Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Απόψε μες στο χιόνι
σπίρτα στο δρόμο εσύ πουλάς,
και είσαι τόσο μόνη.
Χρόνια πολλά, χρόνια καλά,
χρόνια ευτυχισμένα,
κι, αν περισσεύει μια δραχμή,
Μα ποιος να σταθεί να κοιτάξει, τα σπίρτα σου ποιος να σκεφτεί;
Νυχτώνει σε λίγο, νυχτώνει, διαβάτες περνούν βιαστικοί.
Ένα σπιρτάκι άναψε
μέσα στ’ άσπρα δάχτυλα της,
πορτοκαλένιο άστραψε
το χιόνι ολόγυρα της.
Και ξάφνου, μπρος στα πόδια της,
μια σόμπα ασημένια
είδε να καίει μια φωτιά
ζεστή μαλαματένια,
και το ποτάμι το βαθύ
που ήταν παγωμένο,
έλαμψε σαν παράθυρο
τη νύχτα φωτισμένο.
Και μες στο βυθό εκεί κάτω, νεράϊδες αρχίσαν χορό.
Μα σβήνει το σπίρτο και πέφτει σιωπή και σκοτάδι λευκό.
Ανάβει ολόκληρο κουτί,
κι ακούστηκε κιθάρα,
κι έσταζε φως του γεφυριού
η πέτρινη καμάρα.
Και ήρθε μέσα από το φως,
όπως στα όνειρα της,
η μάνα της με τα φιλιά
και τη ζεστή αγκαλιά της.
Μανούλα κι εσύ, μη μ’ αφήσεις μονάχη τη νύχτα αυτή.
Φοβάμαι κρυώνω εδώ πέρα. Αχ, πάρε με τώρα μαζί.
Παραμονή, Πρωτοχρονιά.
Τώρα ποιος τη θυμάται;
Αχ, δε τη σκέφτηκε κανείς,
μοιάζει σαν να κοιμάται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου