Spiros Kontogouris
Η μοναχή Πορφυρία, η επί δεκαετίας (1997-2007) πρώην οδηγός Tαξί σε Αθήνα και Πειραιά μας αναφέρει:
«Η βάρδια μου είναι νυκτερινή, η ώρα έντεκα το βράδυ. Ανέβαινα την οδό Πειραιώς, προς Ομόνοια. Μέσα στο ταξί, ως συνήθως, μιλούσα με τον γλυκύ μου Ιησού. Αυθόρμητα είπα μέσα μου στον Χριστό:
- Τον πρώτο άνθρωπο που θα μου κάνει σινιάλο να σταματήσω, θα τον πάω χωρίς χρήματα, αρκεί να τον φέρω κοντά Σου.
Δεν με σταμάτησε κανείς, μέχρι που έφτασα Πειραιώς καί Μενάνδρου.
Εκεί στην γωνία στεκόταν μιά κοπέλα. Σταμάτησα και την κοιτούσα. Περίμενε πελάτη, γιά τό μεροκάματο...
Χωρίς να το καλοσκεφτώ, κατέβηκα και πήγα κοντά της.
- Καλησπέρα!
- Καλησπέρα!, μου απάντησε.
- Ξέρεις, αυτήν την ώρα, αισθάνομαι πολύ πόνο στην ψυχή μου και θέλω με κάποιον να τον μοιραστώ.
Με κοιτούσε παραξενεμένη και μου λέει:
- Καλά και βρήκες εμένα να μιλήσεις;
- Ναί! Η καρδιά μου, μου λέει, πώς εσύ θα με καταλάβεις...
- Ξέρεις τί δουλειά κάνω εγώ;
- Το βλέπω.
- Και θέλεις να μιλήσεις μαζί μου;
- Ναι! Θέλω να μιλήσω μαζί σου. Είσαι να χάσουμε σήμερα και οι δύο το μεροκάματο; Ίσως να μπορέσεις να με βοηθήσεις και να σωθώ...
- Πάμε, μου λέει διστακτικά.
- Oκ, φύγαμε!
Έριξε μια ματιά γύρω της και μπήκε γρήγορα στο ταξί.
Χαρούμενη εγώ, αλλά κα προβληματισμένη· τί θα της έλεγα;
- Θεέ μου! Έλα κάτω και βοήθησέ με, τί να κάνω τώρα; Τί να της πω; είπα μέσα μου.
Αφού συστηθήκαμε, της λέω:
- Δύσκολα τα επαγγέλματα που διαλέξαμε να κάνουμε, ε;
Και έτσι αρχίζει μια πολύ ωραία συζήτηση. Στην αρχή γύρω από το ταξί και τις δυσκολίες του. Και δειλά - δειλά άρχισα να μπαίνω στην δική της ζωή.
Ωστόσο, φθάσαμε στο Καβούρι, της είπα:
- Θα κατέβουμε εδώ, αν δεν έχεις αντίρρηση, να πιούμε καφέ και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.
Εκείνη τότε μου είπε κάτι, που με συγκίνησε:
- Δεν ντρέπεσαι να πάμε μαζί μέσα;
Όπως καταλαβαίνετε, το ντύσιμό της ήταν διαφορετικό από το δικό μου, αλλά και η όλη της εμφάνιση. Της είπα:
- Όχι! Δεν ντρέπομαι! Να ντρέπονται αυτοί που σε έφεραν σ’ αυτήν την κατάσταση! Για μένα είσαι ένα γλυκό και τρυφερό πλάσμα του Θεού!
Μπήκαμε μέσα· τα βλέμματα όλων πέσανε πάνω μας. Όμως, αυτό δεν με ενδιέφερε καθόλου, ούτε οι μελανιές τις οποίες είχε στα πόδια της με έκαναν να ντραπώ. Για μένα, εκείνη η ώρα ήταν ιερή. Έπρεπε, με την βοήθεια του Θεού, να αναστήσω πάσα θυσία αυτό το κορίτσι.
Αισθανόμουν πώς δεν μιλάω εγώ, αλλά κάποιος άλλος μέσα από μένα! Κάποιος άλλος - ο Κύριος - με ωθούσε να βοηθήσω αυτήν την κοπέλα.
Μου διηγήθηκε όλη τη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα και πως έφτασε να κάνει αυτό το επάγγελμα.
Ένα επάγγελμα οδυνηρό, όχι απλά δύσκολο. Αυτό το επάγγελμα σου καταρρακώνει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, ξεχνάς αν είσαι άνθρωπος, ξεχνάς τα θέλω σου, ζεις και λειτουργείς με τα θέλω των άλλων. Εσύ δεν υπάρχεις πουθενά, γιατί εκτός από την σάρκα σου, γι’ αυτούς δεν έχεις κάτι άλλο. Γι’ αυτό και είσαι υποχρεωμένος να υπακούς στις διαταγές τους. Δηλαδή, βρίσκεσαι στηνν υπακοή του Διαβόλου και όχι του Θεού.
Την δυσκολία αυτού του επαγγέλματος την άκουσα για πρώτη φορά αυτή την βραδιά. Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε την καρδιά μου! Η εξομολόγηση αυτού του κοριτσιού με πόνεσε τόσο πολύ, που ανάλογο πόνο δεν θυμάμαι να έχω νοιώσει στην ζωή μου!...
Τότε άρχισα να της μιλώ για τον Χριστό και για την μεγάλη ευτυχία την οποία μας χαρίζει, όταν είμαστε κοντά Του· της μίλησα για την Παναγία μας και το πόσο γλυκειά, τρυφερή και προστατευτική είναι για τα παιδιά Της.
Της μίλησα για τα θαύματα των Αγίων μας και για τα θαύματα τα οποία έζησα μέσα στο ταξί, μα και πολλοί άνθρωποι μαζί μου.
Της μίλησα για την δύναμη της εξομολογήσεως, της Θείας Κοινωνίας και για πάρα πολλά θέματα γύρω από τον Θεό και την πίστη.
Προσπαθούσα να την πείσω να αλλάξει την ζωή την οποία έκανε, αφήνοντας τα δάκρυά μου να τρέχουν συνέχεια, ασταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τά χέρια.
Όταν πια, κουρασμένη από το κλάμα μου, της είπα:
- Ώρα είναι να πηγαίνουμε.
Πλήρωσα και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Όταν φτάσαμε στο ταξί, με περίμενε η μεγάλη έκπληξη. Ήρθε κοντά μου και μου λέει:
- Με αφήνεις να σε αγκαλιάσω;
- Και βέβαια να με αγκαλιάσεις, της είπα με πολύ χαρά.
Με αγκάλιασε και τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Μέσα από τους λυγμούς της, μου είπε:
- Βοήθησέ με, βοήθησέ με! Ο Θεός σε έστειλε! Βοήθησέ με να αλλάξω την ζωή μου, κουράστηκα να κάνω ατυή τη δουλειά! Είμαι πολύ νέα, αν και νιώθω εκατό χρονών! Βοήθησε να κάνω μια καινούργια αρχή, νά κάνω οικογένεια, να κάνω παιδιά... Σε παρακαλώ, πήγαινέ με στο Χριστό και πες Του να μου δώσει και μένα ό,τι έδωσε σε σένα. Να γίνω και εγώ ευτυχισμένη και χαρούμενη όσο και εσύ...
Της υποσχέθηκα πως θα την βοηθήσω. Την φιλοξένησα επί ένα μήνα σπίτι μου. Ένας μήνας μαρτυρικός και επικίνδυνος για μένα. Γιατί, αυτές οι κοπέλες έχουν και κάποιον που τις ''προστατεύει''. Κινδύνευσε η ζωή μου μερικές φορές.
Όμως, ήμουν σίγουρη πως ο Θεός δεν θα επέτρεπε να μου συμβεί κάποιο κακό· αντιθέτως θα με βοηθούσε να σώσω αυτό το κορίτσι· γιατί Εκείνος με έστειλε στο δρόμο της. Έτσι και έγινε...
Από εκείνη την νύχτα η ζωή της ολοκληρωτικά άλλαξε. Σήμερα είναι παντρεμένη, ευτυχισμένη, έχει δύο παιδάκια και είναι κοντά στον Χριστό.
Εκείνη η νύκτα ήταν ευλογημένη, ήταν Θεϊκή!»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου