Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Σεβασμιώτατοι, σεβαστοί πατέρες, αγαπητές και αγαπητοί μου
Θα επαναλάβω αυτό που γράφω στην εισαγωγή του Ε΄ Τόμου: Αυτός που επιχειρεί να
παρουσιάσει το έργο ενός μεγάλου ανδρός, είναι βέβαιο ότι θα τον αδικήσει, γιατί δεν του είναι δυνατόν να φτάσει στο ύψος εκείνου, ως προς τις σκέψεις, τις αγωνίες, το έργο, τα γραφόμενα και τα λεγόμενά του.
Με την παραδοχή αυτή θα επιχειρήσω στα λίγα λεπτά της ώρας που μου διατίθενται να συμπυκνώσω υλικό 800σελίδων του εν λόγω Τόμου.
Το πρώτο που επισημαίνω είναι η αγάπη του και η ψυχή τε και σώματι αφιέρωση και αφοσίωσή του στο σωτηριώδες έργο της Εκκλησίας. Ευεργετημένος από τον Θεό με τεράστια προσόντα είχε τη δυνατότητα να επιτύχει σε ό, τι και αν επέλεγε να ασχοληθεί. Εκείνος όμως επέλεξε το ράσο του κληρικού.
Από νέος στην ηλικία ζούσε την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Στον παρουσιαζόμενο Τόμο σε κείμενο του γραμμένο πριν από τα Χριστούγεννα του 1965, πριν δηλαδή από πενήντα χρόνια, όταν ήταν 26 ετών, τονίζει:
«Εάν σήμερον ποικίλη κακοδαιμονία μαστιγώνει τας στιγμάς του βίου μας ως ατόμων, ως κοινωνιών, ως εθνών, τούτο οφείλεται αποκλειστικώς εις το ότι απεμπολίσαμεν όλας τας υψίστας ηθικάς αρχάς της Πίστεώς μας, που με τόσην ενάργειαν τονίζει η μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων. Και εάν θέλωμεν να ζήσωμεν καλυτέρας ημέρας, εάν δεν επιθυμώμεν να ταφώμεν κάτω από τα ερείπια ενός πολιτισμού, δια τον οποίον τόσον επαίρεται ο άνθρωπος των καιρών μας, και να ίδωμεν να καταρρέουν όλαι μας αι ελπίδες, δεν έχομεν να κάμωμεν τίποτε άλλο, παρά να υποδεχθώμεν την Γέννησιν του Κυρίου με καρδίαν ετοίμην να δεχθή δια μίαν ακόμη φοράν το διπλούν μήνυμα της Φάτνης, της αγάπης και της ειρήνης». (Σελ. 58).
Από τότε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, με τις συμβουλές και την έμπνευση που του έδωσε ο Γέροντάς του, Μητροπολίτης πρώην Πειραιώς κ. Καλλίνικος, είχε ενστερνισθεί και εφήρμοσε σε όλη την εκκλησιαστική του ζωή την παρότρυνση του Αποστόλου των Εθνών Παύλου προς τον μαθητή Του Τιμόθεο:
«Κήρυξον τον λόγον, επίστηθι ευκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επιτίμησον, παρακάλεσον, εν πάση μακροθυμία και διδαχή...συ δε νήφε εν πάσι, κακοπάθησον, έργον ποίησον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου πληροφόρησον». (Τιμ. Β΄ δ΄ 2-5).
Η πληροφόρησή του ήθελε να είναι προς τους εγγύς και τους μακράν της Εκκλησίας, κυρίως τους μακράν, αφού, κατά τον λόγο του Κυρίου, αυτοί έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να ακούσουν, να διαβάσουν και να βιώσουν, λόγο σωτηρίας. Γι’ αυτό και επί χρόνια έγραφε όχι μόνο σε εκκλησιαστικά έντυπα, αλλά και σε κοσμικά. Στον Ε΄ Τόμο περιέχονται κυρίως τα άρθρα που έγραφε επί έτη, ένα ανά εβδομάδα, στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας, αείμνηστος Άρης Βουδούρης, ήταν ικανότατος επιχειρηματίας και είχε ακέραιο και αδέκαστο χαρακτήρα. Το γράφω έχοντας την εμπειρία της επί χρόνια συνεργασίας μου μαζί του. Αγαπούσε την Εκκλησία. Η οικογένειά του είχε αναδείξει Μητροπολίτη, τον αδελφό του πατέρα του. Ηθέλησε να υπάρχει στήλη στην οποία κληρικός να γράφει ένα άρθρο την εβδομάδα. Από τα γραπτά του, τη δεκαετία του 1980, είχε γνωρίσει τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλος και αφού τον γνώρισε από κοντά του ζήτησε να γράφει στην εφημερίδα, η οποία τότε ήταν μακράν η πρώτη σε κυκλοφορία στην Ελλάδα, έχοντας φτάσει τα 250.000 φύλλα ημερησίως. Η εκτίμησή του ήταν τόση, που στη διαθήκη του τον είχε βάλει μέλος της διοίκησης του Ιδρύματος που θα δημιουργείτο μετά τον θάνατό του και θα είχε την ιδιοκτησία της εφημερίδας. Αυτό έγινε μετά το θανατηφόρο ατύχημα του Άρη Βουδούρη, όταν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ανέλαβε για λίγους μήνες Πρόεδρος του Ιδρύματος και παραιτήθηκε όταν διαπίστωσε ότι του ήταν δύσκολο να παραμείνει σ’ αυτό, για λόγους εκκλησιαστικής συνειδήσεως.
Μια παρένθεση, λόγω των τραγικών γεγονότων που ζει τις ημέρες αυτές η Γαλλία εξ αιτίας της τρομοκρατικής δολοφονικής επίθεσης ισλαμιστών κατά εκατοντάδων αθώων και αμέριμνων πολιτών. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είχε προβλέψει τις σημερινές εξελίξεις από το 1991! Στην ομιλία του, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, προς τους νομικούς του Νομού Μαγνησίας κατά την εορτή του προστάτου τους Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου είχε μιλήσει με θέμα «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως στο Ισλάμ» είχε σημειώσει με στοιχεία πως το ίδιο το κοράνι κηρύττει το μίσος και τον πόλεμο κατά των «απίστων» και των «ειδωλολατρών», που είναι οι Χριστιανοί που προσκυνούν εικόνες, και τους υποσχέθηκε τον Κήπο του Παραδείσου αν πολεμήσουν και «για τον σκοπό του Θεού, σφάξουν και σφαγούν».
Στην ίδια ομιλία του, της 3ης Οκτωβρίου του 1991, προειδοποιεί ότι παράλληλα με την βαρβαρότητα που επικρατεί στις ίδιες τις ισλαμικές χώρες ιδιαίτερα σε βάρος των Χριστιανών, « οι χριστιανοί της Ευρώπης βλέπουν να απειλούνται τώρα από την βίαιη επέλαση των ισλαμιστών που ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνεται»...Για την επέλαση των ισλαμιστών στην Ευρώπη δηλώνει την ανησυχία του:
«Είμαι ανήσυχος για τις εξελίξεις, επειδή βλέπω από το ένα μέρος την απροθυμία των δυτικών να στηρίξουν και να απαιτήσουν τη λήψη μλετρων υπέρ των απειλουμένων χριστιανών της Ανατολής και από το άλλο την αποφασιστικότητα των ισλαμιστών, που είναι έτοιμοι να επιπέσουν επί της παραδόσεως μας για να αλλοιώσουν και τελικά να την αντικαταστήσουν, όπως ελπίζουν». Σήμερα, 24 χρόνια μετά, λόγω της συμπεριφοράς των Δυτικών κυβερνήσεων, πρακτικά δεν έχουν μείνει χριστιανοί στη Μέση Ανατολή, που βρίσκεται στο χάος εν μέσω ερειπίων, και εκατομμύρια μουσουλμάνοι αναζητούν στέγη στην Ευρώπη... Για την πατρίδα μας ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος σημειώνει, για το ίδιο θέμα, το 1991: «Η Ελλάδα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου της Ευρώπης προς την ισλαμική Ανατολή έχει κάθε λόγο να προετοιμάζεται για να αμυνθεί η ίδια ή και για να προστατεύσει τα παιδιά της που αφού έζησαν επί χρόνια σε μουσουλμανικές χώρες είδαν ξαφνικά τα πάντα να υποχωρούν κάτω από τα πόδια τους και τα δικαιώματά τους να φυλλοροούν και να αμφισβητούνται». Προετοιμασία δεν έγινε και η Ελλάδα, 24 χρόνια μετά, βρέθηκε ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Τα θέματα που κυριαρχούν στην αρθρογραφία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» είναι η Εκκλησία, η Ελλάδα και γενικότερα το Γένος και το Έθνος σε 147, η Παιδεία και η Ευρώπη.
Η ποιμαντική αγωνία του και το νυχθημερόν ( κοιμόταν ελάχιστες ώρες) έργο του ήταν γιατί έβλεπε την κατηφόρα που είχαν πάρει οι Έλληνες, τις συνέπειες της οποίας πληρώνουμε σήμερα και για πολλά ακόμη χρόνια. Νουθετούσε και προειδοποιούσε, αλλά ήταν ως «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Αναφέρω το άρθρο του στην εφημερίδα ΕΤ της 7ης Ιουλίου 1990, πριν από 25 χρόνια. Είχε τίτλο: «Πού πάμε Συνέλληνες;». Σ’ αυτό σημειώνει:
«Λέμε πως οι κοινωνίες της Δύσεως υπέκυψαν στον πειρασμό του Μαμμωνά και λατρεύουν το χρήμα και έχασαν την επαφή τους με τις ζωοποιές και υπερούσιες αξίες της ζωής...Όμως είμαστε κι εμείς ένας λαός αλλοτριωμένος, που έχουμε για θεό μας το χρήμα, όσο τουλάχιστον και οι άλλοι λαοί, που θυσιάζουμε ωμά στο συμφέρον μας και τις αξίες και τις πίστεις μας...Είμαστε ένας λαός που μοιάζει να μην έχει ούτε έρμα, ούτε δυνάμεις αντιστάσεως....Η φοροδιαφυγή είναι σπορ καπατσοσύνης και δέλεαρ αθέμιτου πλουτισμού. Εφθάσαμε στο σημείο να είναι φτωχό το κράτος μας και πάμπλουτοι οι πολίτες του. Τουλάχιστον αυτοί που ακούνε στο όνομα του <αετονύχη>....Και βέβαια ούτε απόδειξη σου δίδουν, ούτε Εφορία πληρώνουν....Η κοινωνία μας είναι σε βαθιά κρίση και οι μηχανισμοί αντίδρασης δεν λειτουργούν. Η νεοελληνική κοινωνία πάσχει, με συνέπεια να πάσχει όλο το κοινωνικό σώμα. Σ’ αυτό το περιβάλλον μεγαλώνουν τα παιδιά μας και έτσι μαθαίνουν και αυτά να ζουν». (Σελ. 623-626)
Το 1990, στις 11 Αυγούστου, γράφει για τη γραφειοκρατία και τη νοοτροπία στον πολύπαθο Δημόσιο Τομέα στον ΕΤ:
«Οι δημόσιες υπηρεσίες κυριαρχούνται από μακαρίους ανθρώπους που έχουν συνηθίσει να βλέπουν τον πολίτη σα ραγιά...Για μήνες συντηρούνται εκκρεμότητες υποθέσεων εξ αιτίας της ασυνέπειας, της αφιλοτιμίας και της αργοσχολίας των αρμοδίων. Άσε που η πειθαρχία έχει εκλείψει και κανένας προϊστάμενος δεν τολμά να ελέγξει τους παρεκτρεπομένους. Κινδυνεύει να εγκληθεί ως <φασίστας> που ταλαιπωρεί και αδικεί τον υπάλληλο. Έτσι ο καθένας <κοιτάζει τη δουλειά του>, δηλαδή το συμφέρον του και την ησυχία του και <γαία πυρί μιχθήτω>. Γι’ αυτό και όλος ο δημόσιος τομέας <πάει κατά κρημνών>». (Σελ. 631-633).
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος διαπιστώνει ότι η συνολική – ηθική, κοινωνική, πνευματική, οικονομική – κρίση της ελληνικής κοινωνίας έχει τραγικές επιπτώσεις στην Παιδεία. Αυτός είναι ο λόγος που ελέγχει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και συμβουλεύει να απαλλαγούν οι Έλληνες από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις τους, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να συμβάλουν στη δημιουργία Παιδείας αντάξιας της Ιστορίας και της Παράδοσής της.
Στις 30 Ιουλίου 1988 γράφει στον ΕΤ κείμενο, με τίτλο που αποδίδει την τραγικότητα της κατάστασης στην Παιδία: «Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να το πω: Η Παιδεία πεθαίνει». Και εξηγεί:
« Η εισβολή του κομματισμού στα σχολεία υπήρξε αδόκιμη και οδυνηρή εμπειρία που μετέτρεψε τις ψυχές και τα πνεύματα των νέων σε φορείς φανατισμού και αντιπαλότητας μέσα σε ένα χώρο ευαίσθητο από τη φύση του και ενωτικό από την σκοπιμότητά του. Η σπονδή εξάλλου στα λεγόμενα <δικαιώματα> των μαθητών και των φοιτητών, χωρίς προηγούμενη σαφή προετοιμασία των, οδήγησε στην απαράδεκτη κηδεμόνευση του σχολικού και πανεπιστημιακού χώρου από την οργίλη και εμπαθή μισαλλοδοξία δυναμικών μειοψηφιών, που επί χρόνια διαβουκολούν και διαφεντεύουν την τύχη καθηγητών, δασκάλων και μαθητών...». Και επιλέγει: «Ο μεγάλος ασθενής πνέει τα λοίσθια... Χρειάζεται νυστέρι...Για όλα αυτά πρέπει να ευαισθητοποιηθεί ο λαός. Και ο λαός δείχνει να ενδιαφέρεται μόνο για τα λακτίσματα του φουτ-μπολ και τις προκλητικές αγοραπωλησίες των ποδοσφαιριστών...». (Σελ. 482-485).
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1988 και στο άρθρο του στον ΕΤ με τίτλο «Έτσι έπρεπε να είναι η Παιδεία μας» επανέρχεται ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος στο σοβαρό αυτό θέμα. Πρώτα σημειώνει ότι η Εκκλησία έχει απαράγραπτα δικαιώματα στην Παιδεία του Έθνους γιατί διαθέτει έναν ανεπανάληπτο Άγιο - Διδάχο, τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην Παιδεία του Έθνους. Και τονίζει:
« Το όραμα του πατρο-Κοσμά για μια Παιδεία γενική για όλους, ανθρωποπλαστική και Χριστοκεντρική, είναι ένα όραμα ζωής, ποτισμένο με αίμα, που ξεθωριάζει στις ημέρες μας...». (Σελ. 489-492)
Για την τραγική κατάσταση της Παιδείας γράφει στον ΕΤ, στις 3 Μαρτίου του 1990, και στο τακτικό ανά εβδομάδα άρθρο του, με τίτλο «Ανάμεσά μας είναι οι νεκροθάφτες της Ελλάδος»:
« Η Παιδεία έχει διαλυθεί, έπαυσε να είναι ανθρωποπλαστική και ανταγωνιστική, έχει υποβαθμιστεί. Τα Πανεπιστήμια πάσχουν από καταλήψεις, το Πολυτεχνείο καταστρέφεται, οι καθηγητές προπηλακίζονται, οι φοιτητές απεργούν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν το δικαίωμα της αντιγραφής...Η γλωσσική μας πενία είναι πρωτοφανής. Εγίναμε περίγελως με την απαιδευσία μας, την αγραμματοσύνη μας και τους βαρβαρισμούς μας...Η ηθική ζωή έχει συκοφαντηθεί από τους δήθεν προοδευτικούς, που ειρωνεύονται την εγκράτεια, τη συστολή και την αιδώ....Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Συνιστά προοίμιο τυραννίας, πρόδρομο ανελευθερίας...» (Σελ. 592-595)
Σύμπτωμα της κρίσης που διέρχεται η κοινωνία και της απαράδεκτης κατάστασης της Παιδείας είναι και η ποιότητα των σχολικών βιβλίων και ιδιαίτερα αυτών της Ιστορίας και όσων εκφράζουν το επίπεδο του πολιτισμού μας. Στο άρθρο του στον ΕΤ της 9ης Ιουνίου 1990, με τίτλο «<Βγάζουμε τα μάτια μας> μόνοι μας. Αλλά έως πότε;» γράφει πως οι Νεοέλληνες είμαστε «χαλαστές, γκρεμιστάδες, και ανέστιοι» και προσθέτει:
«Διερωτώμαι και ερωτώ το Υπουργείο Παιδείας: αυτά τα βιβλία με αυτό το υπονομευτικό των θεσμών της ιστορίας και των αξιών του πολιτισμού μας περιεχόμενο θα διδαχθούν πάλι από τον Σεπτέμβριο στα σχολεία μας;...» (Σελ. 615-618). Σημειώνεται ότι τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα...
Το 1995, πριν από είκοσι χρόνια, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος στο άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» θίγει το ζήτημα της ύλης των θρησκευτικών, που ετέθη για πρώτη φορά από τον μακαρίτη καθηγητή Δημ. Τσάτσο σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία». Από τότε επωάζεται το «αυγό του φιδιού», που σήμερα βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα. Ο καθηγητής ζήτησε τότε το μάθημα να καταργηθεί ή να γίνει προαιρετικό επ’ ωφελεία «περισσότερο χρήσιμων και αποδοτικών για τη μόρφωση των παιδιών μαθημάτων» και ότι, όπως διδάσκεται, κάνει κακό στα παιδιά.... Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος φυσικά διαφωνεί πλήρως με την πρόταση και τονίζει, μεταξύ των άλλων:
«Ο ελληνικός λαός αποδοκιμάζει τους επιστήμονες που θέλουν να υποτάξουν την πλειοψηφία του 95% του ελληνικού λαού, δηλαδή όσους είναι δεδηλωμένοι ορθόδοξοι, στην αξίωση του 5% των αλλοδαπών ή αλλοθρήσκων συμπολιτών μας να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών, με βασικό προσανατολισμό την ορθόδοξη πίστη και ή να το αποσκορακίσουν τελείως ή να το μετατρέψουν σε ακίνδυνη και άχρωμη θρησκειολογία, λες και τα ελληνόπουλα επείγονται να μάθουν τα πάντα σε σχέση με τις θρησκείες του κόσμου, εκτός βέβαια από την Ορθοδοξία που είναι η θρησκεία τους». (Σελ. 741-745)
Στην πρωτοφανή κρίση αξιών και αρχών που διέρχονται οι Έλληνες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έβλεπε ότι για το ξεπέρασμά της η ποιμαίνουσα Εκκλησία πρέπει να δράσει, όπως έπραττε πάντα, για τη σωτηρία του Έθνους. Γράφει στις 12 Μαρτίου 1988 στον ΕΤ:
« Η Εκκλησία διαθέτει τη βιωματική εμπειρία του τρόπου ζωής που προβάλλει. Αν δεν είμαστε σε θέση να την προσφέρουμε στον σύγχρονο άνθρωπο, στο νέο της εποχής μας, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας. Θα μας μείνουν οι τελετές και οι πομπώδεις εκφράσεις, που δεν μιλούν στις καρδιές. Τα λόγια που είναι πενιχρά σε ουσία μένουν στο ράφι και δεν καρποφορούν. Είναι ανάγκη για τη σωτηρία των ανθρώπων και του τόπου να περάσουμε σύντομα και με δυναμική προοπτική στη νέα φάση ζωής, που οριοθετείται από την ανάγκη να δείξουμε στον κόσμο τι εκπροσωπούμε και τι αυτό που εκπροσωπούμε μπορεί να του προσφέρει...Το εγχείρημα είναι επείγον, αλλά και δύσκολο. Πρέπει να αναληφθεί πριν είναι αργά. Τα γεγονότα δεν μας περιμένουν. Και η τύχη του τόπου μας κρίνεται. Θα είναι κρίμα να αφήσουμε αναξιοποίητη μια τόσο σημαντική, δοκιμασμένη και ανεξάντλητη δύναμη που κατέχουμε». (Σελ. 456-459).
Για το πώς πρέπει να είναι ο λόγος της Εκκλησίας ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έγραψε στις 27 Αυγούστου του 1988:
«Ο λόγος της Εκκλησίας είναι μοναδικός όταν είναι ακαινοτόμητος, αυθεντικός και αναμφίβολος. Δυστυχώς και αυτός ο λόγος στα χείλη μερικών από εμάς χάνει τη γνησιότητά του και την πειστικότητά του και το κύρος του. Γιατί εμείς οι ίδιοι συμβιβασμένοι με το αμαρτωλό κατεστημένο των καιρών μας, προσπαθούμε να φέρουμε στα μέτρα μας και το λόγο του Θεού, εξασφαλίζοντας το άλλοθί μας. Η προσπάθεια έχει πετύχει, γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού που συνήθως ακούγεται, είναι άνοστος, ξεκομμένος από την πραγματικότητα, χλιαρός και γλυκανάλατος. Ενώ κατ’ αλήθειαν είναι λόγος «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον» (Εβρ. δ΄12) και αποκαλυπτικός και ζωντανός και καθοδηγητικός και πάντα επίκαιρος, αληθινά προφητικός. Δεινοπαθεί λοιπόν στα χέρια μας αυτός ο θεϊκός λόγος και απογοητεύει το λαό, που θέλει να τον ακούσει σαν από το στόμα του Χριστού και των αγίων, ασυμβίβαστο, ελεγκτικό, παρηγορητικό, οδηγητικό. Ένας τέτοιος λόγος χρειάζεται σήμερα, που τόσοι άλλοι «λόγοι» έχουν ξεφτίσει....» (Σελ. 486-488).
Είναι ελάχιστα τα αποσπάσματα και ατελής η επιλογή από τη σημαντικότατη και πολύ πλούσια αρθρογραφία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου. Η ουσία είναι ότι περιγράφει την πραγματικότητα των δεκαετιών του 1980 και 1990, τις συνέπειες των οποίων βιώνουμε σήμερα. Περιγράφει και ταυτόχρονα ελέγχει, παρηγορεί, δίνει κουράγιο σε όσους αντιστέκονται στην προσκύνηση του σύγχρονου Βάαλ, που κατά τον ποιητή και στοχαστή Γιώργο Σαραντάρη είναι ο ηδονισμός στις ποικίλες μορφές του. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα στην Ελλάδα και στον κόσμο. Στην Ελλάδα άρχισε η αποδόμηση των αξιών της κοινωνίας και η επίθεση για την περιθωριοποίηση έως και εξουθένωση της Εκκλησίας. Στον κόσμο υπήρξε η παταγώδης κατάρρευση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού και η αυστηρή κριτική της Γαλλικής Επανάστασης, της οποίας το 1989 ήσαν τα 200 χρόνια από την έκρηξή της. Όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος δεν τα αφήνει ασχολίαστα στην αρθρογραφία του και δίνει σ’ αυτά τη δική του πνευματική άποψη.
Τελειώνω με άρθρο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου για τον «γραικυλισμό» ορισμένων Ελλήνων, που το γράφει στον ΕΤ το 1988. Τότε δεν ενόχλησε το άρθρο. Ενόχλησε η αναφορά του σε «γραικύλους» όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος. Το άρθρο γράφτηκε όταν ελέχθη ότι συμφωνήθηκε με την Άγκυρα να απαλειφθεί από τα εγχειρίδια της Ιστορίας που διδάσκεται στα σχολεία κάθε τι το αρνητικό για την γείτονα. Την προπαγάνδα αυτή σε βάρος της ιστορικής αλήθειας έκαμαν πράξη ορισμένοι και τη συνεχίζουν ακόμη και σήμερα. Διερωτάται ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πώς υπήρξαν Έλληνες που δέχτηκαν να προβούν σε επέμβαση στην Ιστορία τους και συνεχίζει: «Είμαστε ή δεν είμαστε επαίσχυντα γραικύλοι;». Και προσθέτει:
«Με τέτοια μυαλά ας μην περιμένουμε καλύτερες ημέρες. Θα μας οικτίρουν οι φίλοι μας και θα μας φτύνουν οι εχθροί μας. (Σημ. υπογρ. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα;..). Οι λαοί που απαρνούνται, <αντί πινακίου φακής> τα πρωτοτόκιά τους είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Θα έλεγα πως τέτοιοι λαοί είναι ανάξιοι να ζουν. Και ίσως γι’ αυτό έχει ήδη λεχθεί και γραφεί πως έχουμε πεθάνει σαν έθνος. Και δεν υπολείπεται παρά η έκδοση της σχετικής ληξιαρχικής πράξεως. Αλίμονο! Οι νεοέλληνες είμαστε ανάξιοι των ενδόξων προγόνων μας...».
Στο σημείο αυτό του άρθρου ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος σηκώνει το επισκοπικό του ανάστημα και διακηρύσσει με όλη του τη δύναμη:
« Αλλά όχι. Όσοι θέλουν, ας μείνουν <γραικύλοι>. Εμείς οι άλλοι θέλουμε να είμαστε Έλληνες και Ορθόδοξοι. Και θα φράξουμε το δρόμο στους επίδοξους αναθεωρητές της ιστορίας μας. Θα υψώσουμε το ανάστημά μας και θα βροντοφωνήσουμε ότι ο τόπος αυτός είναι σπαρμένος με τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά και ποτισμένος από τα αχνίζοντα αίματα εκατομμυρίων ηρώων και μαρτύρων. Όλοι αυτοί οι αθάνατοι μας κρίνουν τώρα. Και αύριο θα μας κρίνουν και οι σήμερα αγέννητοι. Και εμείς δεν αντέχουμε το βλέμμα τους. Δεν είναι βλέμμα παρακλητικό, ικετευτικό. Είναι αμείλικτο, ελεγκτικό βλέμμα. Βλέμμα κεραυνός που κατακαίει και ονειδίζει....Μπροστά στο βλέμμα αυτό εμείς δεν έχουμε το θάρρος να σταθούμε. Γι’ αυτό και είμαστε μικροί, πολύ μικροί για να δεχθούμε την αλλοίωση της ιστορίας μας.... Μήπως είναι καιρός για μια πανεθνική επανάσταση, μια αφύπνιση των συνειδήσεών μας, μια αντίσταση μέχρις εσχάτων; Δε νομίζετε ότι παράγινε το κακό; Και δεν αναλογίζεσθε την ευθύνη μας απέναντι στους αγέννητους, στους νεκρούς;». (Σελ. 469-471)
Το κρίσιμο ερώτημα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, κρίσιμο για την επιβίωση του Έθνους μας ας το πάρουμε μαζί μας, ας προβληματισθούμε πάνω σε αυτό και ας καθορίσουμε την από δω και πέρα πορεία μας.
*Ομιλία στο ξενοδοχείο «Κάραβελ», την 15η Νοεμβρίου 2015, κατά την παρουσίαση του Ε΄ Τόμου των γραπτών κειμένων του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου