Μόνο η Παραβολή του Ασώτου Υιού να διασωζότανε θα είχαμε όλη την Αλήθεια για τον Θεό!
Μέσα από την παραβολή του σπλαχνικού Πατέρα μαθαίνουμε Ποιος είναι στ΄αλήθεια ο Θεός!
Και μάλλον η παραβολή αυτή λειτουργεί για όλους μας κάπως "θεραπευτικά" καθώς απέχει πολύ από την ιδέα ενός Θεού τιμωρού που υπάρχει στο μυαλό των περισσότερων.
Λες κι ο Θεός κάθεται και περιμένει πότε θα κάνεις το πρώτο λάθος για να σε τιμωρήσει!!!!
Είναι αλήθεια!!
Ο Θεός ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ αλλά όχι να τιμωρήσει!!
Είναι εκεί και περιμένει να δεχτεί κοντά του κάθε άνθρωπο που θέλει να βρεθεί κοντά στο Θεό!!!
Γιατί ο Θεός αυτός είναι Θεός της αγάπης. Αγαπάει και συγχωρεί!
Ο Θεός Πατέρας αγαπάει πέρα από κάθε όριο, χωρίς καμία προϋπόθεση!!!
Και λέει...
Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;
Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς.
Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί;
Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί.
Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού.
Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του.
Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός;
Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε.
Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει.
Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε.
Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση.
Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο.
Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) "απεδήμησεν εις χώραν μακράν". Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιουσίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε.
Έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής.
Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι.
Τι σημαίνουν τα ξυλοκέρατα;
Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια;
Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου!
Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή;
Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα!
Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής;
Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν.
Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα.
Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ:
"Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. Κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου".
Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ.
Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει.
Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας.
Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι Εύσπλαγχνος.
Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το "αμάρτησα" και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη.
Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές.
Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας.
"Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου".
Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη.
Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση.
Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε.
Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας!
Ω παραδόξου φιλανθρωπίας!
Ω ξένων σπονδών!
Ω ξένων καταλλαγών!
Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν;
Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων!
Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην.
Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν;
Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον;
Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν;
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του.
"Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με".
"Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου".
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση.
Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου.
"Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν".
Και είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του.
Σε ποιους δούλους;
Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του:
"Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη."
"Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον.
Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή.
Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού.
Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου.
Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα.
Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους.
Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός.
Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού".
"Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον".
Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει;
Ποιον;
Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία.
"Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως".
Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς.
Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει.
Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν.
Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται.
Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν.
Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε.
Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε, ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται.
Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον "εις άφεσιν αμαρτιών", μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες:
"Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία", καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας:
"Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού".
"Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν".
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές:
Ο δούλος του είπε...
Ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον "τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους".
Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας:
"Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος".
Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά:
"Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός".
Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει.
Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον:
"καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου;"
Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του.
Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον;
και πώς ο Παύλος λέγει. "εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα";
Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του.
Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του.
Ω, ανεκφράστου σοφίας!
Ω θεοφιλούς προνοίας!
Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε!
Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε!
Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον!
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του:
"Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά "περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες".
Ο δε Πατέρας του είπε:
"Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, "Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου".
Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε:
"Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου".
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια;
Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε;
Εσύ που θυμώνεις δίκασε.
Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον.
Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα.
Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου.
Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου.
Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου.
Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον;
Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα;
Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος;
Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου;
Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του.
Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του.
Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα.
Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του. Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευρέθη.
Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται;
Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται;
Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας.
"Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν"."
Ο Λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο Ιατρός είναι εδώ, το Ιατρείον άνοιξε, τα Φάρμακα υπάρχουν, η Κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η Στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.
Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν.
Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, "ιδού ο Νυμφίος έρχεται", να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, "Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν".
(“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου” Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)
Σκέφτομαι σαν πατέρας, να έχω χάσει το παιδί μου...
Σκέφτομαι σαν πατέρας, να κοιτώ συνέχεια έξω από το παράθυρό μου, την επιστροφή του...
Σκέφτομαι σαν πατέρας, να τον βλέπω να έρχεται, στον ορίζοντα...
Σκέφτομαι σαν γιος, να πέφτω στα πόδια του πατέρα μου...
Σταματάω να σκέφτομαι...
...
Και το μοιράζομαι μαζί σας...
Το μόνο που ζητάει είναι πραγματική μετάνοια...
Άσωτος Υιός... Υιός Θεού...
Σκέφτομαι σαν πατέρας, να έχω χάσει το παιδί μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκέφτομαι σαν πατέρας, να κοιτώ συνέχεια έξω από το παράθυρό μου, την επιστροφή του...
Σκέφτομαι σαν πατέρας, να τον βλέπω να έρχεται, στον ορίζοντα...
Σκέφτομαι σαν γιος, να πέφτω στα πόδια του πατέρα μου...
Σταματάω να σκέφτομαι...
...
Και το μοιράζομαι μαζί σας...
Το μόνο που ζητάει είναι πραγματική μετάνοια...
Άσωτος Υιός... Υιός Θεού...
Νομίζεις ότι είσαι δίκαιος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζεις ότι είσαι αμαρτωλός;
Νομίζεις;...
Όταν πάψεις να νομίζεις...
Έχει ο Θεός και για εσένα σιτευτόν μόσχον να θυσιάσει...
ΑΥΤΗ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΓΕΝΕΣΗ, Η ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα προτιμάτε Λόγια ερμηνείες Πατέρων για όλα και πολύ προσευχή, διότι αυξήθηκε η υψηλή θεολογία σε μια εποχή που όλες οι γνώσεις πληθύνανε, αλλά η αγιότητα ελαχιστοποιήθηκε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να ήμασταν άσωτοι σαν τον Άσωτο, πόρνοι σαν την Πόρνη, τελώνες σαν τον Τελώνη… Είμαστε άσωτοι, πόρνες, τελώνες, που θεολογούμε αντιγράφοντας Λόγια Θεού, κάνοντας τους σπουδαίους και σχολιάζοντας, «τι υπέροχη παραβολή!», «τι όμορφα λόγια!», «τι ωραίος Θεός!». Και βροχή τα like. Παπαγαλίζουμε υψηλές θεολογίες, σαν να είναι γνώσεις του κόσμου μας. Γνώσεις που αποκτήθηκαν με Μαρτύρια ή μεγάλη ασκητική ζωή. Μάθαμε να μην πηγαίνουμε στην Εκκλησία ή απλά στο τέλος για λίγα λεπτά, και ο καλύτερος από εμάς, να μελετά απλά περισσότερο από τους άλλους. Λες και θα δώσουμε πανελλαδικές. Ούτε προσευχή, ούτε Μυστήρια. Παλαιότερα χρόνια δίχως facebook και τα λοιπά μπιχλιμπίδια της εποχής μας, η γιαγιά μου, με ένα λιβάνι και με ένα χαμόγελο, σου έδειχνε όλη την υψηλή θεολογία στο πρόσωπό της! Να γιατί αυξήθηκαν οι «θεολόγοι» και μειώθηκαν οι Άγιοι!
ΑπάντησηΔιαγραφή