Ξανάρχεται το χαμόγελό σου και ανακατεύεται σε χρυσόχαρτα από κεράσματα.
Ο κυρ Γιάννης στριφογυρίζει ανάμεσα στα χαρούμενα παιδιά του ραδιοφωνικού μας σταθμού, με κείνο το απορημένο ακρόγελο του ασκητή που τον "πέταξαν" στον κόσμο.
Στο σπίτι που τώρα πια νοικιάστηκε (λες κι δεν θα μπορούσε να γίνει μουσείο, μετά από τόσους επισκόπους που έζησαν εδώ), ανεβοκατεβαίνουν άνθρωποι να σου ευχηθούν, ανεμίζουν ράσα πολυάσχολα σε διακονία.
Τα παιδιά του διπλανού μητροπολιτικού οικοτροφείου (όταν έφυγες νοικιάστηκε κι' αυτό...οίκος εμπορίου) φορούσαν τα καλά τους και γιόρταζαν, ίσως γιορτές των μακρινών πατρικών τους σπιτιών ανάμεσα σε όλους εμάς που καθένας με τον δικό του τρόπο εξαργύρωνε την γιορτή του Πατέρα σε απέραντη τρυφερότητα και μια χαρά.... ανίκανη να κρυφτεί. Και γέμιζαν τα πολλά σκαλοπάτια επισκέπτες, χαρά που ανεβοκατέβαινε μαζί με τους ανθρώπους και την ευωδιά μιας μεγάλης οικογένειας....
Μετά έγιναν τα υπόλοιπα που σκοτείνιασαν τις καρδιές μας, ύστερα λίγο κόκκινο -η πληγή που δεν είχαμε καταλάβει ότι αιμορραγούσε.
Όταν έφυγες για τον ουρανό, καταλάβαμε πως δεν θα γιορτάζαμε ξανά.
Και τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια ξενιτείας στην ίδια μας την πόλη και την πατρίδα, κλειδώσαμε το σπίτι, τα όνειρα, τα βελούδα, τους παλιούς καναπέδες, την μυρωδιά των χεριών σου και όσα μαζί αγαπήσαμε και πετάξαμε τα κλειδιά στην θάλασσα.
Ίσως κάποια μέρα να μας έρθουν πίσω μ' ένα κύμα, κλεισμένα σ' ένα μπουκάλι.
Η αλήθεια είναι πως όταν περπατώ σε ακροθαλασσιές πάντα κοιτάζω εκεί που σκάει το κύμα, με την τρελή ελπίδα πως θάρθεις κρατώντας τα κλειδιά του σπιτιού που σημαίνει και της καρδιάς μας και των ιερών πραγμάτων που μας ένωσαν -τόσους ξένους ανθρώπους- ως αδελφούς επί τω αυτώ....
Δεν θάρθεις αλλά χρειάζομαι αυτούς τους περιπάτους στην ακτή γιατί -για κάποιον άγνωστο λόγο- πάντα θεωρούσα πως ο Παράδεισος αυτών που αβάστακτα αγαπηθήκαμε μαζί τους, είναι εκεί που τελειώνουν τα ύδατα της θαλάσσης...
Δημοσιεύτηκε 2 minutes ago από τον χρήστη ΕΛΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου