Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2015

ΓIATI ΔΕΝ ΠΙΣTEYETE;

 
 Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Στὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο σήμερα, ἀγαπη­τοί μου, ὄχι ἕ­νας ἄνθρωπος ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπαινεῖ 
 
κάποιον. Δὲν εἶνε οὔτε Ἰουδαῖος, οὔτε ἱερεὺς ἢ ἀρχιερεὺς ἢ φαρι­σαῖος, οὔτε κανένας ἀσκητής· εἶ­νε εἰδωλολάτρης, ζῇ μέσα στὴν κοινωνία, καὶ ἀ­σκεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σκληρὰ ἐπαγγέλματα, εἶ­νε ῾Ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἑκατόν­ταρχος.
Στὴν Καινὴ Διαθή­κη βλέ­πουμε κι ἄλλους σὰν αὐτόν, ὅπως τὸν κεντυρίωνα, ποὺ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ Γολγο­θᾶ, ὅταν εἶ­δε τὰ συγ­κλονιστικὰ γεγονότα κι ἄκουσε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὁ σκληρὸς ἐκεῖ­­νος ἄν­δρας (ποὺ τὸ ὄνομά του κατὰ τὴν παρά­δοσι ἦ­ταν Λογγῖνος) εἶπε· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗ­τος» (Ματθ. 27,54. βλ. καὶ Μᾶρκ. 15,37-39). Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστό­λων βλέπουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Κορνήλιος, μιὰ ἄλ­λη ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία ἑκατοντάρ­χου, ἦ­ταν τόσο εὐλαβὴς ὥστε οἱ προσευχὲς κ᾽ οἱ ἐ­λε­ημοσύνες του ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό (βλ. Πράξ. 10,1-4).
Δὲν ἐμποδίζει λοιπὸν τὸ ἐπάγγελμα νά ᾽νε κανεὶς κοντὰ στὸ Θεό. Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σωθῇ, ὁποιοδήποτε ἐπάγγελμα καὶ ἂν κάνῃ· αὐτὸ βλέπουμε καὶ ἐδῶ.
* *
Πῶς εἰσακούστηκε, ἀγαπητοί μου, ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου; Εἰσακούστηκε μὲ τὴν πίστι του, τὴν ὁποία συνώδευαν ἡ ταπείνωσι καὶ ἡ ἀγάπη.
⃝ Ἡ ἀγάπη του! Ἡ πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου δὲν ἦταν νεκρή· ἦταν «πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐν­εργουμένη», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. 5,6), πίστι ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐ­τὸ ἔκανε ὁ ἑκατόνταρχος. Πίστευε στὸν Κύριο, καὶ τὴν πίστι του τὴ μετέφραζε σὲ ἔργα ἀ­γάπης. Ποῦ βλέπουμε τὴν ἀγάπη του; Ἔρχε­ται καὶ παρακαλεῖ τὸ Χριστὸ γιὰ ἕναν ἄρρωστο. Ποιός ἦταν ὁ ἄρρωστος; Δὲν ἦταν ἡ γυναίκα του ἢ τὸ παιδί του ἢ ἡ ἀδερφή του ἢ ἄλ­λο συγγενικό του πρόσωπο· ἦταν ὁ δοῦλος του. Παρακαλεῖ γιὰ τὸ δοῦλο, γιὰ τὸν ὑπηρέτη του.
Τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του φαίνεται ἂν σκεφτοῦμε τί ἦταν τότε οἱ δοῦλοι. Οἱ δοῦλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἐθεωροῦντο ἄνθρωποι. Ὅπως τώρα ἔχει δικαίωμα ὁ καθένας νὰ κάνῃ τὸ ζῷο του ὅ,τι θέλει, ἔτσι κι ἀκόμη χειρότε­ρα εἶχαν δικαίωμα νὰ κάνουν τοὺς δούλους. Λένε ὅτι κάποιος πλούσιος στὴ Ῥώμη ἔ­φτειαξε μιὰ λίμνη μὲ ψάρια· κι ἀγόραζε δού­λους, τοὺς ἔ­σφαζε, τοὺς ἔκανε κομμάτια καὶ ἔ­τρεφε τὰ ψάρια μὲ τὰ κρέατά τους. Λένε γιὰ ἄλ­λους ὅτι, ὅταν ἀρρώσταινε ἕνας δοῦλος τους, τὸν πετοῦ­σαν σ᾽ ἕνα ξερονήσι κ᾽ ἐκεῖ ἔρχον­ταν τὰ κορά­κια καὶ τὸν ἔτρωγαν. Σὲ ἐποχὴ λοιπὸν τέ­τοιας ἀ­σπλαχνίας, βλέπεις τὸν ἑκατόνταρχο καὶ παρα­καλεῖ γιὰ ἕνα δοῦλο. Τέτοιον ἄνθρωπο πῶς νὰ μὴν τὸν ἀκούσῃ ὁ Χριστός;
⃝ Θαυμαστὴ εἶνε καὶ ἡ ταπείνωσι ποὺ ἔδειξε. ῾Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος αὐτός, φρούραρχος τῆς πόλεως, ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ πα­­ρακαλεῖ· –Ἔχω ἄρρωστο στὸ σπίτι. Ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· –Θὰ ἔρθω ἐγὼ νὰ τὸν θερα­­πεύσω. Καὶ τότε αὐτὸς τί ἀπαντᾷ· «Οὐκ εἰμὶ ἱ­κα­νὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς…»· δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος ἐγώ, Κύριε, νὰ σὲ δεχθῶ στὸ σπίτι μου (Ματθ. 8,8). Ἔχει συναίσθησι τῆς ἁ­­μαρτωλότητός του, αἰσθάνεται ἀνάξιος· τὸ ἀρχοντικό του, ποὺ ἄλλοι θὰ τὸ ζήλευαν, μπρὸς στὴ μεγαλω­σύ­νη τοῦ Χριστοῦ τὸ βρίσκει μικρὸ καὶ φτωχό.
⃝ Πιὸ πολὺ ὅμως εἰσακούστηκε γιὰ τὴν πίστι του. Λέει στὸ Χριστό· «Μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰ­αθήσεται ὁ παῖς μου»· πὲς μόνο ἕνα λόγο, καὶ φτάνει αὐτό, ὁ δοῦλος μου θὰ γίνῃ καλά (ἔ.ἀ.).
Πίστευε. Τί πίστευε· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔ­­χει ἀπεριόριστη δύναμι, ἐξουσιάζει τὰ πάν­τα. Πίστευε, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Ἰατρός. Δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλοι, ποὺ γιὰ νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄρρωστο πρέπει νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ τὸν ἐξετάσουν. Πίστευε, ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύῃ κι ἀπὸ μακριά. Φαίνεται ἀπίστευτο αὐτό; Ὑπολογίστε πόσο μα­κριὰ βρίσκεται ὁ ἥλιος, καὶ ὅ­μως ἡ ἀκτινοβολία του φτάνει στὴ γῆ καὶ ζωο­γονεῖ τὰ πάν­τα. Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἥλιος, ἕνα δημιούργημα, κατορθώνῃ νὰ φτάνῃ μέχρι ἐδῶ, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας, ὁ πνευματικὸς Ἥλιος, μπορεῖ νὰ εὐεργετῇ κι ἀπὸ μακριά;
Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν ἀμφέβαλλε. Εἶχε πίστι, ἀγάπη, ταπείνωσι. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸν βραβεύει. Ὅπως οἱ βασιλιᾶδες δίνουν πα­ράσημα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Καὶ τὸ μεγάλο παράσημο δὲν τὸ ἔδωσε σὲ ἄλλον ἀλλὰ τὸ δίνει σ᾽ αὐ­τὸν τὸν ἀλλόφυλο. Παράσημο εἶνε τὰ λόγια· «Ἀ­μὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (ἔ.ἀ. 8,10)· τέτοια πίστι, τέτοια ἀγάπη, τέτοια ταπείνω­σι, τέτοιο ψυχικὸ μεγαλεῖο, δὲ βρῆκα λέει οὔτε μέσα στὸν Ἰσραήλ.
* *
Ὁ ἑκατόνταρχος, ἀγαπητοί μου, μᾶς προσ­φέρει σήμερα πολύτιμα διδάγματα.
⃝ Τὸ πρῶτο. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ γίνεται βέβαια κατ᾿ ἐ­ξοχὴν μέσα στὸ ναό, ὅπου εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, γι᾽ αὐτὸ ἐ­κεῖ συγ­κεν­τρώ­νονται οἱ πιστοί· «ἐν ἐκ­κλησί­αις εὐλογεῖ­τε τὸν Θεόν» (Ψαλμ. 67,27). Δὲν περι­ορί­ζεται ὅμως μό­νο μέσα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς τέσ­σερις τοίχους. Ὁ ψαλ­μῳδὸς λέει· «Ἐν παν­τὶ τόπῳ τῆς δε­σποτεί­ας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 102,22). Παντοῦ δηλαδή, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι, εἶνε κοντά, πολὺ κον­τά σου ὁ Θεός. Ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς τὴν πίστι τοῦ ἑ­κατον­τάρχου καὶ τὸν μυστικὸ ἀ­σύρματο ποὺ λέγεται προσευχή. Ἅμα προσ­εύχεσαι, ἡ φωνή σου φτάνει μέχρι τὰ οὐ­ράνια καὶ βλέπεις θαύματα. Ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι, σ᾽ ἀκούει ὁ Θεός. Σ᾽ ἀ­κούει ὅπως ἄ­κουσε τὸν Ἰ­ακὼβ ὅταν βρέ­θη­κε στὴν ἐ­ρημιὰ καὶ εἶπε «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗ­τος· οὐκ ἔ­στι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17), ὅπως ἄ­κουσε τὸν Ἰωσὴφ μέσα στὴ φυλα­κὴ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἄκουσε τὸν προφή­τη Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ὅ­πως ἄκουσε τὸν Ἰωνᾶ μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ὅπως ἄ­κουσε ὅλους τοὺς ἁγίους του (π.χ. τὴν ἁγία Μαρκέλλα στὰ βου­νὰ καὶ τὰ λαγ­κάδια, τὴν ἁγία Φεβρωνία στὸ μοναστήρι ἀλ­λὰ καὶ στὴ φυλακή). Παντοῦ μπο­ρεῖ κανείς νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ παρακαλῇ τὸ Θεό.
⃝ Ἡ ἀγάπη· εἶνε τὸ ἄλλο μεγάλο δίδαγμα. Καὶ σήμερα πολλοὶ ἔχουν ἄλλους στὴν ὑ­πηρεσία τους. Τοὺς ἀγαποῦν ἆραγε ὅπως ὁ ἑκατόν­ταρχος τὸν ὑπηρέτη του; Ὑπάρχουν ἀ­σφα­λῶς καὶ ἀφεντικὰ σπλαχνικά, ποὺ ἀγαποῦν τοὺς ὑπηρέτες καὶ τὶς ὑπηρέτριές τους σὰν παιδιά τους, τοὺς φροντίζουν καὶ τοὺς προικίζουν. Εἶνε ἄξιοι ἐπαίνου. Πόσοι ὅμως εἶνε αὐτοί; Λίγοι δυστυχῶς. Οἱ πολλοὶ εἶνε ἄσπλαχνοι. Καταστηματάρχες, ἐργοστασιάρχες, προ­ϊστάμενοι πλουτίζουν στραγγίζοντας τοὺς ὑ­παλλήλους τους· ἀποκτοῦν μεγάλες κινητὲς καὶ ἀ­κίνητες περιουσίες μὲ τὸν ἱ­δρῶ­τα τῶν ἄλ­λων, ποὺ συχνὰ χάνουν καὶ τὴν ὑγεία τους δουλεύ­οντας κάτω ἀπὸ σκληρὲς συνθῆκες ἐργασίας.
Ἄσπλαχνοι ὅμως μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν καὶ ὡρισμένοι γονεῖς ποὺ φροντίζουν μὲν γιὰ τὸ σῶμα τῶν παιδιῶν τους, ἀδιαφοροῦν ὅμως γιὰ τὴν ψυχή τους. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους. Δὲ νοιά­ζονται ποῦ γυρίζει τὸ παιδί, μὲ ποιοὺς συνανα­στρέφεται, τί χαρακτῆρα διαμορφώνει. Ὁ ἑκα­τόν­ταρχος νοιάστηκε γιὰ τὸ δοῦλο του· πόσες μανάδες καὶ πόσοι πατεράδες φροντίζουν νὰ φέρουν τὰ παιδιά τους στὸ Χριστό, γιὰ νὰ τὰ θεραπεύσῃ ἀπὸ τὶς ψυχικές τους ἀσθένειες;
⃝ Καὶ τὸ τρίτο δίδαγμα εἶνε ἡ πίστις. Ὁ ἑκατόνταρχος μᾶς ἐλέγχει ὅλους καὶ μᾶς λέει· Γιατί δὲν πιστεύετε στὸ Χριστό;
Ἐκεῖνος μιά φορὰ εἶδε τὸ Χριστό, λίγα λόγια του ἄκουσε, καὶ πίστεψε μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ἐμεῖς; Πέρασαν τόσοι αἰῶνες, δυὸ χιλιάδες χρόνια χριστιανισμοῦ. Τί θαύματα, τί αἵματα, τί μαρτύρια δὲν εἶδε ὁ τόπος μας! Κάθε πέτρα, κάθε σπιθαμὴ γῆς κ᾽ ἕνα μαρτύριο. Ὅπου νὰ σκαλίσετε τὸ χῶμα, θὰ βρῆτε ὀστᾶ μαρτύρων. Καὶ ἂν πᾶτε στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἐκεῖ πλέον εἶνε τὰ μαρτύρια τῶν μαρτυρίων. Λοιπόν, φωνάζει ὁ ἑκατόνταρχος, γιατί δὲν πι­στεύετε Ἕλληνες;… Αὐτός θὰ μᾶς δικάσῃ. Ἀλλοίμονό μας! Ἀκούσατε τί εἶπε σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου; Θά ἔρ­θουν, λέει, πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύσι καὶ θὰ πάρουν θέσι στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου, ἐνῷ οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ θὰ πεταχτοῦν στὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον…» (Ματθ. 8,12). Δὲν τά ᾿πε αὐτὰ ἄνθρωπος, τά ᾿πε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς, μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε (τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς βλαστήμιες, τὶς ἐπιορκίες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα) εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χειρότεροι ἀπὸ εἰδωλολάτρες· μόνο στὸ ὄνομα εἴμαστε Χριστιανοί· γιὰ μᾶς, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε κόλασις, ἔπρεπε νὰ γίνῃ, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦμε.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν καὶ ἂς ἐπιστρέψουμε. Ἔχουμε μπροστά μας σήμερα ἕνα καθρέπτη, τὸν ἑκατόνταρχο. Ἂς μιμηθοῦμε τὴν πίστι του, τὴν ταπείνωσί του, τὴν ἀγάπη του. Καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς ἀξιώ­σῃ ν᾽ ἀπολαύσουμε ὅλοι τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια ἀγαθά, τῶν ὁποίων ἀξιώθηκε ἐκεῖνος διὰ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν Χριστόν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου