Κυριακή, Νοεμβρίου 03, 2024

Ἕνα καλοκαιρινὸ πρωινὸ ὁ γέροντας τῶν Ἀγράφων π. Παναγιώτης δέχθηκε ἕνα περίεργο τηλεφώνημα ἀπὸ μία γυναίκα ποὺ ἔμενε στὴ Λάρισα, τὴν Κατερίνα Π..




Ηλιας Καλλιωρας
Ἕνα καλοκαιρινὸ πρωινὸ ὁ γέροντας τῶν Ἀγράφων π. Παναγιώτης δέχθηκε ἕνα περίεργο τηλεφώνημα ἀπὸ μία γυναίκα ποὺ ἔμενε στὴ Λάρισα, τὴν Κατερίνα Π..
Ἦταν πλήρως ἀπεγνωσμένη καὶ ἀπογοητευμένη καὶ τοῦ ζήτησε ἐπειγόντως βοήθεια.
Ὁ γάμπρος της παρουσίαζε μία ἀλλοπρόσαλλη συμπεριφορά καὶ φοβόταν γιὰ τὴν κὸρη της καὶ τὰ ἐγγόνια της. Ὁ π. Παναγιώτης ἀμέσως μετά τὸ τηλεφώνημα μετέβη ἀπὸ τὸ σπίτι του στὸ Βαλάρι, στὸ Ἀρχονταρίκι ποὺ ἀπεῖχε μόλις 100 μέτρα καὶ εἶπε στὸν Κίμωνα νὰ ἑτοιμασθεῖ γιατί ἔπρεπε νὰ μεταβοῦν ἐπειγόντως στὴ Λάρισα.







Ξαφνιάστηκε ἡ γυναίκα μόλις εἶδε ἔπειτα ἀπὸ δύο σχεδὸν ὧρες τὸν γέροντα στὸ σπίτι της. Δὲν περίμενε τόσο ταχεία ἀνταπόκριση.
-Πάτερ μου δὲν μοῦ εἴπατε πώς θὰ ἔρθετε; Δὲν σᾶς περίμενα. Περάστε νὰ ἑτοιμάσω ἕνα καφὲ καὶ ἕνα γλυκό.
-Καλή μου γυναίκα εἶχα κάποια ἐργασία στὴ Λάρισα καὶ τὸ συνδύασα, ἀπάντησε ο γέροντας.
Διακριτικὰ ὁ Κίμωνας μετὰ τὸν καφὲ ἄφησε μόνους τὸν παππούλη μὲ τὴ κ. Κατερίνα νὰ μιλήσουν. Δὲν πέρασαν 15 λεπτὰ ὅταν πέρασε τὸ κατώφλι τῆς πόρτας ἕνας ἄνδρας.
-Εἶναι μέσα ἡ πεθερά μου, εἶπε στὸν Κίμωνα ποὺ στεκόταν δίπλα στὴν πόρτα.
-Ναί, εἶναι μὲ τὸν γέροντα, ἀπάντησε ἀσυναίσθητα ὁ Κίμων καὶ τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
Τὴ συνομιλία τους ἄκουσε ἡ κ. Κατερίνα καὶ βγῆκε νὰ προϋπαντήσει τὸν γαμπρὸ της Λάμπρο Κ. στὸν ὁποῖο μὲ προτροπή τοῦ παππούλη εἶχε προηγουμένως τηλεφωνήσει.
-Ἔλα Λάμπρο μέσα νὰ σοῦ γνωρίσω τὸν πάτερ. Πέρασε καὶ ἐσὺ Κίμωνα, εἶπε.
Ὁ Λάμπρος κάθισε ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸν γέροντα. Ἐκεῖ ὅπως λέει ὁ ἴδιος ἔνιωσε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ διεισδυτικὸ βλέμμα τοῦ παππούλη.
-Πῶς σὲ λένε παλικάρι μου;
-Λάμπρο, παπά.
-Τί δουλειὰ κάνεις;
– Δουλεύω σὲ ἕνα ἐργοστάσιο, ἔξω ἀπὸ τὴ Λάρισα, ποὺ φτιάχνει…
-Καλή μου γυναίκα φέρε στὸ γαμπρό σου ἕνα ποτήρι νερὸ νὰ πιεῖ. Φαίνεται διψασμένος.
-Ὄχι, ὄχι νερό. Βάλε μου νὰ πιῶ λίγη κόκα-κόλα… ἂν ἔχεις, εἶπε ὁ Λάμπρος.
-Δὲν ἔχω παιδάκι μου κόκα-κόλα, εἶπε ἡ πεθερὰ βάζοντας μπροστά του ἕνα κρύο ποτήρι νερό.
Ὁ παππούλης ἀπευθυνόμενος στὸ Λάμπρο τοῦ ζήτησε νὰ πιεῖ λίγο νερὸ ἀλλὰ ἐκεῖνος κατηγορηματικὰ ἀρνιόταν λέγοντας πὼς δὲν διψάει καθόλου.
-Λάμπρο πιὲς ἔστω μία γουλιά, ἀφοῦ τὸ λέει ὁ παππούλης, τὸν παρότρυνε ἡ πεθερά του.
-Μόλις ἤπιε μία γουλιὰ νερὸ ὁ Λάμπρος ἄρχισε νὰ σιγοψιθυρίζει. «Ἔβριζε χωρὶς κανένα λόγο, τὸν γέροντα. Φοβήθηκα πὼς θὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ καὶ εἶχα τὸ νοῦ μου νὰ ἐπέμβω» ἐξιστορεῖ ὁ Κίμωνας!
-Κίμωνα φέρε ἀπὸ τὴ τσάντα τὸ πετραχήλι μου καί τὰ γεροντάκια (Λείψανα Ἁγίων).
– Δὲν σοῦ ‘φθανε τὸ χωριό σου ἦρθες καὶ στὴ Λάρισα τραγόπαπα νὰ ἁπλώσεις τὰ πλοκάμια σου, πετάχτηκε καὶ εἶπε μὲ ἀλλοιωμένη φωνὴ ὁ Λάμπρος!
-Τί εἶσαι ἐσὺ ρέ; Τσιράκι τοῦ τραγόπαπα, κάτσε κάτω καὶ μὴν πᾶς πουθενά, συμπλήρωσε ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κίμωνα.
Ὁ π. Παναγιώτης ἔγνεψε στὸν Κίμωνα νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ἔφερε γρήγορα τὴ τσάντα τοῦ γέροντα καὶ τὸν βοήθησε νὰ βγάλει τὸ πετραχήλι του καὶ τὸ εὐχολόγιό του.
Ὁ γέροντας φόρεσε τὸ πετραχήλι του καὶ ἄνοιξε τὸ εὐχολόγιο. Ἄρχισε νὰ διαβάζει δυνατά. Ἡ κ. Κατερίνα στεκόταν ἐμβρόντητη σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ βίωνε.
Ἔβλεπε τὸν γαμπρό της νὰ χτυπᾶ μὲ δύναμη τὸ κεφάλι του στὰ πλακάκια καὶ νὰ ξεστομίζει τέτοιες βρισιὲς ποὺ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ στὴ ζωή της. Ἔκρυβε ἀπὸ ντροπὴ τὸ πρόσωπό της, ὅταν ἔβριζε αὐτὴν καὶ τὴν κόρη της. Ἐνῶ ὁ γέροντας συνέχιζε νὰ διαβάζει τὸν ἐξορκισμὸ ἄκουσε τὸν γαμπρό της μὲ χοντρὴ ἀλλοιωμένη φωνὴ νὰ λέει στὸν παππούλη.
-Ρὲ τραγὶ ὅλους τοὺς κουβάλησες μαζί σου. Φοβήθηκες καὶ ἔφερες μαζί σου ὁλόκληρη στρατιά, τὸν Κοσμᾶ (Ἅγιο Κοσμᾶ),
«ἀαα μὲ καῖς παλιόγερε», τὸν Χαράλαμπο (Ἅγιο Χαράλαμπο), «ἐγὼ τὸν ἔγδαρα ζωντανὸ τὸν παλιόγερο καὶ θὰ γδάρω καὶ σένα…
ἀαα φύγε-φύγε παλιόγερε», φύγε ἀαα, ἀπὸ κοντὰ καὶ ὁ Σεραφεὶμ (Ἅγιος Σεραφεὶμ Φαναρίου)!
Ὤχ! Ὢχ, ἦρθαν καὶ ὁ Γεώργιος μὲ τὸν Δημήτριο καὶ ὁ Ἀναστάσης (Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Δημήτριος, ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος) ἀαααα!
Ὁ Γέροντας κρατώντας ἕνα ξύλινο χειροποίητο σταυρό, συνέχιζε νὰ τὸν σταυρώνει ἐνῶ ὁ Κίμωνας ἔκανε ἀπεγνωσμένες προσπάθειες νὰ τὸν συγκρατήσει γιὰ νὰ μὴν χτυπάει τὸ κεφάλι του στὸ πάτωμα.
-Φεύγω –φεύγω ἀααχ ἔρχεται καὶ ἡ Μαρία ( ἡ Παναγία μας) μὲ τὸν Μιχάλη (Ἀρχάγγελο Μιχαήλ), εἶπε ὁ Λάμπρος καὶ ἔπεσε φαρδιὰ –πλατιὰ στὸ πάτωμα ἀναίσθητος! Χτυπιόταν σὰν τὸ χταπόδι.
Ἡ κ. Κατερίνα φοβήθηκε. Τὸν εἶδε λιπόθυμο καὶ νόμιζε πὼς πέθανε. Ἔτρεξε νὰ φέρει λίγο νερό. Μὲ ἕνα νεῦμα ὁ παππούλης τὴν καθησύχασε. Ὁλοκλήρωσε τὶς εὐχές. Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ἔγνεψε στὸν Κίμωνα νὰ βοηθήσει τὸν Λάμπρο νὰ κάτσει στὴν καρέκλα.
«Τὰ μάτια του ἦταν γουρλωμένα σὰν νὰ κοίταζε στὸ ὑπὲρ-πέραν καὶ ἀρχικὰ δὲν ὅριζε τὸ σῶμα του. Φαινόταν πῶς πονοῦσε φρικτά. Ἀγκομαχοῦσε. Σιγὰ-σιγὰ ἐπανερχόταν. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πὼς ὁ παππούλης τὸν βοήθησε καὶ ἤπιε ὅλο τὸ ποτήρι μὲ νερό», εἶπε ὁ Κίμων!
-Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἐπαφὴ-γνωριμία μὲ τὸν γέροντα τῶν Ἀγράφων, τονίζει ὁ Λάμπρος..
Διονύσης Μακρῆς
https://orthodoxia.gr/2024/10/30/feygo-feygo/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου