Πέμπτη, Ιουλίου 17, 2014

Ο Γιάννης της Παναγιάς

Είχαμε πάει χθές βράδυ στο Σέσκλο, για φαγητό.
Μου αρέσει πολύ αυτός ο τόπος: Η ανοιχτή του πλατεία, το αεράκι που φέρνει οσμή πηλού από τον διπλανό αρχαιολογικό χώρο, ο τρόπος που γράφονται διαδρομές αθέατες ανάμεσα στα υπομονετικά πλιθιά της νεολιθικής εποχής και τους νεοελληνικούς περί ψητού πρόβειου καημούς, οι Αρχιστράτηγοι Ταξιάρχες που εποπτεύουν, από τον παπαδιαμαντικής υφής ναό.

 
 


Ενας από τους πολλούς Μιχάληδες του χωριού, είναι γνωστός του άντρα μου και τον βρίσκουμε πάντα στην πλατεία και μας κερνάει πάντα κρασί και λέμε δυό κουβέντες.
Χθες, εκεί που οι άντρες έβλεπαν αγώνα, στην μεγάλη οθόνη του καταστήματος, τελείως εκτός θέματος και χωρίς συνεκτικό κρίκο με την επικρατούσα ατμόσφαιρα, ο Μιχάλης είπε -σαν αναγγελία περίπου κοσμοϊστορικού γεγονότος- "αύριο θα πάω στην Παναγία του Χρυσίνου".
Μετά άρχισε να πειράζει παρακαθήμενο συγχωριανό του, για το ποδοσφαιρικό αποτέλεσμα, σαν να μην είχε πεί τίποτε παράταιρο....



 
Η αναφερθείσα Παναγία ωστόσο, αυτομάτως αλλά και αυτοδικαίως, εγκαταστάθηκε ως απορία, ως ανεξήγητος ρήσις, ως χρυσίζουσα (εκ του Χρυσίνου) ελπίδα σημαντικού, μέλλοντος να επισυμβεί.
Εγιναν οι σχετικές ερωτήσεις και ο Μιχάλης μας μίλησε για ένα μοναστήρι κοντά στο Κλεινοβό Καλαμπάκας, όπου ζει ένας παπα-Γιάννης μισότυφλος, κουτσός και με ιστορικό καρκίνου, που αγαπά την Παναγιά (κατα πως κατάλαβα τον αγαπά κι Αυτή) και δεν βαρύνεται να φροντίζει το ναό, τα καντήλια Της και έχει αρχίσει να ανασταίνει το μοναστήρι από τα βυζαντινά του ερείπια.
Ο παπα Γιάννης γεννήθηκε εκεί στην περιοχή, τυφλός.
Κάποτε οι γονείς του τον πήγαν στην Παναγία την Σπηλιώτισα και εκείνος παρακάλεσε για λίγο φως.....
Λίγο του έδωσε, όπως το ζήτησε, λες για να μην ξαφνιαστεί από το ξαφνικό και πλεονάζον και ξεστρατίσει από το μυστήριο του συγγενούς σκότους, στην ευκολία των ξεσυλλόγιστων φωτερών σχέσεων και ηδονών.......
Το λίγο των πολλών, πολύ και πάρα πολύ για τον Γιάννη. Τόσο που τον έκαμε να πάει στα Μετέωρα, καλόγηρος, για να ξοδεύει το φως που του χάρισε για να Την θωρεί...
Μόνο Εκείνη, τον Υιό και τους συντοπίτες τους στον Παράδεισο.
Ενα απόγευμα που η μάνα του καλόγηρου έκανε μασλάτι στην αυλή της με γειτόνισες, μπήκε μια ξένη γυναίκα μαυροφορεμένη. "Ελα κυρά" της είπαν οι γυναίκες και κείνη πήρε θάρρος και προχώρησε.
"Κάτσε να σε κεράσουμε".
"Δεν θέλω κέρασμα" αποκρίθηκε η γυναίκα με τα μαύρα "μόνο θέλω να πεις του Γιάννη νάρθει στο σπίτι μου να μου ανάψει τα καντήλια που έχουν πολλά χρόνια σβηστά".
Τόπε του Γιάννη η κυρούλα, εκείνος στον δεσπότη, βρήκαν το σπίτι της Κυράς και από τότε ο καλόγηρος δεν Της άφησε σβηστό καντήλι....

Μετά ο Μιχάλης σώπασε.
Κι εμείς επίσης.
Ηταν η ώρα της Κυράς και του Γιάννη....
ΜΠΛΟΚ ΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου