Μια από τις ιστορίες του Λέων Τολστόι,
είναι μικρή ιστορία αυτή έχει τον τίτλο «Πόση γη χρειάζεται ένας
άνθρωπος;» Η ιστορία μιλάει για έναν αγρότη, τον Παχόμ που ο ίδιος
απόκτησε περιουσία και τα υπάρχοντα του τα πολλά, άναψαν μέσα του μια
επιθυμία να αποκτήσει όλο και πιο πολλά.
___________________________
"Η τύχη το έφερε και συνάντησε ο Παχόμ
έναν άλλο αγρότη που ήρθε από πάνω από τον Βόλγα και επίσης έναν
πλανόδιο έμπορο που ταξίδευε από μέρος σε μέρος. Από αυτούς, λοιπόν, ο
Παχόμ έμαθε για απέραντες εκτάσεις γης που μπορούσε να τις αποκτήσει
καθένας για «ένα κομμάτι ψωμί» όπως λέμε, από κάποιους που έμεναν πολύ
μακριά, και ήταν νομάδες, είχαν ζώα και μετακινούνταν από μέρος σε
μέρος. Αυτούς τους έλεγαν «Μπασκίρς.»
Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε,
ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και
απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της
παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.
«Και ποια είναι η τιμή;» ρώτησε ο Παχόμ.
«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν
Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.
«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό;»
«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.
«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να
περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για
μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια
ρούβλια.»
Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.
«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη.»
Ο αρχηγός τους γέλασε.
«Θα είναι όλο δικό σου!» του είπε. «Αλλά
υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από
το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα
λεφτά σου είναι χαμένα».
Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να
κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται.
Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ’
έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται
έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να
κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν
ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε
συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως
ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. Αλλά
τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια
ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά. Μπροστά από τον διάβολο ήταν
ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και
πουκάμισο.
Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο
κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και
πως ήταν… ο εαυτός του!
Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωπος!» σκέφτηκε.
Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που
είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια
ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και
ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως
περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που
έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει
μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι
που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα
και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό
ήλιο που όμως είχε αρχίσει να δύει.
Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια
μεγάλη έκταση ο Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει
περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του
ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε
σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο
έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.
Και ο Τολστόι κλείνει την ιστορία:
«Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε
αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του
απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός
ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που
άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη
δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος,» και ενώ
σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και
θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για
αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια
βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως. Και καθώς
έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός
γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το
όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε
μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του…-πέθανε από
την υπερβολική προσπάθεια.
Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και
έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε
εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε
για να φτάσει στον στόχο του.»
________________________________________
"Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;" Mια ιστορία με μεγάλη δύναμη και παγκόσμια απήχηση γιατί η πλεονεξία, η απληστία είναι αρρώστια που μολύνει την ψυχή όλης της ανθρωπότητας.
Όλοι βέβαια απορρίπτουν την πλεονεξία και
την απληστία. Αλλά η πραγματικότητα είναι πως κάθε μέρα κάποιος
κήρυκας, ή ιερέας κάπου θα κάνει την κηδεία κάποιου που ξόδεψε την ζωή
του, θυσίασε τα πάντα, ακόμη και την οικογένειά του για να φτάσει στην
κορυφή του λόφου του Παχόμ, για να αποκτήσει όλο και πιο πολλά.
http://aretimaurogianni2.blogspot.gr/2015/08/blog-post_31.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου