Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2014

Θείτσα μου....Καλόν Παράδεισο!

Εντάξει, ήταν τελείως φυσικό, στα 86 της. 
Σε λίγο θα λέγαμε "πλήρης ημερών"...
Την έβλεπα να περνάει τις μέρες της στο κρεβάτι του Νοσοκομείου, καθισμένη πάντα και όχι ξαπλωμένη, και νόμιζα ότι θα απολιθωθεί (περίπου) έτσι πεντακάθαρη, χτενισμένη, με τα μελανιασμένα από τα τρυπήματα των ορών χεράκια της σταυρωμένα σαν παιδούλας όταν ακούει την καμπάνα του εσπερινού. Ήταν, βλέπεις, που πήγαινα πάντα απόγευμα, την ώρα που στις εκκλησιές έψαλλαν "Φως ιλαρόν"...

Την ρωτούσα για το σόι μας γιατί όλοι ξέραμε πως θα φύγει και τότε δεν θα είχα κανέναν πια να μου πει τις παλιές ιστορίες και συγγένειες. Ο μπαμπάς μου έκανε το Ταξίδι εδώ και χρόνια και τούτη ήταν η μικρή του αδελφή, που μεγάλωσε τόσο ώστε να βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για Παράδεισο.
Δεν κουραζόταν να μου λέει. 
Αντίθετα χαιρόταν καθώς κανείς άλλος, εκτός από μένα, δεν την ρωτούσε για τις ρίζες μας, για την οικογένεια, για τα βάσανά της, για την παιδική της πείνα, για όλα όσα σημάδεψαν αυτή, τον πατέρα μου και την μάνα τους, την γιαγιά Ελένη που έμεινε χήρα στα 26 της χρόνια.
Ξεκινούσε την αφήγηση με χαμόγελο καθώς θυμόταν τις θειάδες της που θα είναι πια οι παλαιές των ημερών στην Εδέμ, μετά δάκρυζε στην πρώιμη ορφάνια, έκλαιγε που ο πατέρας μου την χτυπούσε όταν του ζητούσε να της δέσει το κορδόνι στο παιδικό της βρακάκι, με παράπονο έλεγε πως δεν της το έδεσε ποτέ και αυτή κρατώντας το να μην της πέσει (τριών χρονών κοριτσάκι) περίμενε έτσι ώσπου να σχολάσει η μάνα της από το εργοστάσιο, ύστερα ξαστέρωνε στα χρόνια του έρωτα με τον άντρα της και, τέλος, λιγώνονταν στα γέλια όταν της θύμιζα που ξύριζε τα πόδια της στην αυλή, βγάζοντας νερό από την τουλούμπα.
Ένα απόγευμα δεν πήγα στο Νοσοκομείο. 
Η Βαγγελιώ είχε, από το πρωί, γίνει η Ευαγγελία ενός κηδειόχαρτου κι'εγώ -ενώ το περίμενα- έμεινα απορημένη, με ανοιχτό το στόμα και πάλι ορφανή....
Είχα χάσει άλλον ένα κρίκο στην χρυσή αλυσίδα μου!
Ένιωσα πως ήμουν πάλι μικρούλα και είχα χάσει το δίφραγκο που μου έδινε χαρτζιλίκι, το "Ρομάντσο" που (κρυφά από την μάνα μου) διάβαζα σπίτι της, το καρεκλάκι που κουβαλούσαμε στον καλοκαιρινό κινηματόγραφο (έτσι τόλεγε η γιαγιά μου) της γειτονιάς, τον τρόπο που με έλεγε "παιδούλι μου", τον τρόπο που καθόταν στην αυλή της ακουμπισμένη στο τραπέζι ανάμεσα στα λουλούδια, τα θερινά βράδια....
Και αυτή, επίσημη και σοβαρή στο φέρετρο. 
Την κοίταξα ώρα πολύ. Τίποτε.
Είπα την ευχή για την ανάπαυση της ψυχής της και τότε σαν να χαμογέλασε και ξανάκουσα να μουρμουρίζει, με αλλιώτικη γλύκα, "παιδούλι μου"....
"Θείτσα" είπα εγώ (πάντα έτσι την έλεγα) και πνιχτά ανακάτεψα προσευχές και κλάμα.
Θείτσα μου....Καλόν Παράδεισο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου