Όταν φτάσαμε με τα περιπολικά της ασφάλειας, δεμένοι με χειροπέδες, στο ΑΤ Κυψέλης πήγαμε όλη η οικογένεια (και η κόρη μου με το εγγόνι μου στην αγκαλιά) εκτός από την σύζυγο και το νεογέννητο και την εξάχρονη κόρη μας, την Ξένη. Αυτές περάσανε άλλα βασανιστήρια και βιώσανε με άλλον τρόπο την «προστασία» του κράτους και της αστυνομίας στο πετσί τους. Αλλά αυτό θα το πω αφού περιγράψω την οχτάωρη «ανάκριση» των υπολοίπων.
Εγώ, η κόρη μου Παρασκευή(Ευαγγελία- Ελευθερία), το παιδί της(και εγγόνι μου) 1,5 χρονών Σεβαστιανή, ο γιός μου ο Νικόλαος 16 χρονών και ο γιος μου Χριστοφόρος 13 χρονών καταλήξαμε αλυσοδεμένοι σε κάποιον όροφο του τμήματος για να ακολουθήσουμε την «διαδικασία» φρουρούμενοι από άντρες της ασφάλειας. Τα παιδιά κοίταζαν γύρω τους και δεν μπορούσαν να καταλάβουνε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και τι συμβαίνει. Το μωρό 1,5 χρονών εγγόνι μου δίψαγε και ζητούσε νερό, άλλωστε και ο στόμας των υπολοίπων είχε στεγνώσει. Οι αστυνομικοί μας είχαν πει ότι θα παραγγείλουμε νερά γιατί εκεί δεν υπήρχαν μπουκάλια αλλά αυτή η παραγγελία δεν ήρθε ποτέ μέχρι που αργά η γρήγορα και το μωρό και εμείς εξαναγκαστήκαμε και ήπιαμε από την βρύση της τουαλέτας. Το φαιδρό είναι ότι αφού εξαναγκαζόμασταν για να πιούμε νερό να πηγαίνουμε τουαλέτα έπρεπε να μας φρουρούν 2 αστυνομικοί (και το μωρό) τον καθένα, φαντάζομαι μην τυχόν και αποδράσουμε από την χέστρα.
Ήδη αφού η σύλληψή μας είχε γίνει το μεσημέρι και δεν είχαμε προλάβει να φάμε τα παιδιά πεινούσαν και οι ώρες περνούσαν. Ανάμεσα σε δαχτυλικά αποτυπώματα , έγγραφα για τα προσωπικά αντικείμενα που δίναμε και ανακρίσεις κάπου-κάπου είτε ένας πιτσιρικάς έλεγε «πεινάω» είτε το μωρό έλεγε «μαμ» και όποιος αστυνομικός και αν ήτανε κοντά λες και ήτανε συνεννοημένοι απάνταγε με την φράση (που μετέπειτα καταλάβαμε ότι απλώς ήταν κομμάτι της «διαδικασίας») «κάντε λίγο υπομονή έχουμε παραγγείλει πίτσες , σε λίγο θα φάτε», Όταν μετά από 8 ώρες που τα παιδιά είχαν εξαντληθεί ένας αστυνομικός μας ρώτησε τελευταία φορά αν θέλουμε σουβλάκια ή πίτσες εκεί καταλάβαμε ότι μας κοροϊδεύουν.
Όμως τα ταλαιπωρημένα και πεινασμένα ματάκια των παιδιών τους πιστεύανε και περιμένανε καρτερικά μέχρι που αποκοιμήθηκαν αφού κάνανε εμετό από την πείνα, τα γαστρικά τους υγρά. Η μόνη παραγγελία που ήρθε ποτέ για αυτά τα παιδιά ήταν μια κουβέρτα από τα κρατητήρια να σκεπαστούν στο δωμάτιο που τα κλειδώσανε μέχρι να έρθει η εισαγγελία ανηλίκων και να τα πάρει στο ΠΑΙΔΩΝ. Εμείς οι μεγάλοι καταλήξαμε σε διαφορετικό κρατητήριο, ένα δωμάτιο με κάγκελα, τέσσερις τοίχους και τίποτα άλλο. Μέχρι που αργά το βράδυ μας πήγαν στα κανονικά κρατητήρια με άλλους.Κάπου προς το τέλος ήρθε και η σύζυγός μου μόνο με την 6χρονη κόρη μας από το ΠΑΙΔΩΝ στο κρατητήριο αφού είχε ακολουθήσει στο νοσοκομείο την «διαδικασία» και της είχαν αφαιρέσει το νεογέννητο.
Αυτή η εξάχρονη κόρη μας, η Ξένη, είναι το παιδί που έζησε πιο πολύ από όλους την «διαδικασία» και την «προστασία» του κράτους σε όλο τους το μεγαλείο: Στο μετόχι της Κερατέας όταν μπούκαραν οι ασφαλίτες την σείρανε και αυτή τσίριζε κλαίγοντας -αποσπώντας την από την μάνα της- σαν να ήταν ένα σακί πατάτες, πήγε με την μάνα της στο ΠΑΙΔΩΝ και είδε να παίρνουνε από την αγκαλιά της γυναίκας μου την νεογέννητη αδερφή της σέρνοντας την –όταν φώναζε Άννα, Άννα που σε πάνε, γιατί σε παίρνουν;- για άλλη μια φορά απέξω από το ΠΑΙΔΩΝ, ξαναγύρισε με την γυναίκα μου στην ασφάλεια (ο Θεός να την κάνει) Κυψέλης όπου είδε να παίρνουν από την αγκαλιά της κόρης μου πιάνοντας την από τον λαιμό το 1,5 χρονών ανιψάκι της, είδε να δέρνουν το 16χρονώ μου γιο τον Νίκο, που προσπαθούσε να διαμαρτυρηθεί για όλα αυτά, είδε τον 13χρονο να κάνει εμετό (από την πείνα και από την δίψα) πάνω του ενώ χτυπούσε την πόρτα να πάει τουαλέτα και δεν του ανοίγανε και ξαναγύρισε πάλι στο ΠΑΙΔΩΝ ως κρατούμενη μαζί με τα άλλα παιδιά (εκτός από το νεογέννητο που πήγε σε κέντρο εγκαταλειμμένων βρεφών) σε ένα δωμάτιο με κάγκελα που το φρουρούσαν δύο αστυνομικοί.
Το παιδικό της μυαλό φαινόταν να μην καταλαβαίνει γιατί κάποιοι κύριοι με στολή που της είχαμε πει ότι μας προστατεύουν, εν τέλει μας κακοποιούν, μας βασανίζουν νηστικούς και διψασμένους και αρπάζουν τα μωρά της οικογένειας από την αγκαλιά των μανάδων τους. Εμείς επειδή βλέπαμε το σοκ στο βλέμμα της προσπαθούσαμε να της πούμε ότι όλο αυτό ήτανε παιχνίδι, αλλά η Ξένη ήτανε απελπισμένη και δεν μας πίστευε. Στα 6 της μόλις χρόνια είδε όλη την παλιανθρωπιά και όλο το κατακάθι της κοινωνίας μέσα σε οχτώ μόλις ώρες. Πως μπορείς σε ένα 6χρονο κορίτσι μετά από αυτό να του πεις ότι όλα είναι καλά; Ανάμεσα σε λυγμούς προσπαθούσαμε οι μεγάλοι να την προστατέψουμε αλλά υπό αυτές τις συνθήκες δεν ήτανε δυνατόν. Το μόνο που έμενε ήταν να τους δώσουμε την ευχή μας το ένα παιδί να προστατεύει το άλλο αν εν τέλει τα είχανε μαζί εκεί που θα τα πηγαίνανε.
Ο Χριστοφόρος ένα γλυκύτατο παιδί 13χρονων με ειδικές ανάγκες σκεφτόταν πάντα απλά. Ήταν ο δικός μας άγγελος που μας τον έστειλε ο Θεός να μας διδάξει πως η ευτυχία και η αγιότητα δεν κρύβονται στα μεγάλα νοήματα και στα σύνθετα αλλά στην απλότητα και στην καλοσύνη. Από το μετόχι τον σηκώσανε λες και ήταν σακβουαγιάζ από τα ρούχα, από την πλάτη και τον πετάξανε σε ένα περιπολικό ώσπου κατέληξε στον οχτάωρη «διαδικασία». Απλώς ήθελε να καταλάβει γιατί τον πήραν από εκεί που έπαιζε ευτυχισμένος εκεί που ήτανε με τα αδέρφια του και να τον έχουνε σε ένα δωμάτιο κλειδωμένο με τα αδέρφια του να ξερνάει απάνω του τα γαστρικά του υγρά την ώρα που του έχουν τάξει ότι θα του φέρουνε και πίτσα. Ρωτούσε και ξανά ρωτούσε «τι κακό κάναμε, γιατί μας έχουν νηστικούς, με ένα βλέμμα σκοτεινό και κλαμένο». Σ΄ αυτό το απλοϊκό παιδί δεν μπορούσαμε να του πούμε ψέματα διότι ξέραμε ότι η απλοϊκότητα έχει τον τρόπο να σε αφοπλίζει μην κάνοντας συμβιβασμούς με νόμους και δικηγορίστικες διαβολές. Έτσι το μόνο που του είπα σαν ευχή είναι «μην ξεχάσεις ποτέ ποιος είσαι».
Ο 16χρονος Νίκος μου, είναι ο μόνος που καταλάβαινε επακριβώς τι συνέβαινε και τι θα επακολουθήσει. Μας τον είχανε ξανά πάρει στα γεγονότα του Φλεβάρη και τον είχανε πάει σε ίδρυμα από το οποίο δραπέτευσε. Είχε ξαναζήσει την βία και την κακοποίηση της «διαδικασίας» και είχε εμπεδώσει μέσα του ότι η οικογένεια του ότι και αν έχει κάνει καλό ή κακό είναι το ομορφότερο λιμάνι γι΄ αυτόν. Παρ΄ όλο που είχε φάει ξύλο στην Κερατέα, όταν μπούκαραν οι άρπαγες στο μετόχι, παρ΄ όλο που τον μετάφεραν με χειροπέδες δυο ασφαλίτες στο αμάξι λες και ήτανε εγκληματίας, παρ΄ όλο που ξανά έφαγε ξύλο στο τμήμα γιατί διαμαρτυρόταν που περνάνε τα παιδιά και τα μωρά από τις μανάδες τους, βλέποντας το βλέμμα του δεν είδα φόβο ούτε στεναχώρια αλλά είδα κάτι που με τρόμαξε: είδα την δίκαιη οργή, είδα την τιμωρία του Θεού σε όλους τους άνομους και εγκληματίες, βλέμμα που προτιμώ να μην το ξαναδώ στην ζωή μου. Κάποτε προειδοποίησα κάποιον αστυνομικό ότι «μην κακοποιείς αυτά τα παιδιά γιατί κάποτε θα κρατάν αυτά το όπλο, είτε ως στρατιωτικοί, είτε ως αστυνομικοί. Μην φτιάχνεις εγκληματίες», Δυστυχώς όμως τα κατακάθια της ζωής όταν πάρουν εντολή από τους υποθετικά ανώτερους τους το μόνο που θα κάνουν είναι να εκτελέσουν την εντολή αυτή για να μην χάσουν τα όποια προνόμια τους. Είναι νόμιμο αλλά όχι ηθικό και πορεύονται έτσι.
Η μικρή Σεβαστιανούλα (το εγγόνι μου) μόλις ενάμιση χρονών δεν μπορώ να πω τι κατάλαβε και πόσο θα θυμάται την «διαδικασία». Στο μετόχι της Κερατέας μόλις μπούκαραν οι άρπαγες κοιμόταν γαλήνια στο κρεβατάκι της και την ξύπνησαν κάπως απότομα οι κλωτσιές των ασφαλιστών στις πόρτες και το μπάχαλο που ακολούθησε. Όταν εν τέλει κατάληξε στο αμάξι της ασφάλειας είχε φοβισμένο βλέμμα (εμένα με είχαν βάλει αλυσοδεμένο στο πρώτο αμάξι με σφραγισμένες πόρτες και παράθυρα, να βλέπω, αλλά να μην μπορώ να αντιδράσω, σαν ταινία όλη την «διαδικασία» και ειλικρινά μέχρι τότε δεν ήξερα ότι η «διαδικασία» είχε τάσεις σαδισμού) και πώς να μην είχε τρομοκρατημένο βλέμμα όταν εκτός των άλλων που είδε καθώς ξύπνησε, είδε και να τραβολογάνε την μάνα της η οποία είχε δέσει τα χέρια της σε μια κολόνα κρατώντας την αγκαλιά και οι αστυνομικοί να προσπαθήσουν να της λύσουν τα χέρια προκειμένου να την βάλουν στο περιπολικό. Φανταστείτε το σκηνικό μια νέα μάνα με το μωρό της αγκαλιά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το σώσει να μην της το πάρουν μαζί με το μωρό της να αγκαλιάσει μια κολόνα του σπιτιού και η «διαδικασία» παρουσία εισαγγελέα να επιτάσσει οι αστυνομικοί να την τραβολογάνε να λύσει τα χέρια της από την κολόνα. Σίγουρα στο μωρό αυτό όταν θα μεγαλώσει θα πρέπει να του εξηγηθούν κάποια πράγματα. Όταν κατάληξε σε ένα τμήμα δέσμιο με την μητέρα του ήθελε να κάνει τσίσα αλλά δεν υπήρχε ο κατάλληλος χώρος και έτσι τα έκανε πάνω στην αγκαλιά της μάνας της. Ζητούσε μαμ, να φάει και ένας αστυνομικός της απαντούσε κάτι για πίτσες αλλά δεν καταλάβαινε και συνέχιζε να λέει μαμ μέχρι που έτσι τρομοκρατημένη, κατουρημένη, πεινασμένη την πήρε ο ύπνος στο μόνο ασφαλές καταφύγιο που γνώριζε στην αγκαλιά της μάνας της. Ωστόσο αυτό δεν ήταν για πολύ, αφού σε λίγη ώρα ξύπνησε από τα ουρλιαχτά ενός αστυνομικού και υπαστυνόμου κι όλας ο οποίος κρατούσε την μάνα της από τον λαιμό. Το μωρό δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν αυτός ο μαυροφορεμένος που παρακολουθούσε, οι υπόλοιποι ξέραμε ότι ήταν εισαγγελέας από την εισαγγελία Αθηνών ο οποίος επέβλεπε τώρα την νέα «διαδικασία», δηλαδή να ασκείτε βία στην κόρη μου προκειμένου να της αρπάξουν το μωρό από την αγκαλιά. Εκείνη την στιγμή αυτό το μωρόξύπνησε κατουρημένο και πεινασμένο και είδε τα χέρια ενός αστυνομικού στον λαιμό της μάνας του έτσι σφίχτηκε πιο πολύ τρομαγμένο στην αγκαλιά της, ο υπαστυνόμος που την κρατούσε από τον λαιμό εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε ότι μάλλον δεν αρκεί να πνίξει την κόρη μου για να της πάρει το παιδί και κάλεσε και τους υπόλοιπους άντρες του τμήματος να βοηθήσουν. Εν τέλει με την συνδρομή καμιά δεκαριά αστυνομικών πείρανε το έντρομο αυτό μωρό από τα χέρια της μάνας του το οποίο κατέληξε και αυτό σε ένα δωμάτιο στο ΠΑΙΔΩΝ να φρουρείτε με δύο αστυνομικούς μπροστά στην πόρτα. Κάπου εκεί φέρανε την γυναίκα μου και την Ξένη από το ΠΑΙΔΩΝ για να ξαναγυρίσει φρουρούμενη πάλι στο ΠΑΙΔΩΝ έχοντας εμπλουτίσει τις αναμνήσεις της με νέα γεγονότα από την «διαδικασία». Εγώ η γυναίκα μου και η κόρη μου καταλήξαμε σε άθλια κρατητήρια μαζί με ανθρώπους που είχαν κάνει κακουργήματα, οι οποίοι όμως περιέργως μας φέρθηκαν πολύ καλά από τους ανθρώπους της «διαδικασίας». Αφού εν τέλει ως συγκρατούμενοί μας μοιράστηκαν το δικό τους φαγητό και το νερό τους με εμάς και συμπονούσανε μαζί μας. Εν τέλει τα παιδιά μου μετά από μια εβδομάδα φρούρηση στο ΠΑΙΔΩΝ και στο κέντρο βρεφών ΜΗΤΕΡΑ έχουνε καταλήξει (εκτός από το νεογνό) στο ίδρυμα «ο καλός ποιμήν» στα καμίνια Πειραιά, το οποίο είναι ίδρυμα παιδιών που έχουν παραβατικούς γονείς (τοξικομανείς, φυλακισμένοι), υπάγεται στο υπουργείο δικαιοσύνης και επιδοτείται από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Αν και επίσημα δεν μας λένε που είναι τα παιδιά, ούτε μας επιτρέπουν να επικοινωνήσουμε μαζί τους, υποτιμούν πολύ το αισθητήριο της πατρότητας, της μητρότητας και της οικογενειακής ενότητας γιατί ίσως αυτοί που μιλάνε για το καλό των παιδιών δεν είχανε ποτέ αυτά τα αισθητήρια και δεν θα τα αποχτήσουνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου