Κάποια ημέρα που ο καιρός ήτο συννεφιασμένος και αγριεμένος, σκέφθηκε ο άγιος Γέροντας (Πατήρ Ανδρέας) να κατέβει μέχρι την παραλία με τον λογισμό να πάρη, εάν εύρη διάφορα καυσόξυλα απ᾿ αυτά που εκβράζει η θάλασσα, όταν είναι φουρτουνιασμένη.
Τα χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσει για προσανάμματα στην σόμπα του. Ακόμη σκέφθηκε, μήπως έχει συμβή και κανένα αναπάντεχο ατύχημα, απ᾿ αυτά που συμβαίνουν συνήθως σε περίοδο θυελλών και φουρτούνας.
Αφού κατέβηκε στον αιγιαλό και συγκέντρωσε αρκετά ξύλα από την παραλία, σε μικρή απόστασι από την θέσι που ευρισκόταν, αντίκρυσε να στέκεται όρθια μπροστά του μία ανθρώπινη μορφή. Αμέσως επίστευσε στον λογισμό του ότι πρόκειται περί ναυαγού. Πλησίασε εκεί κοντά για να προσφέρη κάποια βοήθεια και να μάθη και για τους άλλους ναυαγούς που ευρίσκονται. Ευρισκόμενος σε μικρή απόστασι, εξεπλάγη διότι το πρόσωπο αυτό ήτο μία υψηλή μοναχή, ντυμένη βέβαια στα μαύρα, η οποία κρατούσε στο χέρι της ένα ανοικτό βιβλίο και μία γραφίδα.
Χωρίς να χάση καιρό, ερώτησε την φαινομένη γυναίκα:
-Τι θέλεις εσύ εδώ, Κυρά μου; Θέλεις κάποια βοήθεια;
-Όχι, δεν θέλω βοήθεια.
-Καί ποιά είσαι εσύ; Πως μπήκες σ᾿ αυτόν τον Άγιο Τόπο;
-Εγώ είμαι η Κυρά αυτού του Τόπου και η δουλειά μου είναι να περιέρχωμαι αυτόν τον Τόπο από την μία άκρη μέχρι την άλλη…
-Καί τι είναι, Κυρά μου, αυτά τα βιβλία που κρατάς;
-Τα βιβλία αυτά είναι της εισόδου, εξόδου και παραμονής των Πατέρων του Αγίου Όρους. Αλλά κι αυτό το βιβλίο που βλέπεις είναι γραμμένα μέσα τα ονόματα αυτών που μένουν για πάντα εδώ και τελειώνουν την ζωή τους στο Άγιον Όρος. Τα ονόματα αυτά παραμένουν γραμμένα στην Βίβλο της ζωής.
Δεν κατάλαβε ο ασκητής Γέροντας Ανδρέας ούτε με ποιά συνωμιλούσε ούτε για την επεξήγησι των βιβλίων έδωσε την πρέπουσα προσοχή. Γι᾿ αυτό, σκέφθηκε, αφού αυτή η Κυρία, δεν χρειάσθηκε την βοήθειά του, ανηφόρισε το μονοπάτι να γυρίση γρήγορα στο Καλύβη του.
Τις απογευματινές ώρες μπήκε στο παρεκκλήσιό του, τιμώμενο στον Άγιο Νικόλαο, τον οποίον ιδιαίτερα τιμούσε και ευλαβείτο, με σκοπό να κάμνη τον Εσπερινό. Μέσα του όμως οι σκέψεις του τον βασάνιζαν και δεν ημπορούσε να εξηγήση το φαινόμενο της παρουσίας αυτής της Ξένης Κυρίας. Όταν τα μάτια του έπεσαν στην μορφή της εικόνος της Θεοτόκου του Τέμπλου, φωτίσθηκε και τα παράτησε όλα…
Παρά την γεροντική του ηλικία και την ανωμαλία του καλντεριμιού έτρεχε να προλάβη να ίδη Αυτήν που αγαπούσε. Ήθελε να αντικρύση και να χαιρετίση με τους σωματικούς του οφθαλμούς Αυτήν στην οποία ανέθεσε την πάσαν ελπίδα του και αφιέρωσε ολόκληρη την ζωή του. Εκύτταξε τον βράχο με μεγάλο πόνο, διότι η φαινομένη Μοναχή, η Κεχαριτωμένη Κόρη της Βηθλεέμ, είχε εξαφανισθή.Άρχισε να κλαίη με λυγμούς σκεπτόμενος ότι, λόγω των αμαρτιών του, δεν αξιώθηκε να προσκυνήση την Βασίλισσα του ουρανού και της γης.
Τον παρηγόρησε όμως η Κυρία Θεοτόκος με την ευωδία ουρανίου μύρου, το οποίον επλήρωσε τον βράχον εκείνο και όλη την γύρω περιοχή. Με το θαυμάσιο αυτό γεγονός της εκχύσεως του αγίου Μύρου, επίστευσε πλέον ακραδάντως ο ασκητής του Άθω, ότι Αυτή ήτο η Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Μητέρα όλων των ορθοδόξων Μοναχών και Χριστιανών της οικουμένης.
Με ανεκλάλητη χαρά και χαροποιά δάκρυα στα μάτια επέστρεψε στην ασκητική του παλαίστρα. Μπήκε στον ναίσκο του και καταφιλούσε με λυγμούς την εικόνα της Κυρίας του Όρους υποσχόμενος σ᾿ Αυτήν ότι θα αγωνισθή να είναι περισσότερον υπάκουος στις εντολές του Υιού της και Θεού ημών.
Η οσιακή κοίμησί του την ημέρα της Πανηγύρεως της Μονής, δηλαδή στην εορτή της Υπαπαντής του έτους 1987, δηλώνει την ιδιαίτερη εύνοια που εξεδήλωσε η Θεοτόκος προς τον σεμνόν και προσφιλή λάτρη της, τον Γέροντα Ανδρέα, ο οποίος εξήλθε θριαμβευτικώς από την παρούσα ζωή προς τας ουρανίους σκηνώσεις της δόξης του Θεού…
Από το βιβλίο: «Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος» – Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη (Ι.Μ.Οσίου Γρηγορίου, 2005).
vimaorthodoxias.gr
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου