Κάπως σαν τα γλυκά των πάλαι ποτέ εορτών (όταν ακόμη ζούσαμε με τον τρόπο των ανθρώπων, π.κ. δηλ. προ κρίσης και προ κορωνοϊού) που τα παίρναμε μαζί μας, φεύγοντας από το σπίτι του εορτάζοντος "βάλτο σε μία χαρτοπετσέτα". Και αν είχαμε πολλές επισκέψεις γέμιζαν οι τσάντες των κυριών με αμυγδαλωτά (κατά κύριο λόγο) και σοκολατάκια.
Κάπως έτσι και οι παλαιάς κοπής άνθρωποι που φεύγουν, παίρνουν μαζί τους τα γλυκά κομμάτια μιας έτσι κι αλλιώς κατακερματισμένης ζωής. Μένουν πίσω ορφανές γωνίες ερημωμένου μπακλαβά κάποιας αμυδρής Πρωτοχρονιάς η οποία αγωνίζεται να υπάρξει ως ανάμνηση, κόντρα σε τακτικές "τεχνολογίας" και εξανδραποδισμού του Ανθρώπου.
Ο θείος Δημητράκης πήρε το πιο μελωμένο κομμάτι του ταψιού, αυτό που μαζί του, χρόνια τώρα, ξοδεύονταν στο κρεβάτι της ανημπόριας του και μας θύμιζε τις μικρές ευτυχίες που γίνονται περιουσίες των ταπεινών και καθημερινών οι οποίοι ευλογούν τον Θεό, έχοντας ζήσει με την φυσικότητα των μικρών πτηνών. Αυτών που ούτε σπέρνουν, ούτε θερίζουν αλλά ο Ουρανός τα φροντίζει!
Απλή η ζωή του. Ήταν το φτωχό παιδί της Βαγγελιώς που μάζευε χορταράκια και του Νικόλα του καστανά που στα ύστερά του μάζευε σκουλήκι για δόλωμα. Η αδελφή του παντρεμένη στο Αμέρικα (ελαιοχρωματιστή είχε πάρει αλλά η φωτογραφία της με μιζανπλί και δίπλα στην άγνωστη στην Ελλάδα του '60 τηλεόραση, έκανε θραύση σε όλα τα σπίτια των συγγενών). Ο αδελφός του αγαπούσε το θέατρο και γι' αυτό τον έστειλαν στην αδελφή του να "συνέλθει" και εκεί παραμένει, σε αμερικάνικο οίκο ευγηρίας πιά. Ο άλλος αδελφός ταξιτζής και ο Δημητράκης χωροφύλακας (όταν με τον δάσκαλο και τον παπά είχαν αληθινή εξουσία).
Εκπλήξεις δεν υπήρχαν. Όμορφη γυναίκα, νοικοκυριό, παιδιά δύο και όμορφα, ο Δημητράκης γελαστός, πεντακάθαρος, με γραβάτα, πράσινα μάτια, δίψα για μικρά γλεντάκια που τα έλεγε "πάρτυ" και για γέλια. Θυμάμαι τα "πάρτυ" στο σπίτι μας πάντα. Πέμπτη βραδάκι που ήταν κλειστή η αγορά και δεν δούλευε ο πατέρας μου, τραβιόταν την άκρη τα λιγοστά έπιπλα και χόρευαν οι γονείς και οι θείοι με τις συμβίες τους....έχω ακόμη τους δίσκους βινυλίου και το παλιό ευτυχισμένο πικ απ. Στο τραπέζι μικρά μεζεδάκια μπουκίτσες ψωμί με σαλάμι, κασέρι ή κεφτεδάκια και..... υπερήφανη οδοντογλυφίδα.
Ο θείος Δημητράκης ήταν ο πιο κεφάτος και ο πιο φασαριόζος. Η χαρά της ζωής! Αυτή ακριβώς πήρε μαζί του, φεύγοντας. Αυτό είναι που λέω, το πιο μελωμένο κομμάτι του μπακλαβά της ζωής μας.
Ήταν, λένε, πλήρης ημερών....Δεν έχω ακούσει πιο σιχαμένο πράγμα απ' αυτό! Δηλαδή από ένα σημείο και μετά, δεν χωράει ο χρόνος, στριμώχνονται οι μέρες και έχουμε πρόβλημα; Εγώ πάλι πιστεύω ότι οι άνθρωποι φεύγουν όταν από Κυρίου έρθει το πλήρωμα του χρόνου της προσωπικής τους ηδύτητος. Όταν δηλαδή με τόση γλύκα, είναι πια για τον ουρανό...Όταν το σιρόπι τους πληρώσει τα σύμπαντα...
Αυτό έγινε και με τον θείο Δημητράκη: Έφυγαν όσοι χόρευαν μαζί του, κουβάλησε το δάκρυ και την μνήμη τους, γεύτηκε το κόλλυβό τους και εμνήσθη των λουκουμιών δίπλα στον καφέ, λιγόστεψαν οι ασπρόμαυρες ταινίες, μας είχε πια επαναλάβει πολλές φορές την ιστορία του διαδόχου που έβλεπε την Αλίκη στα γυρίσματα και αυτός ήταν στους αστυνομικούς που φρουρούσαν το στούντιο, μας είχε πει για παρακολουθήσεις, για γλέντια και τσιμπούσια, για προξενιά, για ήρωες που μόνον στις αφηγήσεις του και στο "Ρομάντζο" τους εύρισκες, για τα πανηγύρια των καλοκαιριών στο ορεινό χωριό του και είχαμε άπειρες φορές κρεμαστεί από το γέλιο του για να περάσουμε απέναντι, στον κόσμο της δικής του μαγείας, της μαγείας που ούτε ο ίδιος γνώριζε πως διέθετε....
Και τώρα ο θείος Δημητράκης έφυγε, με όλη του την γλύκα, ένα κεράκι για τον δρόμο και ένα θυμίαμα να ευωδιάζει για τον αναγνωρίσει η κυρά του, η Αθηνά, που είχε προηγηθεί...
Κι' εμείς ορφανέψαμε λίγο ακόμη από σιρόπι και τρυφεράδα. Μέσα μας τρίφτηκαν στεγνά και με κρότο τα τελευταία φύλλα κρούστας που δεν ευτύχησαν να μελωθούν σε μιαν άλλη εποχή, στην εποχή του κάθε μακαρίου Δημητράκη....
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη ΕΛΕΝΑ
https://anazhthseis-elena.blogspot.com/2022/12/blog-post_3.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου