Η ζωή ενός Εβραίου, του Μέντελ Σίνγκερ, όπως την περιγράφει γλαφυρά ο Joserh Roth, δεν μπορεί ν'αφήσει ασυγκίνητο τον αναγνώστη. Τουλάχιστον αυτό έγινε στη δική μου περίπτωση όταν τελείωσα αυτό το υπέροχο-από κάθε άποψη-βιβλίο. Δεν είναι μόνο η γραφή του-μια γραφή που σε συναρπάζει-αλλά πολύ περισσότερο η ένταση που δημιουργείται σταδιακά σε σημείο να θέλεις να καταβροχθίσεις τις σελίδες του βιβλίου εν μία νυκτί. Νομίζω πώς η περίοδος των Χριστουγέννων ήταν κατάλληλη για την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Συνετέλεσε κι αυτή στη συλλογή διαφόρων συναισθημάτων και στη δημιουργία πολλών εικόνων σ'ένα διαφορετικό αλλά συνάμα και πολύ κόντινο κόσμο.
Ο Lion Feuchtwanger χαρακτηριστηκά σημειώνει: " Όποιος παραδοθεί στη συγκίνηση που προξενεί αυτό το βιβλίο, ας μην το έχει βάρος στη συνείδηση του: Εκείνο που τον συντάραξε ήταν η θεμιτή επίδραση της ανόθευτης μεγάλης τέχνης". Και πώς άλλωστε να μην συμβεί αυτό; Επιβεβαιώνω τα λόγια αυτά και γι'αυτό η σημερινή δημοσίευση ευθύνεται αποκλειστικά στον Roth. Ηθικός αυτουργός, θα λέγαμε...
«Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω
να κάψω έναν μόνο άνθρωπο. Θα τα χάσετε αν σας πω τι είχα κατά νού να
κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: Τρελάθηκε και ο Μέντελ, σαν την κόρη
του. Αλλά σας βεβαιώνω, δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα
χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.
-Πές μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!
-Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!
Από τα χείλη των τεσσάρων, που τον άκουγαν,
ξέφυγε ταυτόχρονα μια κραυγή. Δεν ήταν όλοι τους ευλαβείς και
θεοσεβούμενοι όπως ήταν ο Μέντελ σε όλη του τη ζωή. Ζούσαν κι οι
τέσσερις από χρόνια πολλά στην Αμερική. Δούλευαν τα Σάββατα. Το μυαλό
τους ήταν στα χρήματα. Η σκόνη του κόσμου σκέπαζε κιόλας πυκνή, γκρίζα,
αδιαπέραστη την παλιά τους πίστη. Είχαν ξεχάσει πολλά έθιμα, είχαν
παραβιάσει αρκετούς νόμους, είχαν αμαρτήσει και με τα μυαλά και με τα
κορμιά τους. Αλλά μέσα στις καρδιές τους κατοικούσε ο Θεός. Κι όταν ο
Μέντελ βλασφήμησε ενάντια στον Θεό, τους φάνηκε πώς είχε χώσει τα νύχια
του στις γυμνές καρδιές τους. [...]
«Ανάμεσα σε μένα και στον εγγονό μου», απάντησε ο Μέντελ, «δεν
υπάρχει πια δρόμος. Γιατί πέθανε ο Σερμάγια, ο γιός μου και πατέρας του
εγγονού μου. Η νύφη μου η Βέγκα θα παντρευτεί άλλον άντρα, ο εγγονός
μου θ'αποκτήσει άλλον πατέρα, που πατέρας του δεν θα είμαι εγώ. Το σπίτι
του γιού μου δεν είναι πια δικό μου σπίτι. Δεν έχω καμιά δουλειά εκεί. Η
παρουσία μου φέρνει δυστυχία, η αγάπη μου τραβάει την κατάρα, όπως το
μοναχικό δέντρο στο χωράφι τραβάει τον κεραυνό. όσο για τη Μύριαμ, ο
ίδιος ο γιατρός μου είπε ότι η Ιατρική δεν μπορεί να γιατρέψει την
αρρώστια της. Ο Γιόνας μάλλον δεν ζεί πιά. Κι ο Μενουχίμ ήταν άρρωστος,
ακόμα κι όταν άρχισε να καλυτερεύει. Στα βάθη της Ρωσίας, με τον πόλεμο
να λυσσομανάει, σίγουρα χάθηκε. Όχι, φίλοι μου! Είμαι μόνος. Και θέλω να είμαι μόνος. Όλη μου τη ζωή αγαπούσα τον Θεό. Αυτός, όμως, ανταπέδωσε στην αγάπη μου μίσος. Όλη
μου τη ζωή τον φοβόμουν, τώρα πια δεν μπορεί τίποτε άλλο να μου κάνει.
Όλα τα βέλη της φαρέτρας του καρφώθηκαν πάνω μου. Δεν μένει παρά να με
σκοτώσει. Αλλά είναι τόσο σκληρός, που δεν θα το κάνει. Θα ζήσω, θα
ζήσω, θα ζήσω».
«Η δύναμη του Θεού, όμως», τον έκοψε ο Γκρόσελ, «απλώνεται και σ'αυτόν τον κόσμο και στον άλλον. Αλίμονο σου, Μέντελ, όταν θα πεθάνεις!»
Γέλασε τότε ο Μέντελ. Ξέσπασε σε γέλια και είπε: «Δεν
τη φοβάμαι τη κόλαση εγώ, οι φωτιές της έχουν κάψει το δέρμα μου, έχουν
κάψει το κορμί μου. Οι σατανάδες της είναι φίλοι μου. Όλα τα μαρτύρια
της τα'χω ζήσει, τα'χω περάσει. Κι ο Διάβολος είναι προτιμότερος από τον
Θεό: γιατί είναι μικρότερη η δύναμη του, κι άρα μικρότερη και η φρίκη του! Φίλοι μου, δεν φοβάμαι!»
Βουβάθηκαν τότε οι φίλοι του. Δεν ήθελαν, όμως, να τον αφήσουν μόνο του τον Μέντελ κι έτσι έμειναν κοντά του αμίλητοι...»
«ΙΩΒ», Joseph Roth
Εκδόσεις «ΑΓΡΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου