδα τοῦ ἐθνισμοῦ καί τῶν φανατικῶν παγανιστῶν.
Ὁ Ἰερόθεος ἀναφέρεται καί ὡς μεγάλος θεολόγος, στοχαστής καί συγγραφέας. Ὅπως προαναφέραμε, ὑπῆρξε ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Διονυσίου, ἀλλά καί τοῦ μεγάλου Ἀπολογητῆ Ἀθηναίου Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ἀνάλαβε νά ὑπερασπίσει τήν διωκόμενη Ἐκκλησία καί μαρτύρησε στίς ἀρχές τοῦ 2ου μ. Χ. αἰῶνα. Θαυμασμό προκαλεῖ ὁ σωζόμενος κώδικας, ἕνα βαθυστόχαστο θεώρημα στό μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἰερόθεο.
Ἀλλά ὁ Ἰερόθεος διακρίθηκε καί ὡς χαρισματικός ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Τά «Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα» διασώζουν τήν ἀρχέγονη παράδοση πώς ὁ ἅγιος Ἰερόθεος ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἁγίους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι εὐτύχησαν νά παραστοῦν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μεταφερόμενος καί αὐτός μέ νεφέλη στήν Ἱερουσαλήμ. Ἀναφέρεται πώς ὁ ἱερός ἄνδρας προεξῆρχε τῆς κηδείας τοῦ θεοδόχου Σώματος τῆς Θεομήτορος καί ἔψαλε ἐξαίσιους ὕμνους πρός τιμήν Της, τούς ὁποίους εἶχε συνθέσει ὁ ἴδιος. Στόν Συναξαριστή τοῦ Βίκτωρος Ματθαίου ἀναφέρεται πώς «ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στόν Τάφο τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί ἀποχαιρετῶντας Την, ἕκαστος ἔλεγε ἐγκώμια θεῖα καί ἔνθεα πρός Αὐτήν, ὅλοι δέ εἶπαν διάφορα ἐγκώμια. Ὁ Ἰερόθεος εἶπε τοιαῦτα ἐγκώμια, πρός τήν Παναγία μας, πού ὑπερέβαιναν ὅλων τῶν ἄλλων, καί τολμῶ εἰπεῖν, ἦσαν τόσο ἐξαίρετα καί καταπληκτικά, ὥστε αὐτοί οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι δέν θά μποροῦσαν, καταλεπτώς (μέ κάθε λεπτομέρεια), καθώς τά εἶπεν ἐκεῖνος».
Δέν ἔχουμε ἄλλες πληροφορίες γιά τήν κατοπινή δράση τοῦ ἁγίου Ἰεροθέου. Εἶναι εὐνόητο πώς ὁ ζηλωτής καί θεόληπτος ἱεράρχης λάμπρυνε τήν Ἐκκλησία τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως γιά πολλά χρόνια καί διακόνησε το λαό τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντας το Θεό. Δέν γνωρίζουμε ἄν ὑπέστη διώξεις ἀπό τούς φανατικούς παγανιστές, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν μέ πανικό νά σβήνει ἡ εἰδωλολατρική πλάνη. Εἰκάζουμε πώς θά ὑπέστη καί αὐτός διώξεις, ὅπως ὅλοι οἱ πιστοί τῶν δύσκολων ἐκείνων χρόνων. Ἡ παράδοση ἀναφέρει πώς κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ βαθύ γῆρας στά τέλη τοῦ 1ου μ. Χ. αἰῶνα καί ἐνταφιάστηκε στά Μέγαρα νότια τοῦ μικροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, τόν ὁποῖο εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος. Τόν 11ο αἰῶνα ἱδρύθηκε πρός τιμήν του ὁμώνυμη Ἱερά Μονή, καί ἐπανιδρύθηκε τό 1930, ὅπου φυλάσσεται ἡ τιμία καί θαυματουργός κάρα του, ὡς πολύτιμος θησαυρός! Ἐπίσης λείψανά του σώζονται στό Ἅγιον Ὄρος (Ι. Μ.. Ἁγ.. Παύλου) καθώς καί στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν). Στό προάστιο Περιστέρι Ἀττικῆς βρίσκεται περικαλλής ναός πρός τιμήν του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 4 Ὀκτωβρίου.
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ Στοχαστής
Ἐτικέτες ἁγιολόγιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου