Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αυτή τη μέρα η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από την Υπεραγία Θεοτόκο.
Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννιά μήνες από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους.
Τότε ο Ιωσήφ μαζί με τη Θεοτόκο, ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Επειδή όμως είχε πλησιάσει ο καιρός να γεννήσει η Παρθένος και δεν έβρισκαν κατοικία να καταλύσουν, διότι είχε μαζευτεί πολύς λαός στη Βηθλεέμ, μπήκαν σε ένα φτωχικό σπήλαιο.
Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού Χριστό και σπαργάνωσε σαν βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα Τον έβαλε επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι "έμελλε να ελευθέρωση ημάς από την αλογίαν", όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων εκείνης της νύκτας: "Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία". Δόξα δηλαδή, ας είναι στο θεό, που βρίσκεται στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την 25η Δεκεμβρίου του 397 επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ' άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε τις δύο γιορτές των Φώτων και των Χριστουγέννων, οι οποίες παλιότερα γίνονταν την ίδια μέρα, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου.
Απολυτίκιο. Ήχος δ’.
Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως, εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο, σε προσκυνείν, τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ήχος γ’. Αυτόμελον. Ποίημα Ρωμανού του Μελωδού
Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι. Δι’ ημάς γάρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Η Προσκύνηση των Μάγων
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Κεφάλαιο Β' στίχοι 1 έως 12:
Τού Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ τής Ιουδαίας, εν ημέραις Ηρώδου τού βασιλέως, ιδού, μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα, λέγοντες, πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων, είδομεν γάρ αυτού τον, αστέρα εν τη ανατολή, και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.
Ακούσας δε Hρώδης ο βασιλεύς εταράχθη, και πάσα Ιεροσόλυμα μετ' αυτού. Και συναγαγών πάντας τούς αρχιερείς και γραμματείς τού λαού, επυνθάνετο παρ' αυτών που ο Χριστός γεννάται. Οι δε είπον αυτώ, εν Βηθλεέμ τής Ιουδαίας, ούτω γάρ γέγραπται διά τού προφήτου, και συ, Βηθλεέμ γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα, εκ σού γάρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ.
Τότε Ηρώδης, λάθρα καλέσας τούς μάγους, ηκρίβωσε παρ' αυτών τον χρόνον τού φαινομένου αστέρος. Και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ είπε, πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί τού παιδίου, επάν δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ.
Οι δε ακούσαντες τού βασιλέως επορεύθησαν, και ιδού, ο αστήρ, όν είδον εν τη ανατολή, προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον.
Ιδόντες δέ τόν αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα. Και ελθόντες εις την οικίαν, είδον το παιδίον μετά Μαρίας τής μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τούς θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.
Και χρηματισθέντες κατ' όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι' άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών. Αναχωρησάντων των Μάγων, ιδού, άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' όναρ τω Ιωσήφ, λέγων, εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι, μέλλει γάρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον, τού απολέσαι αυτό.
Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, και ην εκεί έως τής τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό τού Κυρίου διά τού προφήτου, λέγοντος, εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. Τότε Ηρώδης, ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τούς παίδας τούς εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής, από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον όν ηκρίβωσε παρά των μάγων.
Τότε επληρώθη το ρηθέν διά Ιερεμίου τού προφήτου, λέγοντος, φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισί. Τελευτήσαντος δε τού Ηρώδου, ιδού άγγελος Κυρίου κατ' όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω, λέγων, Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και πορεύου εις γην Ισραήλ, τεθνήκασι γάρ οι ζητούντες την ψυχήν τού παιδίου.
Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ήλθεν εις γην Ισραήλ. Ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί τής Ιουδαίας αντί Ηρώδου τού πατρός αυτού, εφοβήθη εκεί απελθείν, χρηματισθείς δε κατ' όναρ, ανεχώρησεν εις τα μέρη τής Γαλιλαίας, και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέθ, όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται.
Τού Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ τής Ιουδαίας, εν ημέραις Ηρώδου τού βασιλέως, ιδού, μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα, λέγοντες, πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων, είδομεν γάρ αυτού τον, αστέρα εν τη ανατολή, και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.
Ακούσας δε Hρώδης ο βασιλεύς εταράχθη, και πάσα Ιεροσόλυμα μετ' αυτού. Και συναγαγών πάντας τούς αρχιερείς και γραμματείς τού λαού, επυνθάνετο παρ' αυτών που ο Χριστός γεννάται. Οι δε είπον αυτώ, εν Βηθλεέμ τής Ιουδαίας, ούτω γάρ γέγραπται διά τού προφήτου, και συ, Βηθλεέμ γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα, εκ σού γάρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ.
Τότε Ηρώδης, λάθρα καλέσας τούς μάγους, ηκρίβωσε παρ' αυτών τον χρόνον τού φαινομένου αστέρος. Και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ είπε, πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί τού παιδίου, επάν δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ.
Οι δε ακούσαντες τού βασιλέως επορεύθησαν, και ιδού, ο αστήρ, όν είδον εν τη ανατολή, προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον.
Ιδόντες δέ τόν αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα. Και ελθόντες εις την οικίαν, είδον το παιδίον μετά Μαρίας τής μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τούς θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.
Και χρηματισθέντες κατ' όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι' άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών. Αναχωρησάντων των Μάγων, ιδού, άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' όναρ τω Ιωσήφ, λέγων, εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι, μέλλει γάρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον, τού απολέσαι αυτό.
Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, και ην εκεί έως τής τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό τού Κυρίου διά τού προφήτου, λέγοντος, εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. Τότε Ηρώδης, ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τούς παίδας τούς εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής, από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον όν ηκρίβωσε παρά των μάγων.
Τότε επληρώθη το ρηθέν διά Ιερεμίου τού προφήτου, λέγοντος, φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισί. Τελευτήσαντος δε τού Ηρώδου, ιδού άγγελος Κυρίου κατ' όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω, λέγων, Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και πορεύου εις γην Ισραήλ, τεθνήκασι γάρ οι ζητούντες την ψυχήν τού παιδίου.
Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ήλθεν εις γην Ισραήλ. Ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί τής Ιουδαίας αντί Ηρώδου τού πατρός αυτού, εφοβήθη εκεί απελθείν, χρηματισθείς δε κατ' όναρ, ανεχώρησεν εις τα μέρη τής Γαλιλαίας, και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέθ, όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται.
Μνήμη των Ποιμένων, που είδαν τον Κύριο Ιησού Χριστό
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφάλαιο Β' στίχοι 1 έως 20:
Εν ταις ημέραις εκείναις, εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου, απογράφεσθαι πάσαν τήν οικουμένην. Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος τής Συρίας Κυρηνίου. Καί επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι, έκαστος εις την ιδίαν πόλιν. Ανέβη δε και Ιωσήφ από τής Γαλιλαίας, εκ πόλεως Ναζαρέθ, εις την Ιουδαίαν, εις πόλιν Δαβίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ, διά το είναι αυτόν εξ οίκου και πατριάς Δαβίδ, απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί, ούση εγκύω.
Εγένετο δε εν τω είναι αυτούς εκεί, επλήσθησαν αι ημέραι τού τεκείν αυτήν, καί έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν, και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι. Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και Φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς. Και εφοβήθησαν φόβον μέγαν.
Και είπεν αυτοίς ο άγγελος, Μη φοβείσθε, ιδού γάρ, ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. Ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ. Και τούτο υμίν το σημείον, ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν τη φάτνη.
Και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν, και λεγόντων, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.
Και εγένετο ως απήλθον απ' αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι, και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους, Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός ο Κύριος εγνώρισεν ημίν.
Και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον, την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος κείμενον εν τη φατνη. Ιδόντες δε διεγνώρισαν περί τού ρήματος τού λαληθέντος αυτοίς περί τού παιδίου τούτου.
Και πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των Ποιμένων προς αυτούς, η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα, συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής. Και επέστρεψαν οι ποιμένες, δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς.
Εν ταις ημέραις εκείναις, εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου, απογράφεσθαι πάσαν τήν οικουμένην. Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος τής Συρίας Κυρηνίου. Καί επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι, έκαστος εις την ιδίαν πόλιν. Ανέβη δε και Ιωσήφ από τής Γαλιλαίας, εκ πόλεως Ναζαρέθ, εις την Ιουδαίαν, εις πόλιν Δαβίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ, διά το είναι αυτόν εξ οίκου και πατριάς Δαβίδ, απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί, ούση εγκύω.
Εγένετο δε εν τω είναι αυτούς εκεί, επλήσθησαν αι ημέραι τού τεκείν αυτήν, καί έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν, και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι. Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και Φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς. Και εφοβήθησαν φόβον μέγαν.
Και είπεν αυτοίς ο άγγελος, Μη φοβείσθε, ιδού γάρ, ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. Ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ. Και τούτο υμίν το σημείον, ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν τη φάτνη.
Και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν, και λεγόντων, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.
Και εγένετο ως απήλθον απ' αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι, και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους, Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός ο Κύριος εγνώρισεν ημίν.
Και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον, την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος κείμενον εν τη φατνη. Ιδόντες δε διεγνώρισαν περί τού ρήματος τού λαληθέντος αυτοίς περί τού παιδίου τούτου.
Και πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των Ποιμένων προς αυτούς, η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα, συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής. Και επέστρεψαν οι ποιμένες, δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου