"Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι" (Β' Τιμ. 3, 13)
"Μόνο οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἀπατεῶνες θὰ προκόβουν στὸ χειρότερο· θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι θὰ τοὺς ἐξαπατοῦν"
πηγη
Αναρωτιόμαστε πολλές φορές, σαν τον Μέγα Αντώνιο, γιατί να προκόβουν οι κακοί άνθρωποι, οι ασεβείς, αυτοί που δεν έχουν σχέση με τον Θεό, γιατί να πεθαίνουν άνθρωποι νέοι, γιατί, γενικότερα, να διαφαίνεται μία ηθική αδικία ως προς την ζωή και την τάξη των πραγμάτων. Ο Μέγας Αντώνιος έλαβε την απάντηση από τον Θεό ότι "δεν σου χρειάζεται να γνωρίζεις, ας εμπιστεύεσαι" (Μέγα Γεροντικό). Όμως μία τέτοια απάντηση δεν καλύπτει την ανάγκη τόσο του ορθολογιστή ανθρώπου, όσο και του αγωνιζόμενου πιστού, ιδίως του νέου στην ηλικία, ο οποίος θα ήθελε έναν κόσμο πιο δίκαιο και όλους να έχουν μία ευκαιρία να ζήσουν την ζωή με βάση τα κριτήρια που ο πολύς κόσμος όντως θέτει: να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μην υφιστάμεθα αδικίες από τους συνανθρώπους μας, να έχουμε μία ευλογημένη και ήρεμη ζωή, εκπληρώνοντας τα όνειρά μας, ώστε να φαίνεται κιόλας ότι η πίστη μας εξασφαλίζει το καλό. Έτσι, αγανακτούμε εναντίον της ζωής και των άλλων, κάποτε και εναντίον του Θεού του ίδιου, διότι ανέχεται ή δεν παρεμβαίνει.
Τρεις παρανοήσεις μάς διακατέχουν ως προς αυτό το ζήτημα: πρώτον, ότι μοιάζει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πιο προνομιούχους τόσο σε σχέση με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή μας, όσο και σε σχέση με τους αποστόλους και τους αγίους κάθε εποχής, που σήκωσαν, επειδή το ήθελαν, τον σταυρό της απόρριψης και της αδικίας, χωρίς γογγυσμό, αλλά με αγάπη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Και ο σταυρός αυτός έφτανε μέχρι και τον θάνατο, ακριβώς διότι είναι δεδομένο ότι το κτιστό έχει αρχή και τέλος. Ο σταυρός έφερε και τον φθόνο του διαβόλου, ο οποίος δεν θέλει ούτε τον Θεό να είναι κοντά στον άνθρωπο ούτε τον άνθρωπο να είναι κοντά στον Θεό και στήνει εμπόδια ώστε ο καθένας μας να αισθάνεται ότι ο Θεός τον λησμόνησε.
Δεύτερον, ότι το ανθρώπινο θέλημα είναι δεδομένο ότι έχει την επιλογή της αμαρτίας, της αδικίας, του κακού, όχι διότι αυτά υπάρχουν αφ' εαυτών των, αλλά επειδή οι άνθρωποι μπορούμε να αρνηθούμε τον Θεό και το θέλημά Του. Ευλογημένο, αλλά και πικρό δώρο συνάμα η ελευθερία. Επομένως, ας μη λησμονούμε ότι το ανθρώπινο θέλημα, το οποίο συνδέεται με νου ευφυή, αλλά και με νου που γοητεύεται από το πρόσκαιρο της εξουσίας και της ευχαρίστησης που αυτή προκαλεί, δεν μπορεί να δει παραπέρα, στην προοπτική της αγάπης και της ανάστασης, γοητευόμενο τελικά από την ευκολία με την οποία οι πονηροί και οι γόητες προκόπτουν στο χειρότερο. Δεν αναρωτιόμαστε όμως στην καρδιά μας πόσο αληθινά ευτυχισμένοι μπορούν να είναι οι άνθρωποι αυτοί, αν κοιμούνται ήσυχοι ή η συνείδησή τους τους ελέγχει, όσο κι αν την φιμώνουν, αν περνούν την ζωή τους μέσα σε έναν φόβο ότι θα χάσουν αυτά που έχουν, αν βλέπουν τους συνανθρώπους τους ως εχθρούς και δεν μπορούν να ησυχάσουν και, κυρίως, τι νόημα δίνουν στον θάνατο που μας περιμένει όλους. Παράλληλα, ας μην λησμονούμε και τα δικά μας πάθη και λάθη, τα οποία μπορεί να μην κάνουν φαινομενικά θόρυβο σε σχέση με τα λάθη των άλλων, όμως δεν έχουν και μεγάλη διαφορά, κατά βάθος, διότι υπάρχουν και μας τραυματίζουν. Δεν μας σώζει λοιπόν η αυτοδικαίωση και η κατάκριση των άλλων.
Τρίτον, ότι λησμονούμε πως το πρόβλημα του κακού, το αίνιγμά του, θα λυθεί οριστικά στην αιωνιότητα, στην ανάσταση των νεκρών, στο τέλος αυτού του κόσμου, το οποίο, στην πραγματικότητα, έρχεται για τον καθέναν μας την στιγμή που θα κλείσουμε τα σωματικά μας μάτια. Η αμαρτία και το κακό δεν μπορούν να μας αγγίξουν. Η ανάπαυση της ψυχής μας συνοδεύει και το σώμα μας. Η σχέση με τον Χριστό, αν πρυτάνευσε στην ζωή μας η αγάπη, θα μας δώσει μία αρχή χωρίς τέλος φωτός, αγάπης, κοινωνίας, στην οποία το κακό δεν θα υπάρχει ούτε καν ως ανάμνηση. Μέχρι τότε, η παρηγοριά της Εκκλησίας και της ζωής της, ας είναι ό,τι αντιτάσσουμε στα αναπάντητα γιατί του κόσμου τούτου. Δεν γνωρίζουμε , άλλωστε, τα δικά μας, τα παρόντα, στις λεπτομέρειες τι είναι. Πόσο μάλλον τα αιώνια! Ας εμπιστευόμαστε!
Καθώς αρχίζει το Τριώδιο, η πιο όμορφη πνευματικά περίοδος του χρόνου, ας μένουμε εν τη αγάπη του Χριστού. Δεν μας υποσχέθηκε τον ιδανικό κόσμο, τον οποίο φανταζόμαστε, αλλά ότι δεν θα μας αφήσει ποτέ ορφανούς. Την εν Αγίω Πνεύματι δική Του παρουσία στην Εκκλησία ας την αποδεχτούμε, φιλοσοφώντας μεν και απορρίπτοντας την ομοίωσή μας με το κακό του κόσμου, αλλά και αγωνιζόμενοι να έχουμε την αγάπη οδηγό. Και ο Χριστός θα μας ενισχύει στον αγώνα μας, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από το κακό του κόσμου τούτου. Όταν αγαπάς κάποιον ή κάποια, δεν ασχολείσαι με τον κόσμο που τον/την περιβάλλει, αλλά χαίρεσαι την δική του/της παρουσία. Βλέπεις τα δικά σου λάθη, όπως ο τελώνης, και παλεύεις εν μετανοία και ταπεινώσει να κρατήσεις ζωντανή και δυνατή την αγάπη.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
5 Φεβρουαρίου 2023, Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου
Αναρωτιόμαστε πολλές φορές, σαν τον Μέγα Αντώνιο, γιατί να προκόβουν οι κακοί άνθρωποι, οι ασεβείς, αυτοί που δεν έχουν σχέση με τον Θεό, γιατί να πεθαίνουν άνθρωποι νέοι, γιατί, γενικότερα, να διαφαίνεται μία ηθική αδικία ως προς την ζωή και την τάξη των πραγμάτων. Ο Μέγας Αντώνιος έλαβε την απάντηση από τον Θεό ότι "δεν σου χρειάζεται να γνωρίζεις, ας εμπιστεύεσαι" (Μέγα Γεροντικό). Όμως μία τέτοια απάντηση δεν καλύπτει την ανάγκη τόσο του ορθολογιστή ανθρώπου, όσο και του αγωνιζόμενου πιστού, ιδίως του νέου στην ηλικία, ο οποίος θα ήθελε έναν κόσμο πιο δίκαιο και όλους να έχουν μία ευκαιρία να ζήσουν την ζωή με βάση τα κριτήρια που ο πολύς κόσμος όντως θέτει: να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μην υφιστάμεθα αδικίες από τους συνανθρώπους μας, να έχουμε μία ευλογημένη και ήρεμη ζωή, εκπληρώνοντας τα όνειρά μας, ώστε να φαίνεται κιόλας ότι η πίστη μας εξασφαλίζει το καλό. Έτσι, αγανακτούμε εναντίον της ζωής και των άλλων, κάποτε και εναντίον του Θεού του ίδιου, διότι ανέχεται ή δεν παρεμβαίνει.
Τρεις παρανοήσεις μάς διακατέχουν ως προς αυτό το ζήτημα: πρώτον, ότι μοιάζει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πιο προνομιούχους τόσο σε σχέση με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή μας, όσο και σε σχέση με τους αποστόλους και τους αγίους κάθε εποχής, που σήκωσαν, επειδή το ήθελαν, τον σταυρό της απόρριψης και της αδικίας, χωρίς γογγυσμό, αλλά με αγάπη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Και ο σταυρός αυτός έφτανε μέχρι και τον θάνατο, ακριβώς διότι είναι δεδομένο ότι το κτιστό έχει αρχή και τέλος. Ο σταυρός έφερε και τον φθόνο του διαβόλου, ο οποίος δεν θέλει ούτε τον Θεό να είναι κοντά στον άνθρωπο ούτε τον άνθρωπο να είναι κοντά στον Θεό και στήνει εμπόδια ώστε ο καθένας μας να αισθάνεται ότι ο Θεός τον λησμόνησε.
Δεύτερον, ότι το ανθρώπινο θέλημα είναι δεδομένο ότι έχει την επιλογή της αμαρτίας, της αδικίας, του κακού, όχι διότι αυτά υπάρχουν αφ' εαυτών των, αλλά επειδή οι άνθρωποι μπορούμε να αρνηθούμε τον Θεό και το θέλημά Του. Ευλογημένο, αλλά και πικρό δώρο συνάμα η ελευθερία. Επομένως, ας μη λησμονούμε ότι το ανθρώπινο θέλημα, το οποίο συνδέεται με νου ευφυή, αλλά και με νου που γοητεύεται από το πρόσκαιρο της εξουσίας και της ευχαρίστησης που αυτή προκαλεί, δεν μπορεί να δει παραπέρα, στην προοπτική της αγάπης και της ανάστασης, γοητευόμενο τελικά από την ευκολία με την οποία οι πονηροί και οι γόητες προκόπτουν στο χειρότερο. Δεν αναρωτιόμαστε όμως στην καρδιά μας πόσο αληθινά ευτυχισμένοι μπορούν να είναι οι άνθρωποι αυτοί, αν κοιμούνται ήσυχοι ή η συνείδησή τους τους ελέγχει, όσο κι αν την φιμώνουν, αν περνούν την ζωή τους μέσα σε έναν φόβο ότι θα χάσουν αυτά που έχουν, αν βλέπουν τους συνανθρώπους τους ως εχθρούς και δεν μπορούν να ησυχάσουν και, κυρίως, τι νόημα δίνουν στον θάνατο που μας περιμένει όλους. Παράλληλα, ας μην λησμονούμε και τα δικά μας πάθη και λάθη, τα οποία μπορεί να μην κάνουν φαινομενικά θόρυβο σε σχέση με τα λάθη των άλλων, όμως δεν έχουν και μεγάλη διαφορά, κατά βάθος, διότι υπάρχουν και μας τραυματίζουν. Δεν μας σώζει λοιπόν η αυτοδικαίωση και η κατάκριση των άλλων.
Τρίτον, ότι λησμονούμε πως το πρόβλημα του κακού, το αίνιγμά του, θα λυθεί οριστικά στην αιωνιότητα, στην ανάσταση των νεκρών, στο τέλος αυτού του κόσμου, το οποίο, στην πραγματικότητα, έρχεται για τον καθέναν μας την στιγμή που θα κλείσουμε τα σωματικά μας μάτια. Η αμαρτία και το κακό δεν μπορούν να μας αγγίξουν. Η ανάπαυση της ψυχής μας συνοδεύει και το σώμα μας. Η σχέση με τον Χριστό, αν πρυτάνευσε στην ζωή μας η αγάπη, θα μας δώσει μία αρχή χωρίς τέλος φωτός, αγάπης, κοινωνίας, στην οποία το κακό δεν θα υπάρχει ούτε καν ως ανάμνηση. Μέχρι τότε, η παρηγοριά της Εκκλησίας και της ζωής της, ας είναι ό,τι αντιτάσσουμε στα αναπάντητα γιατί του κόσμου τούτου. Δεν γνωρίζουμε , άλλωστε, τα δικά μας, τα παρόντα, στις λεπτομέρειες τι είναι. Πόσο μάλλον τα αιώνια! Ας εμπιστευόμαστε!
Καθώς αρχίζει το Τριώδιο, η πιο όμορφη πνευματικά περίοδος του χρόνου, ας μένουμε εν τη αγάπη του Χριστού. Δεν μας υποσχέθηκε τον ιδανικό κόσμο, τον οποίο φανταζόμαστε, αλλά ότι δεν θα μας αφήσει ποτέ ορφανούς. Την εν Αγίω Πνεύματι δική Του παρουσία στην Εκκλησία ας την αποδεχτούμε, φιλοσοφώντας μεν και απορρίπτοντας την ομοίωσή μας με το κακό του κόσμου, αλλά και αγωνιζόμενοι να έχουμε την αγάπη οδηγό. Και ο Χριστός θα μας ενισχύει στον αγώνα μας, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από το κακό του κόσμου τούτου. Όταν αγαπάς κάποιον ή κάποια, δεν ασχολείσαι με τον κόσμο που τον/την περιβάλλει, αλλά χαίρεσαι την δική του/της παρουσία. Βλέπεις τα δικά σου λάθη, όπως ο τελώνης, και παλεύεις εν μετανοία και ταπεινώσει να κρατήσεις ζωντανή και δυνατή την αγάπη.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
5 Φεβρουαρίου 2023, Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου