θα μπείτε, θα βιάσετε, θα σκοτώσετε, θα τρομοκρατήσετε….
Γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Κάπου στα Βαλκάνια.
Ορεινά. Μπροστά στην πύλη κάποιας φυλακής υψίστης ασφαλείας. Σωφρονιστικό κατάστημα εγκλεισμού βαρυποινιτών καταδικασμένων για φόνο.
Ένα στρατιωτικό φορτηγό σταματάει μπροστά στην πύλη. Δύο ένστολοι με φόρμες παραλλαγής κατεβαίνουν από το όχημα και περνάνε την πύλη.
Ένας ένοπλος αστυνομικός τους οδηγεί στο εσωτερικό της φυλακής κι από εκεί σε κάποια υπόγεια αίθουσα.
Εκεί ήδη έχουν φέρει είκοσι κρατούμενους και τους φρουρούν πέντε δεσμοφύλακες με καλάσνικωφ.
«Μα…», κάνει να διαμαρτυρηθεί ο αρχιφύλακας.
«Άκουσες τον κύριο Λοχαγό Αρχιφύλακα», έκανε απότομα ο δεύτερος επισκέπτης.
Ο Αρχιφύλακας υπάκουσε. Είχε αυστηρές εντολές να εκτελέσει κάθε εντολή του «επισκέπτη». Ελευθέρωσε τον πρώτο κρατούμενο και του έδωσε τα κλειδιά να ελευθερώσει και τους υπόλοιπους.
«Σας δίνεται η ευκαιρία να ζήσετε ελεύθεροι, να έχετε ένα καλό εισόδημα και να υπηρετήσετε έναν ιερό σκοπό για την πατρίδα σας. Μην την χάσετε», είπε λιτά ο Λοχαγός.
«Και τι μας εμποδίζει μόλις βγούμε από εδώ να σας πάρουμε τα κεφάλια και να εξαφανιστούμε; Ποιος σου είπε ότι δεν ανήκουμε ήδη σε μια ανώτερη Οργάνωση από τη δική σου καραβανά; Όταν εγώ πολεμούσα στη Βοσνία και στο Κόσοβο εσύ ήσουν μωρό ακόμη», είπε προκλητικά ένας γιγαντόσωμος γκριζομάλλης κρατούμενος που κατά τα φαινόμενα είχε «αρχηγική» θέση ανάμεσα στους κρατουμένους. Ταυτόχρονα πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον «κοντύτερό» του Λοχαγό των Ειδικών Δυνάμεων και τον κοιτούσε προκλητικά αφ’ υψηλού.
Ο Λοχαγός τίναξε με δύναμη το χέρι του στο λαιμό του κρατουμένου σπάζοντάς του τον λάρυγγα.
Ο κρατούμενος τινάχτηκε πίσω έκπληκτος και σωριάστηκε στο πάτωμα όπου άρχισε να σφαδάζει από την ασφυξία. Σταδιακά, τα μάτια του γυρίσανε προς τα πίσω κι αφού τρεμούλιασαν για λίγο ακόμη τα πόδια του, ξεψύχισε.
«Σας ακούω κύριοι», είπε ο Λοχαγός διατηρώντας στο ακέραιο την ψυχραιμία του.
«Ναι..», «εντάξει..», «οκ…», άρχισαν να ψελλίζουν σκόρπια μερικοί.
«ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ ΛΟΧΑΓΕ, ΘΑ ΛΕΤΕ ΑΛΗΤΕΣ, Τ’ ΑΚΟΥΣΑΤΕ;», ούρλιαξε ο Λοχίας συνοδός.
«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ», είπαν ξέψυχα οι κρατούμενοι.
Ο Λοχίας τράβηξε το μαχαίρι του και έπιασε τον πιο κοντινό και γιγαντόσωμο κρατούμενο βάζοντάς του το στο λαιμό και πιέζοντάς το μέχρι που το αίμα άρχισε να ρέει πάνω στη λεπίδα. «Δεν σας άκουσα», διέταξε δυνατά και ψυχρά.
«ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ ΛΟΧΑΓΕ», ούρλιαξαν δυνατά όλοι οι κρατούμενοι.
«Έξω σας περιμένει ένα στρατιωτικό φορτηγό κύριοι». Είπε ήσυχα ο Λοχαγός. Θα μπείτε μέσα χωρίς χειροπέδες. Έχω μαζί μου έξω μόνο δύο ένοπλους συνοδούς. Σκεφτείτε καλά πόσοι θα φτάσετε ζωντανοί στο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Οδήγησέ τους Λοχία», είπε κι έκανε στροφή για την έξοδο.
Η "Εκπαίδευση"...
Ορεινό Στρατόπεδο εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων. Οι κρατούμενοι είναι όλοι ντυμένοι με φόρμες παραλλαγής παραταγμένοι σε ζυγούς μέσα στη λάσπη ενώ πάνω τους έβρεχε καταρρακτωδώς. Ήταν όλοι τους εξαντλημένοι μετά από μια εξοντωτική μέρα εκπαίδευσης.
Μπροστά τους βρίσκεται όρθιος ο Λοχαγός. Δίπλα και πίσω του ο Λοχίας.
«Η αποστολή σας θα είναι να κάνετε αυτό που ήδη έχετε μάθει να κάνετε καλά. Οι πόλεμοι που συμμετάσχατε και η βρώμικη πολιτική ζωή σας σας το δίδαξαν επαρκώς. Να κλέβετε, να βιάζετε, να σκοτώνετε, να τρομοκρατείτε τον πληθυσμό. Όχι όμως τον δικό μας λαό. Έναν άλλον λαό. Εχθρικό λαό. Έναν λαό που θα πρέπει να λυγίσετε το ηθικό του. Να τον κατατρομοκρατήσετε. Να του αποδείξετε το πόσο αδίστακτος είναι ο δικός μας λαός και πόσο αποφασισμένος είναι να τους πάρει πίσω τα εδάφη που μας έχουν κλέψει. Όχι μόνον έχετε δικαίωμα να κάνετε πλιάτσικο αλλά έχετε και εντολή να το πράξετε και μάλιστα με τον πιο βίαιο τρόπο. Κάθε βιαιότητα που θα ασκήσετε θα πρέπει να συνοδεύεται και από κλοπή. Αυτό δεν θα το βγάλετε ποτέ απ’ το νου σας. Μην ρωτάτε γιατί. Αυτά είναι ψιλά γράμματα για το χοντροκομμένο μυαλό σας. Απλά κάντε το. Απλά εκτελέστε τις εντολές. Εάν συλληφθείτε θα επικαλείστε πάντα ότι είστε απλά ληστές. Και πως ενεργείτε με αυτό αποκλειστικά το κίνητρο. Και βεβαίως αυτόβουλα. Δεν σας ξέρουμε, δεν ανήκετε σε καμία οργανωμένη στρατιωτική μονάδα, δεν έχετε ούτε κατά διάνοια τέτοιου τύπου εντολές. Να θυμάστε πως εκεί που θα πάτε, το πολύ πολύ να συλληφθείτε. Εάν όμως μιλήσετε για όλα αυτά, πριν καλά καλά το καταλάβετε θα είστε νεκροί. Κι εσείς και όλοι οι άνθρωποί σας πίσω στην πατρίδα ή όπου αλλού βρίσκονται. Το καταλάβατε;».
«ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ ΛΟΧΑΓΕ», έκαναν όλοι δυνατά με μια φωνή.
«Να θυμάστε κύριοι πως πρόκειται για συγκεκαλυμμένη Στρατιωτική Επιχείρηση κατά ξένης χώρας που επ’ ουδενί δεν πρέπει να αποκαλυφθεί ποτέ ως τέτοια. Αντιλαμβάνεστε ελπίζω τι θα σήμαινε αυτό για τις σχέσεις των δύο χωρών εάν αποδεικνόταν κάτι τέτοιο, έτσι;»
«ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ ΛΟΧΑΓΕ», επανέλαβαν οι οπλίτες-φονιάδες.
«Όσο για την περίπτωση να συλληφθείτε, να είστε βέβαιοι ότι η οικογένειά σας θα συνεχίσει να λαμβάνει αξιοσέβαστες απολαβές για την περίοδο της φυλάκισής σας. Το πιο πιθανό άλλωστε είναι πως σε ελάχιστο καιρό θα είστε πάλι ελεύθεροι. Κι αν δεν το κάνει αυτό η Ελληνική δικαιοσύνη, θα το φροντίσουμε εμείς. Θα σχεδιαστεί απόδραση ξανά και ξανά, για όσους και για όσες φορές χρειαστεί. Η εντατική ειδική εκπαίδευσή σας θα διαρκέσει μερικούς μήνες. Η ίδια η ζωή σας ανήκει στον Λοχία από δώ. Κανονίστε πόσοι θα φύγετε από δω μέσα ζωντανοί και έτοιμοι για δράση. Ελεύθεροι κύριοι».
Η "Αποστολή"...
Έξι μήνες μετά. Νύχτα. Ορεινά. Κάπου στην Ήπειρο.
«Κύριοι, είναι η πρώτη σας αποστολή. Δικοί μας, νόμιμοι μετανάστες υπεράνω υποψίας σε όλη την Ελλάδα θα σας βοηθήσουν σε κάθε σας βήμα. Θα έχετε πλήθος από νόμιμες διαμονές, χαρτιά όποτε χρειάζεται, οχήματα μετακίνησης, οπλισμό, χρήματα, άλλοθι. Εάν τύχει δυσκολία, χρειαστεί να απευθυνθείτε εκτάκτως σε ομοεθνή σας «εκτός δικτύου» και δεν σας παρασχεθεί βοήθεια, απλά θα το αναφέρετε στον σύνδεσμό σας. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβουμε εμείς ως προς τον «συνετισμό» του προδότη. Εσείς δεν θα αναμειχθείτε καθόλου περαιτέρω. Όσον αφορά στην συγκεκριμένη περιοχή που βρισκόμαστε τώρα. Να θυμάστε πως ιδίως αυτή η περιοχή πρέπει να αδειάσει όσο το δυνατόν περισσότερο και ταχύτερα από τους κωλοέλληνες. Δώστε λοιπόν τον καλύτερο εαυτό σας στην αποστολή. Καλή επιτυχία σε όλες τις ομάδες».
Ομάδα «Αλφα».
Έξω από κάποιο ορεινό χωριό της Ηπείρου. 2 τα χαράματα.
Μια ομάδα τριών ανδρών οπλισμένων με καλάσνικωφ πλησιάζει ένα απόμερο σπίτι. Η κατόπτευση ημερών από την Ομάδα Ανιχνευτών έχει δείξει ότι δεν υπάρχει ψυχή τέτοια ώρα τριγύρω, ούτε και υπάρχει περίπτωση ν’ ακούσει κανείς από το χωριό τίποτε.
Πλησιάζουν την πόρτα, κατεβάζουν τις κουκούλες και την παραβιάζουν με ευκολία. Ο ένας μένει έξω για φρουρά και οι δύο μπαίνουν μέσα στο φτωχικό σπίτι. Περιμένουν λίγο να συνηθίσουν στο σκοτάδι και κατόπιν προχωρούν προσεκτικά. Βρίσκουν την κρεββατοκάμαρα και εισβάλλουν με τα όπλα προτεταμένα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων πετάγεται με τρόμο από το κρεβάτι. Αρπάζουν ο καθένας από έναν.
«Μη σας παρακαλώ, ο άντρας μου έχει την καρδιά του», παρακαλάει κλαίγοντας η ογδοντάχρονη γυναίκα.
«Που είναι τα λεφτά μωρή κωλόγρια;», ρωτάει άγρια ο ένας χώνοντάς της ένα χαστούκι.
«Δεν έχουμε παιδί μου, φτωχοί άνθρωποι είμαστε».
Ο άλλος τραβάει ένα χαστούκι στον ηλικιωμένο σύζυγο.
«Δεν έχουμε βρε παιδιά λεφτά στο σπίτι», λέει ξέψυχα το γεροντάκι.
«Μίλα ρε κωλόγερε, τα λεφτά, κοσμήματα, ότι έχεις. Που είναι;», αγριεύει ο ένας και τον κλωτσάει στα πλευρά.
Ταυτόχρονα αρχίζει κι ο άλλος να κλωτσάει την γυναίκα.
Οι γέροι κλαίνε και παρακαλάνε από τον πόνο και το φόβο.
Οι άλλοι συνεχίζουν να τους χτυπάνε.
Ο ένας σταματάει ξαφνικά και πιάνει τη γερόντισα από τα μαλλιά. Την σηκώνει άγρια και την πετάει πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα. Της σκίζει το νυχτικό.
«Μη, όχι ρε παιδιά, γέροι άνθρωποι είμαστε. Για όνομα του Θεού», κάνει να φωνάξει ο γέρος, αλλά τρώει άλλη μια κλωτσιά. Ο εισβολέας του πατάει πλέον το κεφάλι με την αρβύλα του στο πάτωμα για να μην σηκωθεί.
Ο άλλος ξεκουμπώνει το παντελόνι του και βιάζει τη γριά.
Η γερόντισα κλαίει, ουρλιάζει από τον πόνο, τη φρίκη, το σοκ, την ντροπή.
Ο εγκληματίας τελειώνει, σηκώνεται και κλωτσάει την γερόντισα στ’ αχαμνά.
Ο γέρος κλαίει κι αυτός σα μικρό παιδί.
Ο δεσμώτης του σηκώνει την αρβύλα και του πατάει με δύναμη το κεφάλι. Σηκώνει τον υποκόπανο του όπλου του και του χτυπάει ξανά και ξανά το γέρικο κεφάλι μέχρι που το τσακίζει.
Αμέσως μετά, ο ένας παίρνει το παντελόνι του γέροντα από την καρέκλα, το ψάχνει και βρίσκει μέσα πέντε μικρά χαρτονομίσματα. Τα παίρνει. Ο άλλος πάει στην κουζίνα, βρίσκει μια θηλιά λουκάνικο και την παίρνει κι αυτή. Ξαναμπαίνει στο δωμάτιο. Βεβαιώνονται ότι τους είδε η γερόντισα. Για να βεβαιωθούν γι’ αυτό, της τα δείχνουν και την ρωτάνε:
«Μόνο αυτά μωρή σιχαμένη; Τίποτε άλλο δεν υπάρχει εδώ μέσα;»
Αυτή απλά κουνάει αρνητικά, ξέψυχα και κλαίγοντας το κεφάλι.
Της χώνουν άλλη μια κλωτσιά στα γυμνά αχαμνά της και φεύγουν.
Βεβαιώθηκαν ότι αύριο θα τους χαρακτηρίσουν ως «απλά ρεμάλια ικανά να σκοτώσουν για λίγα ευρώ κι ένα λουκάνικο».
«Έτσι ανόητοι κι αφύλαχτοι που είναι αυτές οι αδερφάρες οι κωλοέλληνες θα είναι θέμα χρόνου ν’ αδειάσει η Τσαμουριά απ’ αυτούς», σχολίασε ο ένας απ’ τους τρεις μέσα στο αυτοκίνητο ενώ φεύγανε.
Ομάδα Β.
Την ίδια ώρα κάπου στην Αθήνα.
Την ίδια ώρα κάπου στην Αθήνα.
Το διαμέρισμα στόχος έχει εντοπιστεί από μέρες. Η ομάδα «ερεύνης» έκανε καλή δουλειά. Πρώτος όροφος, εύκολη πρόσβαση, οι άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας λείπουν. Κι αυτοί που μείναν δεν θ’ ακούσουν τίποτα. Τα «ανήλικα» να’ ναι καλά. Η οικογένεια θα κάνει αθόρυβα ότι της πουν προκειμένου να μην πάθουν τίποτε τα παιδιά.
Τρεις τα χαράματα.
Το «επιχειρησιακό τμήμα» της Ομάδας είναι έτοιμο. Πέντε άντρες οπλισμένοι με καλάσνικωφ. Ο ένας παραμένει κάτω, οι τέσσερις ανεβαίνουν εύκολα στην βεράντα, εξίσου εύκολα παραβιάζουν την μπαλκονόπορτα και μπαίνουν στο σαλόνι του σπιτιού.
«Εύκολη δουλειά», σκέφτεται ο επικεφαλής, «η θέα και μόνον τεσσάρων πολυβόλων μέσα στα χαράματα κι ενώ κοιμούνται θα κάνει από μόνη της τη μισή δουλειά. Την άλλη μισή θα την κάνουν αυτοί ευχαρίστως».
Κινούνται οι δύο προς την κρεβατοκάμαρα και οι άλλοι δύο προς το υπνοδωμάτιο των παιδιών.
Κανείς δεν έχει καταλάβει τίποτα. Η εκπαίδευση να είναι καλά. Και η αντίστοιχη έλλειψη εκπαίδευσης των κωλοελλήνων.
Εισβάλλουν ήσυχα στην κρεβατοκάμαρα. Ο ένας πάει από την πλευρά του άντρα και ο άλλος από την γυναίκα. Τους βουτάνε από τα μαλλιά και τους τραβάνε. Ξυπνάνε και οι δύο αλαφιασμένοι. Τους τραβάνε απότομα από το κρεβάτι.
Είναι και οι δύο τρομαγμένοι.
Η γυναίκα μπαίνει σε σοκ, τρέμει και κλαίει έντρομη.
«Τα παιδιά μου», κάνει να ουρλιάξει αλλά τρώει ένα δυνατό χαστούκι και σωριάζεται στο πάτωμα.
«Τα λεφτά μωρή καριόλα, που είναι;»
«Τα παιδιά μου», συνεχίζει να ψελλίζει αυτή σε ντελίριο.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνουν στο δωμάτιο και οι άλλοι δύο κρατώντας από ένα παιδί ο καθένας. Πέντε χρονών το αγόρι, επτά το κορίτσι.
Τα παιδιά κάνουν να τρέξουν προς τη μάνα τους. Οι δεσμώτες τους τα σταματάνε. Τα κρατάνε γερά από τα μαλλιά και τους κλείνουν το στόμα. Η μητέρα τους μένει με ανοιχτά τα χέρια.
Τρώει άλλο ένα χαστούκι.
«Μην την αγγίζεις» , κάνει να φωνάξει ο άντρας της αλλά τρώει ένα γερό χτύπημα με την κάνη του όπλου και σωριάζεται στο πάτωμα.
«Που έχεις τα λεφτά ρε;», του φώναξε απειλητικά αυτός που τον χτύπησε.
«Δεν έχουμε ρε παιδιά λεφτά στο σπίτι», απάντησε αυτός ζαλισμένος από το χτύπημα.
«Λέγε ή αυτή τελείωσε», του κάνει ο άλλος χώνοντας μια κλωτσιά στα πλευρά της γυναίκας.
Τα παιδιά έκλαιγαν τρομαγμένα.
«Πάρε τα παιδιά από δω, πήγαινέ τα μέσα, δέσε τα και κλείσε τους το στόμα να μην ακούγονται», του κάνει ο επικεφαλής.
«Τα παιδιά σου είναι στο σαλόνι. Στο χέρι σου είναι να παραμείνουν ζωντανά. Με την ταινία στο στόμα δεν θα ζήσουν για πολύ. Μίλα».
«Εδώ ρε παιδιά. Στην τσέπη μου, στο παντελόνι, πάρτε όσα έχω», του κάνει φοβισμένος ο άντρας για την ζωή των παιδιών του.
«Τι είναι αυτά ρε»; Του κάνει ο άλλος αφού έψαξε το παντελόνι, «μόνο αυτά έχεις εδώ μέσα; Ρε με δουλεύεις;» και του χώνει μια κλωτσιά στο στομάχι.
Ταυτόχρονα και οι δύο αρχίζουν να χτυπάνε με μανία και τους δύο.
Ξαφνικά αλλάζουν τακτική και τους δένουν και τους δύο στο κρεβάτι. Τους σκίζουν τα ρούχα. Βιάζουν και τους δύο.
«Που είναι τα λεφτά ρε καριόλη; Θα μιλήσεις τώρα; Και μην φωνάξει κανείς. Πεθάνατε κι εσείς και τα παιδιά σας».
Τελειώνουν και τους αφήνουν μισολιπόθυμους.
Παίρνουν ένα laptop που έτυχε να βρεθεί μπροστά τους, κάτι κινητά και τα κλειδιά του αυτοκινήτου και φεύγουν.
«Αποστολή εξετελέσθη», σκέφτηκε ο επικεφαλής. Και χαμογέλασε στη σκέψη πως με κάθε τέτοια αποστολή κάμποσες χιλιάδες ευρώ έμπαιναν στο λογαριασμό του. Η πιο εύκολη, ευχάριστη κι επικερδής δουλειά που είχε ποτέ ως μισθοφόρος.
Η "καταδίωξη και η ενέδρα"...
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν, όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν κάποιες μοτοσυκλέττες της αστυνομίας πίσω τους. Πλησίασαν δίπλα κι έκαναν νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Ξαφνικά η μία μοτοσυκλέτα έκανε να προσπεράσει για να μπει μπροστά τους.
«Ρίξτον», είπε ο επικεφαλής των μισθοφόρων.
Με μια απότομη παρατιμονιά ο οδηγός έπεσε πάνω στην μοτοσυκλέτα τσακίζοντας και τους δύο αναβάτες. Άνοιξε αμέσως ταχύτητα ακολουθούμενος από την δεύτερη μοτοσυκλέτα που ήδη έδινε σήμα στο κέντρο. Από στενό σε στενό η καταδίωξη συνεχίζονταν όλο και πιο στενή. Οι μοτοσυκλέτες είχαν γίνει τέσσερις πίσω τους.
«Ρίξτε τους μερικές για να κερδίσουμε απόσταση», είπε ο αρχηγός των μισθοφόρων.
Αμέσως έσπασαν το πίσω τζάμι και με τα καλάσνικωφ εξαπέλυσαν μερικές ριπές. Οι μοτοσυκλεττιστές αναγκάστηκαν να κόψουν ταχύτητα. Το αυτοκίνητο μπήκε αμέσως σε ένα στενό και μετά σε δεύτερο όπου ακαριαία σταμάτησε σχεδόν κάθετα στο δρόμο. Στη στιγμή βγήκαν όλοι έξω και πήραν θέσεις πίσω από το αυτοκίνητο με προτεταμένα και τα πέντε καλάσνικωφ. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο στόχος τους θα έπεφτε στην παγίδα.
Ξαφνικά εμφανίστηκαν οι μοτοσυκλέττες, η μία πίσω από την άλλη. Τέσσερις μηχανές, οχτώ αστυνομικοί αμέσως απλώθηκαν ανά δύο χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης. Όταν κατάλαβαν ότι έπεσαν σε ενέδρα ήταν πλέον πολύ αργά. Πέντε καλάσνικωφ άρχισαν να βάλλουν κατά ριπάς συντρίβοντας μηχανές και ανθρώπους.
Οι μισθοφόροι μπήκαν σβέλτα στο αυτοκίνητο και έφυγαν.
«Τι ηλίθιοι αυτοί οι Έλληνες! Στέλνουν απλούς αστυνομικούς να καταδιώξουν επαγγελματίες κομάντο…. Αστυνομικοί κανόνες εμπλοκής ενάντια σε στρατιωτικό ανορθόδοξο πόλεμο… δεν είχαν καμία ελπίδα… σαν να βαράς πάπιες ήταν….».
«Όπως μας το’ πε ο Λοχαγός είναι παιδιά… easy money...»….
(Προκλητικό; Ενοχλητικό; Ίσως….αλλά….μπορεί απόψε να είναι η δική σου σειρά)
Γιώργος Ανεστόπουλος
Γεράκι του Αιγαίου
ΣΧΟΛΙΟ
Οσο ο ύπνος συνεχίζεται θα βάζουμε κεράκια και λουλούδια στα σημεία που χάνονται τα παιδιά μας.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου