Παιδιόθεν ἔμαθε νὰ προσεύχεται, νὰ νηστεύει, νὰ ἐκκλησιάζεται καὶ νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ συναξάρια μὲ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ἰδιαίτερα τοῦ ἄρεσε νὰ διαβάζει τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, τοῦ ὁποίου ἡ βιοτὴ τόσο τὸν εἶχε θέλξει, ὥστε ἄναψε μέσα του ἔντονη ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀναχωρήσει ἐκ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ ζήσει τὴν κατὰ Θεὸ μοναχικὴ ζωή.
Ἔτσι, τὸ Καλοκαίρι τοῦ 1927 ἐγκατέλειψε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο (τὸν μετέπειτα ἱερομόναχο Ἐλπίδιο), τὸ πατρικό του σπίτι καὶ πῆγε στὸ Σταυροβούνι ὅπου παρέμεινε γιὰ 5 χρόνια ὑποτασσόμενος «ἐν παντὶ» στὸν τότε ἡγούμενο, μοναχὸ Βαρνάβα.
Τὸ 1934 -Θεοῦ τῇ νεύσῃ- ἀναχώρησε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του, ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Σταυροβουνιοῦ καὶ μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ ἐγγραφεῖ στὸ Γυμνάσιο τοῦ ἐκεῖ Πατριαρχείου. Στὸν τρίτο χρόνο φοίτησής του στὸ Γυμνάσιο ἐκάρη μοναχός, ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχη Τιμόθεο Θέμελη καὶ λίγους μῆνες μετὰ χειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔξι χρόνια...ἀργότερα ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη.
Ἀποφοιτώντας ἀπὸ τὴ Σχολὴ τοῦ Πατριαρχείου ὁ Ἅγιος Φιλούμενος, παρέμεινε στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ὑπηρέτησε, ὡς μέλος τῆς Ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητας, γιὰ 45 συνεχῆ χρόνια. Σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια διορίστηκε ὡς ἡγούμενος σὲ διάφορα προσκυνήματα –στὴν Τιβεριάδα, στὴν Ἰόππη, στὴ Μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου, στὴ Ραμάλλα, /στὸν Ἀββᾶ Θεοδόσιο, στὸν Προφήτη Ἠλία, στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ- ἀπ’ ὅπου διακόνησε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ πόνο τὸ ἑκάστοτε ποίμνιό του.
Ὁ κόσμος, καὶ κυρίως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικὰ καὶ ὑλικά, τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν σέβονταν. Πολλοὶ μάλιστα τὸν εὐλαβοῦνταν ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἐν ζωή, ἀφοῦ ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀπέκτησε τὴ φήμη ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ ἱερομονάχου καὶ πνευματικοῦ.
Ἡ ζωὴ του ἦταν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ – σύμφωνη, ὅσο ἦταν δυνατόν, μὲ τὸ αὐστηρὸ μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ὡς παρακαταθήκη παρέλαβε ἀπὸ τοὺς πρώτους πνευματικούς του πατέρες στὸ Σταυροβούνι. Ὁ ἴδιος ἦταν πολὺ αὐστηρὸς νηστευτὴς –συνήθως ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ χωρὶς νὰ ἔχει ἀπαιτήσεις γιὰ τὸ εἶδος τοῦ φαγητοῦ. Τὸ ἴδιο αὐστηρὸς ἦταν καὶ στὸ θέμα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς τέλεσης τῶν ἀκολουθιῶν (Στὶς ἀκολουθίες ἤθελε τὸ τυπικὸ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη νὰ τηρεῖται μὲ πολλὴ ἀκρίβεια).
Ἀγαποῦσε τὴ μελέτη –γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν καλὰ καταρτισμένος θεολογικὰ- καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ διηγεῖται κομμάτια ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ διάβαζε στοὺς προσκυνητὲς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν. Πολλὲς φορὲς τοῦ εἶχαν προτείνει νὰ φύγει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει καὶ ἐπιστρέφοντας νὰ ἀνεβεῖ σὲ μία ψηλότερη ἐκκλησιαστικὴ τάξη. Ὁ Ἅγιος ὅμως πάντοτε ἀρνιόταν, ἀφοῦ ἡ μόνη του φιλοδοξία ἦταν νὰ ἀντιπροσωπεύει καλὰ τὸ Μοναστήρι στὰ ἡγουμενεῖα ποὺ διοριζόταν, ὄντας ἕνας σωστὸς μοναχός.
Τὸ τελευταῖο προσκύνημα στὸ ὁποῖο διορίστηκε ἦταν στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Ἐκεῖ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὲς δυσκολίες γιατί συχνὰ τὸν ἐπισκέπτονταν φανατικοὶ Σιωνιστὲς ἀπαιτώντας νὰ ἀφαιρέσει τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Σταυρὸ ἀπὸ τὸ ναό. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ τὸν σκότωναν ἂν δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ προσκύνημα, ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ παραμείνει ἐκεῖ ὅ,τι καὶ ἂν συνέβαινε.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς 29ης Νοεμβρίου τοῦ 1979, μέρα ποὺ ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Φιλουμένου –τοῦ ἐν Ἀγκύρα μαρτυρήσαντος ἐν ἔτη 270- «ἄγνωστοι» εἰσῆλθαν στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἐπιτέθηκαν στὸν Ἅγιο. Τὸν σκότωσαν κτυπώντας τον μὲ τσεκούρι στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Στὴ συνέχεια βεβήλωσαν τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ φεύγοντας ἔριξαν καὶ μία χειροβομβίδα καταστρέφοντας τὸ χῶρο σχεδὸν ὁλοσχερῶς.
Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε γιὰ νεκροψία στὸ Τὲλ Ἀβὶβ καὶ παρόλο ποὺ οἱ ἀρχὲς τὸ ἔδωσαν στοὺς πατέρες τοῦ Πατριαρχείου μετὰ ἀπὸ 5 μέρες, δὲν παρουσίαζε νεκρικὴ ἀκαμψία ἀλλὰ ἦταν μαλακὸ καὶ εὐλύγιστο σὰν νὰ ἦταν ἐν ζωή.
Ἡ κηδεία ἔγινε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας (στὶς 4 Δεκεμβρίου τοῦ 1979), παρόντων τῶν Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, συγγενῶν τοῦ Ἁγίου καὶ πλήθους κόσμου, ὄχι μόνο ὀρθοδόξων ἀλλὰ καὶ ἑτεροδόξων καὶ μουσουλμάνων. Λίγο ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡ ταφὴ τοῦ μάρτυρος στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητας στὴν Ἁγία Σιῶν.
Τέσσερα περίπου χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, στὶς 30 Νοεμβρίου τοῦ 1983, πάρθηκε ἡ ἀπόφαση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο νὰ γίνει ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν του. Ὅσοι ἦταν παρόντες ὅμως βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἕνα θαυμαστὸ γεγονός: ὅταν ἀνοίχτηκε ὁ τάφος τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος ἦταν ἄφθορο καὶ εὐωδιάζων, ὡς ἄνωθεν ἐπισφράγιση τῆς ἔνταξής του «ἐν σκηναῖς Ἁγίων».
Στὴ συνέχεια ξανακλείστηκε ὁ τάφος καὶ ἄνοιξε ξανὰ στὶς 26 Δεκεμβρίου τοῦ 1984. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε καὶ πάλι νὰ εὐωδιάζει καὶ νὰ διατηρεῖ μερικὴ ἀφθαρσία. Τότε, οἱ Ἁγιοταφίτες τὸ τοποθέτησαν στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σιῶν. Στὶς μέρες μας ἔχει ὁλοκληρωθεῖ στὸν τόπο μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου περικαλλὴς τρίκλιτος ναός, τοῦ ὁποίου τὸ ἕνα κλίτος εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Φιλούμενο. Ἐκεῖ μεταφέρθηκε τὸ 2008 καὶ τὸ σκήνωμά του. Σ’ αὐτὸ προστρέχουν καὶ πολλοὶ ποὺ εὐλαβοῦνται τὸν Ἅγιο –ὄχι μόνο ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ ἄραβες ἀκόμη καὶ ἑτερόδοξοι- ζητώντας τὶς πρὸς τὸν Κύριο πρεσβεῖες του. Στις 29 Νοεμβρίου τοῦ 2009 ἔχει γίνει ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: «Ὁ Ἅγιος Νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος», ἔκδ. Ἱεράς Μονης Ἁγίου Νικολάου Ορουντας, Ὁροῦντα - Κύπρος 2007.
Ἱ.Μ.Μόρφου
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ Γεροντικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου