Ήταν το απόγευμα της Κυριακής, λίγο μετά την βροχή
και καταμεσής της μελαγχολίας που καταργεί την ζάχαρη του απογευματινού καφέ
(όσο γλυκό κι’ αν το πίνεις). Ιδιαίτερα στις μέρες μας που οι επικεντρωμένες
ευχές και προσοχές αφορούν το μέγεθος της προσβολής από τους δυτικούς εταίρους
και την υποταγή μας, στα προστάγματα της Εσπερίας.
Εν τω μεταξύ φεύγουν διαρκώς άνθρωποι για την Αντίπερα
Όχθη (τις νύχτες ακούμε τα πήγαινε – έλα των αγγέλων) και αδειάζουν
γωνιές της
ζωής μας άλλες σκιερές, άλλες λιόχαρες και οι άνεμοι δροσίζουν ολοένα και λιγότερους
και οι λιακάδες περισσεύουν πια, καθώς οι άνθρωποι μας προτιμούν την Εδέμ….
Στις θέσεις τους δεν κάθεται κανείς και αυτό λέγεται
ανάμνηση, νοσταλγία, έλλειψη, δάκρυ σε κιτρινισμένη φωτογραφία.
Ήταν Κυριακή απόγευμα και δίχως να τολμήσουμε να βάλουμε
«τα καλά μας», όπως λέγαμε παλιά (από σέβας στην ενδοξότητα των παλαιών καιρών,
δεν το κάναμε) κατεβήκαμε στην Παναγία Γορίτσα.
Είχαν, λέει, αφιέρωμα στον Ελύτη.
Ο κόσμος στις θέσεις του μπροστά στο ναό, η ορχήστρα
κούρδιζε τα όργανα, η Κυρά μας η Παναγιά ήρεμη και όμορφη όπως πάντα.
Την ασπαστήκαμε, της αφήσαμε ένα κερί και ένα λυγμό,
καθίσαμε και πιάσαμε να κοιτούμε την θάλασσα. Χαθήκαμε στο ταξίδι των μικρών
της κυματισμών και δεν ακούσαμε τους χαιρετισμούς της εκδήλωσης, ώσπου ξαφνικά
κάποιος τραγούδησε «μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο» και σαν να έσιαξε την
μαντήλα Της η Παρθένος στις εικόνες και σαν άνθη -που δεν βλέπαμε- να έσκυψαν
εμπρός Της….
Βιαστικά έψαξα τα χαρτομάντηλα.
Το ήξερα αυτό το κλάμα που ερχόταν σαν μπόρα καλοκαιρινή,
οπού δεν προλαβαίνεις ούτε τα ρούχα να μαζέψεις….
Γύρισα προς τον τοίχο και ένα «όι, όι μάνα μου», όπως
λέει κι’ ο ποιητής, έκανε την πλημμύρα ανάμεσα στο στήθος και τον λαιμό και
βγήκε όλη η θάλασσα αγριεμένη στους οφθαλμούς, όταν τα μεγάφωνα
ακουμπούσαν τον στίχο στα αναμμένα κεριά….
«Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.»
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.»
Οι άνθρωποι χτυπούσαν ρυθμικά τα χέρια και μία κυρία
απέναντι μου θύμισε την Αριστέα (άκου τώρα, χίλια χρόνια -που λένε- πεθαμένη).
Η «Αριστέα» τραγουδούσε…..Θεός να φυλάει. Αναθυμήθηκα τον
Στέφανο τον άντρα της (ζει άραγε;), την Μαίρη την κόρη της….έφυγαν για την
Αθήνα (τότε που όλοι έφευγαν) και τους χάσαμε.
Κάποτε μάθαμε για τον θάνατό της.
Αλλά τώρα πάλι τραγουδούσε….. «Πού να βρω την ψυχή μου,
το τετράφυλλο δάκρυ…».
Μετά όλα έγιναν το σαλόνι μιας γιορτής όπου η Αριστέα
κερνούσε, με τα χείλη βαμμένα κόκκινα, ο πατέρας της ο Σωκράτης κοιμόταν στην
μεγάλη πολυθρόνα, η Μαρίνα, ο Λάμπης, οι άνθρωποι ενός μακρινού τοπίου…Και όμως
ήταν άνθρωποι ξένοι ετούτοι απέναντι μου, που τους έδωσα εγώ ρόλους μιας
ευτυχισμένης εποχής. Δικοί μου ωστόσο, γιατί ο ήλιος ο ηλιάτορας είχε μπει σε
όλων μας τα εσώτερα και ήταν όλα κατά πώς το όρισε ο Ελύτης:
«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και
λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν
έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: Μια
παλάμη τόπο κάτω από τ΄ ανοιχτό πουκάμισο.»
Η Κυριακή βράδιασε, τα μικρά λαμπιόνια άναψαν στον
περίβολο της εκκλησιάς, οι τραγουδιστάδες αντηχούσαν τον δικό μας πόνο, η
πατρίδα, με αργά βήματα, ανέβαινε στη νύχτα του ουρανού και όπου πατούσε
βούλιαζε το στερέωμα και έβρεχε……
«Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.»
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.»
Μπέρδεψα την «Αριστέα» με μια κοπέλα που γύρισε στην
θάλασσα να μην δούμε το κλάμα της, με το κυριούλη με το μούσι που σκυμμένος
έκλαιγε σχεδόν απροκάλυπτα, με τον κόσμο που έγινε κλάμα, με το κλάμα που
έμοιαζε να είναι ο κόσμος όλος…..
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!»
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!»
Έμπηξα τα νύχια στις χούφτες μου και ούρλιαξα:
«Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!»
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!»
Κοίταξα ολόγυρα και δεν είχα κανέναν να καλέσω…..
Κοίταξα και τον Γυιό της Κυράς μας (στην εικόνα Του),
ακούμπησα την πατρίδα μου στα πόδια Του και μουρμούρισα «Σοι Κύριε».
Ύστερα Του είπα «έπιασε βροχή. Θα φύγουμε τώρα».
Δεν έδειξε να έχει αντίρρηση και φύγαμε μέσα στο
ψιλόβροχο, με την πατρίδα καημό και τον στίχο λυγμό εντός μας.
Στην θάλασσα, μου φάνηκε, πως κολυμπούσε βιαστικά ο
Ελύτης για να περάσει Απέναντι, πριν κλείσουν οι πόρτες της Παράδεισος…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου