Δευτέρα, Απριλίου 04, 2016

Για που τόβαλες, καρδιά μου ;

Το απόγευμα της Κυριακής δεν ήταν ποτέ το καλύτερό μου από τότε που ετοίμαζα την μπλε ποδιά με τον άσπρο γιακά,  για το πρωί της Δευτέρας.  Η σχολική τσάντα, το φοβερό τετράδιο των Μαθηματικών, το βλέμμα του καθηγητή, γινόταν όλα μια μελαγχολία που άρχιζε μετά το μεσημεριανό φαγητό -ακριβώς τότε που τελείωνε το κυριακάτικο θαύμα-.
 
Με τα χρόνια πέρασε όλη αυτή η συναισθηματική έκρηξη της ογδόης των ημερών, δείγμα ότι μεγάλωσα -μπορεί και ότι σκλήρυνε το μέσα μου-. Ίσως βέβαια να είναι και επειδή -προ πολλού- έχω τελειώσει το σχολείο και κανένας από τους μετέπειτα φόβους μου δεν συγκρίνεται με τα μαθηματικά της Δευτέρας. (Εννοώ πως οι τωρινοί είναι όλοι χειρότεροι και έχουν γίνει πραγματικότητα, οπότε δεν φοβόμαστε πια μην συμβούν!).
Ωστόσο χθες το απόγευμα ένιωσα ξανά εκείνον τον αρχαίο πανικό καθώς έβλεπα τα πρόσωπα των απελπισμένων αλλά και αποφασισμένων της Χίου, τους οποίους πρόκειται να φορτώσουν σε πλοία επιστροφής για εκεί από όπου ξεκίνησαν. Αυτοί είναι αποφασισμένοι να αυτοκτονήσουν παρά να επιστρέψουν, λένε, και δίνουν στα παιδιά τους  να σηκώσουν χαρτονένια πανό διαμαρτυρίας. Και μένουν εκεί στο λιμάνι πεινασμένοι, περιμένοντας μόνο να μην φύγουν…
Γράφω και είναι βράδυ -πια- Κυριακής. Γύρω όλα δικά μου και όλα ξένα στα πρόσωπα των ειδήσεων.
Η Χίος, στο μυαλό μου, χάνει τα ανθόνερα και τα ροδόσταμά της και νομίζω πως τα μαστιχόδενδρα τρέχουν αίμα…Τα αρχοντόσπιτα, οι αυλές με τα βότσαλα, οι πύργοι και τα περιβόλια με τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές, όλα αποσύρονται από το τοπίο μου και ξαναβλέπω τον πίνακα του Ντελακρουά για την σφαγή από τους Τούρκους.
Τώρα αυτοί που κλαίνε στο λιμάνι δεν θα περιμένουν τους σφαγείς, δεν θα γυρίσουν πίσω στους σφαγείς, απειλούν απλά πως θα πεθάνουν.
Πάλι εκείνος ο φόβος και ας μην έχω… μαθηματικά ετούτη τη Δευτέρα : Τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι που δεν φταίνε και η μόνη τους «παράνομη» επιθυμία είναι να ζήσουν ελεύθεροι; Αυτά τα μωρά -που μαθαίνουν τον κόσμο περπατώντας σε προκυμαίες- πότε θα αξιωθούν ένα σπίτι με κόκκινα κεραμίδια και ένα κηπάκο με μυρωδικά, όπου θα παίζουν με τα χώματα και θα φωνάζουν οι μανάδες τους επειδή λερώθηκαν;
Τώρα βέβαια που το κείμενο διαβάζεται, το πιθανότερο είναι όλα να έχουν συμβεί ή να είναι στο παρά πέντε αλλά όσο εγώ γράφω είναι ακόμη Κυριακή και τα φοβερά είναι πιθανότητες, άρα δικαιούμαι να ελπίζω σε ένα θαύμα όπου οι άνθρωποι αυτοί θα προχωρήσουν μπροστά, θα φύγουν για όπου τους πάει το όνειρο και θα περάσουν την επόμενη νύχτα σε φίλια γη.
Και τα παιδιά, λέει, θα παίζουν σε μπανιέρες γεμάτες ζεστό νερό και αφρόλουτρο ενώ οι μανάδες θα τα κοιτάζουν με τα μαλλιά στάζοντας νερό και μια λευκή πετσέτα γύρω από τα κορμιά τους που θα μυρίζουν λουλούδια σαπουνιών και θα δακρύζουν θέλεις από τους υδρατμούς, θέλεις από συγκίνηση «επιτέλους ένας τόπος και για μας».
Τινάζομαι και λέω στον εαυτό μου «μην ξεθαρρεύεις, έχουμε όλη τη νύχτα ακόμη μπροστά μας, μέχρι να γίνει Δευτέρα. Και αύριο πάλι, ποιος ξέρει ποια χέρια θα τους τραβάνε για πού…».
Και να που σήμερα είναι Δευτέρα…
Καλή εβδομάδα και πάρε μαζί σου ένα τραγούδι για τον δρόμο ή για την ώρα που θα σε τραβούν να σε φορτώσουν στο πλοίο που δεν θέλεις…

Για πού το `βαλες καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά,
για ποια πέλαγα ουράνια, άστρα μαγικά;
Για πού το `βαλες καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά;
Για ποια μακρινή πατρίδα, έρμη ξενητειά;
Θάλασσα, ουρανός μ’ αστέρια, πουθενά στεριά.
Για πού το `βαλες καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά;
Ποια αγάπη, ποιο λιμάνι, ποια παρηγοριά;
Θα `χεις αγκαλιά το κύμα, χάδι το νοτιά.
Για πού το `βαλες καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου