Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2016

Εγώ πεθαίνω, εσύ συσκέπτεσαι

Βγαίνοντας από το σπίτι, έσφιξα πάνω μου το παλτό και περπάτησα βιαστικά ως το αυτοκίνητο, καθώς είχε αρχίσει να βρέχει. Την είχαμε συνηθίσει την σπλαχνική θερμοκρασία των τελευταίων ημερών (πιθανολογώντας τέλος του χειμώνα) και τώρα το κρύο μας ξάφνιασε.
 
Και ξαφνικά συνέβη αυτό που δεν ήθελα: Ήρθαν στο μυαλό μου οι πρόσφυγες που είναι στοιβαγμένοι στα σύνορα ή όπου αλλού……
Γέμισε ο νους μου λάσπες και μωρά, μανάδες αλαφιασμένες με τα βρεγμένα ρούχα κολλημένα πάνω τους και άντρες λερούς και απελπισμένους να βρίζουν, φτύνοντας στο χώμα ή να προσεύχονται, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό της βροχής.
Ψήλωσε ο νους μου και έψαξα να βρω τσιγάρο αν και το έχω κόψει εδώ και ένα χρόνο. Αυτή η Μέρκελ και βεβαίως και όλοι οι άλλοι «σωτήρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης,στο μυαλό μου είχαν πάρει θέση σε βαθιές, μαλακές πολυθρόνες συνεδριάσεων για τους πρόσφυγες…
Σαν σε όνειρο, έβλεπα τα παιδιά να κλαίνε στη λασπουριά, κάποια να πίνουν νερό ανοίγοντας το στόμα στη βροχή (σαν απελπισμένο… παιχνίδι) και μια έφηβη να κάθεται ανακούρκουδα στη βρεγμένη γη και να κοιτάζει με θλίψη τις κουβέρτες που μουσκεύτηκαν και τα τρόφιμα που μούλιασαν στο καφετί νερό που αλύπητα χρωματίζει την μέρα, λερώνοντας το κάποιο λίγο ροζ μιας παράλογης ελπίδας…
Στο ραδιόφωνο έλεγαν για το χρονιάρικο μωρό των προσφύγων στη Μυτιλήνη που δεν άντεξε και εξέπνευσε, από αναπνευστικό πρόβλημα. Τι να σου κάνει τόσος χειμώνας και τόση παγωνιά μαζεμένα στο μικρό κορμάκι!
Μετά είπαν πως η οδός Ηρώδου Αττικού ήταν κλειστή λόγω της συνεδρίασης των πολιτικών αρχηγών για το προσφυγικό. «Φροντίδα για να μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου» σκέφτηκα με πικρή κακία «μην κακοπάθουν οι μεγάλοι εγκέφαλοι και χαθούμε…Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ποιος θα προστατεύσει και τους πρόσφυγες! ».
Στην τελευταία σκέψη με έπιασε ένα νευρικό γέλιο -γέλιο τρελής θα έλεγα- που αμέσως μετά γύρισε σε κλάμα αργό, σιωπηλό και βαθύ, όπως όταν η ψυχή σου κλωθογυρίζει και δεν βρίσκει θέση να αναπαυτεί.
Έβρεχε και οδηγούσα: Ασφαλής, ζεστή και στεγνή με τον απαλό γούνινο γιακά να μου χαϊδεύει το μάγουλο. Πήγαινα στο γραφείο όπου με περίμενε καλοριφέρ και μερακλίδικος καφές. Παρκάρισα στην άκρη του δρόμου και ένα μελαμψό αγόρι που σκούπιζε με την ανάστροφη του χεριού την μύξα του με κοίταζε σιωπηλό, με ρυάκια να κατηφορίζουν από τα αχτένιστα μαλλιά του. Απλά με κοίταζε. Και τι άλλο να κάνει βέβαια; Είναι το μικρό προσφυγόπουλο που κουβαλάω μέσα μου ως ενοχή και ως θλιμμένη υπόθεση κατακραυγής (μας) και τώρα στάθηκε απέναντί μου να του πω τι να κάνει, λες και έκλεισα εγώ τα σύνορα, λες και προκάλεσα την βροχή, λες και λάσπωσα το χώμα…
Κοιταχτήκαμε και έκλαιγα.
Φοβήθηκε και έκλαιγε κι αυτό.
«Δεν ξέρω τι να σου πω» του ψιθύρισα « όλοι συσκέπτονται για σένα, για σας». Μόλις το ξεστόμισα αυτό με μούτζωσε και χάθηκε στα βάθη του μυαλού μου…
Και καλά έκανε!
Ξέρεις τι είναι να τρέμεις από το κρύο και οι άλλοι να συσκέπτονται, σκάζοντας από τα φουλαρισμένα καλοριφέρ;
Ξέρεις τι σημαίνει να πεθαίνεις από πνευμονία και να σου λένε για σύσκεψη; Και συ να χαιρετάς τον θάνατο για να τον καλοπιάσεις να σε αφήσει λίγο ακόμη, μήπως κάτι γίνει… μετά την σύσκεψη ενώ ξέρεις ότι όλοι όσοι συσκέπτονται απλά περιμένουν να πεθάνεις και να γλιτώσουν, με μία έκφραση συλλυπητήρια και ένα μαύρο κουστούμι και οι κυρίες με πέρλες που ταιριάζουν με το πένθος !
Είπαν πως οι βροχές θα κρατήσουν για μέρες…Πόσοι θα ζήσουν, πόσοι θα πεθάνουν, πόσοι εκεί μέσα στη βροχή και την λάσπη θα θυμηθούν τα σπίτια τους στην πατρίδα κι’ ενώ θα θυμούνται (παραλογισμένοι από τον πυρετό, που κανείς δεν θα τους τον μετρήσει) τους κήπους στην μεγάλη αυλή των απογευματινών παραμυθιών, θα κάνουν ένα πφ και θα φύγει η ψυχούλα τους!
Πέρασε πολύ ώρα εκεί στην άκρη του δρόμου και το νερό δεν έλεγε να γυρίσει πίσω στον ουρανό.
Είδα μπροστά μου να επιπλέουν μια θαλασσιά πιπίλα και ένα αρκουδάκι. «Ο Σπυράκος» ούρλιαξα. Όμως, όχι, δεν ήταν του Σπύρου, του εγγονού μου. Το παιδί ήταν σπίτι, ζεστό και στεγνό με την μάνα του.
Τινάχτηκα και τα πράγματα που επέπλεαν, χάθηκαν.
Ποια γιαγιά στη Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, ποια μάνα στην Ειδομένη, ποια ορφανεμένη πιπίλα θα ζητήσουν εκδίκηση και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γλυτώσουμε, να γλυτώσουν δηλαδή αυτοί που δεν σώνουν να…συσκέπτονται, που να μην σώσουν δηλαδή, συγχώρα με Κύριε αλλά μας έφαγαν τα τζιέρια αυτά τα τέρατα.

Και βρέχει ακόμη….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου