Χάνοντας κάποτε την υπομονή του ο άρρωστος παρακάλεσε τον Θεό να τον πάρει από τη ζωή γιατί δεν μπορούσε άλλο να υποφέρει. Παρ’όλο που ήτο ευσεβής λύγισε. Του παρουσιάζεται τότε ένας Αγγελος και του λέει:
– Δοκιμάζεσαι με βάσανα εδώ πάνω στη γη για να καθαρισθείς και να λάμψεις ως ο ήλιος, όπως το χρυσάφι καθαρίζεται μέσα στη φωτιά. Πρέπει λοιπόν να δοκιμαστείς άλλον ένα χρόνο.
Και σε ρωτώ : Τι προτιμάς; Ενα χρόνο βάσανα και πόνους ή τρεις ώρες στην κόλαση; Για να δεις πού πηγαίνουν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και πώς θα βασανίζονται εις τους αιώνες. Ο άρρωστος παππούς σκέφτηκε από εδώ, σκέφτηκε από εκεί.
Λέει: – Ενα χρόνο ακόμα βάσανα και πόνους φρικτούς σε αυτό εδώ το κρεββάτι; Ε, είναι πάρα πολλές. Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες, έστω και μέσα στην κόλαση. Απάντησε λοιπόν στον Αγγελο ότι δέχεται τις τρείς ώρες. Ο Αγγελος ευθύς αμέσως τον παίρνει απαλά απαλά και τον μεταφέρει στον Αδη.
Απομακρυνόμενος ο Αγγελος του λέει: – Μετά από τρεις ώρες θα επιστρέψω. Παντού επικρατούσε ένα αφόρητο ψηλαφητό σκοτάδι, ένας απέραντος αβάσταχτος πόνος. Τόπος απαράκλητος. Πουθενά φως.
Πουθενά λίγες λέξεις παρηγοριάς. Κάποιος να σου χαϊδέψει το κεφαλάκι. Κάποιος να σου πει: «Τι έχεις, άνθρωπέ μου, πονάς, υποφέρεις; Κάνε λίγη υπομονή». Πουθενά συμπάθεια, πουθενά ελπίδα. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα, οι φωνές οι πονεμένες των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του, η άγρια όψις, η δυστυχία που έβλεπε, προξενούσαν και σε αυτόν φοβερό πόνο και λύπη και τρόμο μαζί. Παντού έβλεπε και άκουγε
βάσανα. Παντού, όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του, αντίκρυζε την απελπισία, το φόβο, τη φρίκη της κολάσεως. Πουθενά φωνή χαράς μέσα σε αυτή την απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Πουθενά. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν. Αρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει: – Βοήθεια, βγάλτε με από εδώ. Αλλά στις φωνές και στις κραυγές του απαντούσε μόνον η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα και πόνων είχαν περάσει και από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει σε αυτόν ο Αγγελος αλλά αυτός δεν φαινόταν.
Τελικά απελπισμένος που δεν έβλεπε φως, που νόμιζε ότι δεν θα βγει ποτέ από εκεί μέσα άρχισε να βογγάει και
να κλαίει. Αλλά κανένας δεν νοιαζόταν για αυτόν. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονται μόνον τον εαυτόν τους, το δικό τους βάσανο και τον δικό τους αφόρητο πόνο. Εκείνοι που χαίρονταν ήταν μόνον οι δαίμονες. Αλλά να που όμως η γλυκειά λάμψις του Αγγέλου φαίνεται στην Αβυσσο. Και με εκείνο το γλυκύτατο χαμόγελο, το παραδεισένιο, που έχουν οι Αγγελοι, στέκεται πάνω από αυτόν τον βασανισμένο και ταλαίπωρο εκείνον παππού και τον ρωτάει: – Πώς είσαι, άνθρωπε;
– Δεν πίστευα, λέει, πως και οι Αγγελοι λένε ψέματα.
– Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Αγγελος.
– Πώς τι θα πει; Υποσχέθηκες ότι θα με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες και πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ολόκληροι
αιώνες μέσα σε αυτά τα αφόρητα βάσανα. Δεν με λυπήθηκες καθόλου.Είπες ψέματα.
– Ευλογημένε, του λέει, τι χρόνια και αιώνες πέρασαν; Μόνο μια ώρα πέρασε. Και πρέπει να περάσεις άλλες δυο.
Ετσι δεν διάλεξες; – Δυο ώρες; Α, πα, πα. Δυο ώρες; Δεν αντέχω άλλο. Πάρε με από εδώ γρήγορα. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Χίλες φορές τα βάσανα της γης και τόσα που έχω και άλλα τόσα και άλλα τόσα μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μόνο βγάλε με από αυτή τη φρίκη της κολάσεως. Λυπήσου με. Αλλά όχι άλλες δυο ώρες.
Φώναζε και βογγούσε ο βασανισμένος υψώνοντας παρακλητικά τα χέρια του στον Αγγελο.
–Καλά, απάντησε ο Αγγελος. Ο Πανάγαθος Θεός, ο φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος θα σε ελεήσει.
Δόξαζε τη φιλανθρωπία του Θεού και μη γογγύζεις ποτέ από τώρα και στο εξής. Και με τα λόγια αυτά τον παίρνει ευθύς αμέσως και εκείνος βρίσκεται στο κρεββάτι του πόνου και πάλι δοξάζονται και ευχαριστώντας τον Θεό για τις αρρώστιες και τους πόνους του μέχρι την ημέρα που εκοιμήθη.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ
Αναρτήθηκε από Θηβαίος Πολίτης
Και σε ρωτώ : Τι προτιμάς; Ενα χρόνο βάσανα και πόνους ή τρεις ώρες στην κόλαση; Για να δεις πού πηγαίνουν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και πώς θα βασανίζονται εις τους αιώνες. Ο άρρωστος παππούς σκέφτηκε από εδώ, σκέφτηκε από εκεί.
Λέει: – Ενα χρόνο ακόμα βάσανα και πόνους φρικτούς σε αυτό εδώ το κρεββάτι; Ε, είναι πάρα πολλές. Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες, έστω και μέσα στην κόλαση. Απάντησε λοιπόν στον Αγγελο ότι δέχεται τις τρείς ώρες. Ο Αγγελος ευθύς αμέσως τον παίρνει απαλά απαλά και τον μεταφέρει στον Αδη.
Απομακρυνόμενος ο Αγγελος του λέει: – Μετά από τρεις ώρες θα επιστρέψω. Παντού επικρατούσε ένα αφόρητο ψηλαφητό σκοτάδι, ένας απέραντος αβάσταχτος πόνος. Τόπος απαράκλητος. Πουθενά φως.
Πουθενά λίγες λέξεις παρηγοριάς. Κάποιος να σου χαϊδέψει το κεφαλάκι. Κάποιος να σου πει: «Τι έχεις, άνθρωπέ μου, πονάς, υποφέρεις; Κάνε λίγη υπομονή». Πουθενά συμπάθεια, πουθενά ελπίδα. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα, οι φωνές οι πονεμένες των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του, η άγρια όψις, η δυστυχία που έβλεπε, προξενούσαν και σε αυτόν φοβερό πόνο και λύπη και τρόμο μαζί. Παντού έβλεπε και άκουγε
βάσανα. Παντού, όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του, αντίκρυζε την απελπισία, το φόβο, τη φρίκη της κολάσεως. Πουθενά φωνή χαράς μέσα σε αυτή την απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Πουθενά. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν. Αρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει: – Βοήθεια, βγάλτε με από εδώ. Αλλά στις φωνές και στις κραυγές του απαντούσε μόνον η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα και πόνων είχαν περάσει και από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει σε αυτόν ο Αγγελος αλλά αυτός δεν φαινόταν.
Τελικά απελπισμένος που δεν έβλεπε φως, που νόμιζε ότι δεν θα βγει ποτέ από εκεί μέσα άρχισε να βογγάει και
να κλαίει. Αλλά κανένας δεν νοιαζόταν για αυτόν. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονται μόνον τον εαυτόν τους, το δικό τους βάσανο και τον δικό τους αφόρητο πόνο. Εκείνοι που χαίρονταν ήταν μόνον οι δαίμονες. Αλλά να που όμως η γλυκειά λάμψις του Αγγέλου φαίνεται στην Αβυσσο. Και με εκείνο το γλυκύτατο χαμόγελο, το παραδεισένιο, που έχουν οι Αγγελοι, στέκεται πάνω από αυτόν τον βασανισμένο και ταλαίπωρο εκείνον παππού και τον ρωτάει: – Πώς είσαι, άνθρωπε;
– Δεν πίστευα, λέει, πως και οι Αγγελοι λένε ψέματα.
– Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Αγγελος.
– Πώς τι θα πει; Υποσχέθηκες ότι θα με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες και πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ολόκληροι
αιώνες μέσα σε αυτά τα αφόρητα βάσανα. Δεν με λυπήθηκες καθόλου.Είπες ψέματα.
– Ευλογημένε, του λέει, τι χρόνια και αιώνες πέρασαν; Μόνο μια ώρα πέρασε. Και πρέπει να περάσεις άλλες δυο.
Ετσι δεν διάλεξες; – Δυο ώρες; Α, πα, πα. Δυο ώρες; Δεν αντέχω άλλο. Πάρε με από εδώ γρήγορα. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Χίλες φορές τα βάσανα της γης και τόσα που έχω και άλλα τόσα και άλλα τόσα μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μόνο βγάλε με από αυτή τη φρίκη της κολάσεως. Λυπήσου με. Αλλά όχι άλλες δυο ώρες.
Φώναζε και βογγούσε ο βασανισμένος υψώνοντας παρακλητικά τα χέρια του στον Αγγελο.
–Καλά, απάντησε ο Αγγελος. Ο Πανάγαθος Θεός, ο φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος θα σε ελεήσει.
Δόξαζε τη φιλανθρωπία του Θεού και μη γογγύζεις ποτέ από τώρα και στο εξής. Και με τα λόγια αυτά τον παίρνει ευθύς αμέσως και εκείνος βρίσκεται στο κρεββάτι του πόνου και πάλι δοξάζονται και ευχαριστώντας τον Θεό για τις αρρώστιες και τους πόνους του μέχρι την ημέρα που εκοιμήθη.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ
Αναρτήθηκε από Θηβαίος Πολίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου