Σάββατο, Ιουλίου 12, 2014

Η μέρα του Γέροντα (+ 12 Ιουλίου 1994)

Είσαι απέναντί μου, στο γραφείο. Εκεί όπου έχω βάλει την φωτογραφία σου. 
Αν και σε έχω κολλήσει στον αντικρινό τοίχο, εσύ είσαι -τελικά- που με έχεις κολλήσει πλειστάκις...στον τοίχο έτσι που γρήγορα ανταποκρίνεσαι στις προσευχές μου.
Είναι σίγουρα καμώματα του μυαλού μου αλλά σε έχω δει άλλοτε να πλαταίνεις τα χείλη σου σε χαμόγελο, άλλοτε να είσαι σοβαρός, άλλοτε να παίρνεις κάτι άλλες εκφράσεις.....Σε έχω κοιτάξει πολύ αλλά κάθε φορά είναι να σαν να μην σε έχω ξαναδεί...
Πώς αλλάζεις έτσι, Γέροντα...

Να αυτή η φωτογραφία σου είναι! 
Σαν να κοιτάζεις τον Θεό ή σαν παραμερίζουν τα μάτια σου τους αιθέρες για να ακουμπήσουν πίσω από τα σύννεφα. Αλήθεια, εκεί είναι; Χαμογελάς με την συγκατάβαση των μεγάλων προς τα ανοητεύοντα παιδιά. Άλλωστε έχεις ακούσει τόσα από μένα (και τα περισσότερα -αν και δακρυσμένα- ανόητα)!
Ωραία αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο Θεός δεν είναι πίσω από τα σύννεφα...
"ΚΑΙ", σαν να μου λες.
-Τί "και";
-Και εκεί και παντού...
Ναι Γέροντα....Θέλω τόσο πολύ, μπορώ τόσο λίγο, γιαυτό τρέχω σε σένα και στους Άλλους Φίλους και λέω, λέω....
Θέλω να ξανάρθω στον τάφο σου, βοήθησέ με.
Θέλω να πάω και στην Αίγινα, στον Άγιο Νεκταράκη μου, βοήθησέ με.
Με την κολλητή μου θέλουμε νάρθουμε. Θα κάνεις κάτι έτσι; 
Και τώρα που.. πήρα φόρα, θέλουμε να πάμε και στην Τήνο και στους Αγίους Τόπους και στην ΑγιαΣοφιά και στα πόδια του Χριστούλη.
Τέλος πάντων, εγώ θα ζητώ και συ ό,τι σου δώσει η Χάρη Του κάνε το για μας....Μόνο σε παρακαλούμε άφηνε τα λόγια μας στα εικονοστάσια του ουρανού.
Πολύ σε ευχαριστούμε παππούλη και πολύ σ'αγαπούμε. Αμήν.
Αμήν;
Μα, ήταν προσευχή;
Μπορεί και να ήταν...Η μέρα του Γέροντα ξημερώνει. 
Ας μείνει, λοιπόν, το "αμήν" στη θέση του!


   Κάποτε στα Φάρασα...
25 Ιουλίου 1925
Στα Φάρασα της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) από την Ευλαμπία και τον Πρόδρομο γεννιέται ο Γέροντας Παΐσιος, κατά κόσμο Αρσένιος Εζνεπίδης. Έχει εννέα αδέλφια.
7 Αυγούστου 1924 
Βαφτίζεται ο Γέροντας από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη που του δίνει το όνομά του.
14 Αυγούστου 1924 
Ο Γέροντας με την οικογένειά του φτάνει, με προσφυγικό καράβι, στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά.
5 Σεπτεμβρίου 1924
Άφιξη στο κάστρο στην Κέρκυρα.
10 Νοεμβρίου 1924
Κοιμάται ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης στην Κέρκυρα.
Μάρτιος 1925 
Άφιξη του Γέροντα και της οικογένειάς του στην Κόνιτσα Ιωαννίνων.
1945
Δουλεύει ως ξυλουργός, αφού τελειώνει το δημοτικό και στη συνέχεια κατατάσσεται στο στρατό όπου υπηρετεί ως ασυρματιστής.
1949 
Απολύεται από τον στρατό και κάνει την πρώτη του επίσκεψη στο Άγιον Όρος.
1950
 Δεύτερη επίσκεψη του Γέροντα στο Άγιο Όρος, φιλοξενείται στο κελί Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας κοντά στις Καρυές. Μετά στο κελί των Εισοδίων στην σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος στον πνευματικό ασκητή π. Κύριλλο. Με προτροπή του π. Κυρίλλου οδηγείται στην Ι.Μ. Εσφιγμένου.
1954 
Παίρνει την Ρασοευχή στην Ι.Μ. Εσφιγμένου και ταυτόχρονα το όνομα Αβέρκιος. Πηγαίνει στην Ι.Μ. Φιλοθέου που είναι ιδιόρρυθμη, ως υποτακτικός του π. Συμεών.
1956 
Στην Ι.Μ. Φιλοθέου παίρνει το Μικρό Σχήμα και μετονομάζεται από Αβέρκιος, Παΐσιος.
1958
 Μετά από παρακλήσεις μεταβαίνει στη Βυζαντινή Ι.Μ. Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο Κονίτσης, δύο ώρες με τα πόδια από την Κόνιτσα.
1962 
Πηγαίνει στο Σινά και μένει στο κελί των Αγίων Γαλακτιωνος και Επιστήμης.
1964
 Επιστροφή στο Άγιο Όρος, στο κελί των Αγίων Αρχαγγέλων στη Σκήτη των Ιβήρων.
1966 
Ο Γέροντας υποβάλλεται σε αφαίρεση τμήματος των πνευμόνων στο νοσοκομείο Παπανικολάου. Την ίδια περίοδο συνδέεται με τις αδελφές του Ι. Ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε.
1967
 Προς τα τέλη του έτους, επιστρέφει στο Άγιο Όρος και εγκαθίσταται στο κελί του Υπατίου της Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας ,στην έρημο του Άθωνα στα Κατουνάκια.
1968 
Ο Γέροντας οδηγείται στην Ι.Μ. Σταυρονικήτα. Συνδέεται με τον π. Τύχωνα πνευματικό, ο οποίος έμενε στο κελί του Τιμίου Σταυρού της Ι.Μ. Σταυρονικήτα. Ο ίδιος κάνει την κούρα του Γέροντα και του δίνει το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα. Ο π. Τύχων κοιμάται στις 10-9-68 και ο Γέροντας εγκαθίσταται στο κελί του.
13 Μαΐου 1979
 Οδηγείται στην Ι.Μ. Κουτλουμουσίου όπου παίρνει το κάθισμα Παναγούδα, το οποίο η ίδια η Μονή το μετέτρεψε σε κελί.
1988 
Αρχίζουν τα προβλήματα με την υγεία του και το έντερό του, που προήλθαν από μη καθαρό νερό. Παρουσιάζονται αιμορραγίες. 
Οκτώβριος 1993
 Η κατάσταση του Γέροντα επιδεινώνεται με συνεχείς αιμορραγίες, εμετούς, λιποθυμίες και πόνους.
5 Νοεμβρίου 1993
 Ο Γέροντας -για τελευταία φορά- αφήνει πίσω του το Άγιο Όρος και επισκέπτεται το Ι. Ησυχαστήριο του Αγίου Ιβάννου του Θεολόγου στην Σουρωτή Θες/νίκης, προκειμένου να παρευρεθεί στην εορτή του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη.
 Όταν αποφασίζει να επιστρέψει, λόγω του όγκου στο έντερο εισάγεται για εξετάσεις στο Θεογένειο Νοσοκομείο.
Παρασκευή 4-2-94
 Ο Γέροντας υποβάλλεται σε εγχείρηση διάρκειας πέντε ωρών αφού έχει γίνει μετάσταση στο ήπαρ και στον πνεύμονα.
14-2-94
 Επιστρέφει στο Ι. Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Απρίλιος 1994
Δεύτερη εγχείρηση για αποκατάσταση λειτουργίας εντέρου, ενώ οι γιατροί του δίνουν  τέσσερις μήνες ζωής.
13 Ιουνίου 1994
Ετοιμάζεται για επιστροφή στο Άγιο Όρος αλλά υψηλός πυρετός και δύσπνοιες, αναβάλλουν το ταξίδι.
11 Ιουλίου 1994 
Κοινωνεί ο Γέροντας για τελευταία φορά.
12 ΙΟΥΛΙΟΥ 1994 ΤΡΙΤΗ 11:00 π.μ. Ο Γέροντας αποδημεί προς Κύριον.
Κάτι σαν λιβάνι στον τάφο της Σουρωτής


Λίγες από τις πολλές μαρτυρίες, που διαβάσαμε 

ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
Πρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανού 

Στον παπα-Διονύσιο Τάτση και στον Γέροντα Μωϋσή τον Αγιορείτη, ευχαριστία

" Τον Γέροντα Παΐσιο είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω από δύο αδελφούς καί πατέρες. Τον οσιολογιώτατο μοναχό καί Λόγιο Αγιορείτη, τον π. Μωϋσή, στου οποίου τη φιλόξενη καλύβη, την κειμένη απέναντι από την καλύβη του οσίου Γέροντος, πάλιν καί πολλάκις είχα αβραμιαίως φιλοξενηθεί, καί από τον ακρίτα ιεροδιδάσκαλο καί λόγιο, τον π. Διονύσιο Τάτση ύστερα από τη μελέτη του θαυμάσιου βιβλίου του, «Αθωνικό Ημερολόγιο». 
Καί λέω ότι τον γνώρισα, γιατί αυτοί οι δύο αδελφοί με προέτρεψαν να τον επισκεφθώ, τόσο με τον γαλήνιο καί πειστικό λόγο του ό πρώτος, όσο καί με τα γραφόμενά του ό δεύτερος.
Οί ημέρες κατά τίς όποιες επισκέφθηκα τον Γέροντα ήταν καί τίς δύο φορές θερινές, κάπου σιμά στις αρχές του Σεπτεμβρίου, την πρώτη φορά, καί στις αρχές Ιουλίου ή επομένη, σε ώρες άπομεσήμερες, δροσερές. Το σημειώνω δε αυτό, γιατί θέλω να θυμίσω στον αναγνώστη μου καί, στον πιο τακτικό από τον υποφαινόμενο, επισκέπτη του Γέροντα, εκείνο το απέριττο, αλλά τόσο ελκυστικό «υπαίθριο αρχονταρίκι».
Ό καλός Γ. Μωυσής μου έδειξε το μονοπάτι πού κατέβαινε από την καλύβη του προς το χείμαρρο, τον όποιο περνούσες με μια λιτή ξύλινη γέφυρα. Μετά ανηφόριζες κι έφτανες στο συρματοπλεγμένο χώρο τής Παναγούδας.
Η απόσταση ήταν σχετικά μικρή ή αγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθώς τα προβλήματα πού πίεζαν εκείνες τίς μέρες την ψυχή είχαν σχηματίσει μέσα μου ένα περίεργο κουβάρι, πού εξάπαντος ήθελε ξεμπέρδεμα.
Στο δρόμο θυμόμουν τα οσα είχε γράψει ό παπα - Διονύσιος στο «Ημερολόγιο», το όποιο μάλιστα είχα διαβάσει στην Χαλκίδα, όπου με συντρόφευε ένα χειμωνιάτικο βράδυ καί, για να πω την αλήθεια, μου ξαπόστασε πολύ την ψυχή, αλλά καί μου κίνησε την περιέργεια, ώστε, όταν βρεθώ στο Όρος, να πάω να συναντήσω τον Γέροντα. Όπως έγινε με τη βοήθεια τής Παναγίας καί την προτροπή του Γ. Μωϋσή. Πόσο τον ευγνωμονώ, αυτόν τον φιλότιμο μοναχό!
Ή πρώτη αυτή επίσκεψη, επίσκεψη γνωριμίας, μου έδωσε την εντύπωση πώς τον Γέροντα τον γνώριζα πολλά χρόνια. Απλός, καταδεκτικός, χωρίς σιδερωμένο ζωστικό καί επιτηδευμένο ύφος, ακούει ότι του λες καί χαμογελά.
 Όχι, δεν είναι το χαμόγελο του φτιασιδωμένο η «προετοιμασμένο», ούτε φορά τη μάσκα της ειρωνείας η του καθωσπρεπισμού του κόσμου, ώστε να σε φέρει σε αδιέξοδο καί να εκτραπεί ή κουβέντα. Ό Γέροντας ομιλεί ως το μικρό παιδί ήσυχα, παραμυθητικά, στέρεα καί πιο πολύ οικεία. Γίνεται ό δικός σου άνθρωπος αμέσως, καταργώντας σε ελάχιστο χρόνο τίς χαώδεις αποστάσεις. 
Γι' αυτό καί κατά τη διάρκεια της κουβέντας του, ανοίγεσαι. Καί με το άνοιγμα αυτό παρατηρείς ότι γίνεσαι ξαφνικά ό προσεκτικός ερευνητής της ψυχής σου, στην οποία, στη συνέχεια, οδηγείς μέσα της τον Γέροντα, δείχνοντας του τις σκοτεινές πλευρές της αλλά καί τα γρανιτώδη εμπόδια, ώστε να εισέλθει το φως του Θεού καί να τα καταυγάσει όλα. 
Εκείνος ακούει προσεκτικά, παίζει στα χέρια του κάποιο αντικείμενο καί σε ανύποπτο χρόνο, όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο της ψυχοσωματικής κόπωσης, σε διακόπτει. Ξέρει γιατί. Για ν' αποφορτίσει τη συζήτηση. Για να πάρεις νέο οξυγόνο στα πνευμόνια σου, να λαμπικαριστεί ό εγκέφαλος καί να βρει ή καρδιά σου το χαμένο της μονοπάτι: της παραμυθίας καί της ειρήνης.
Όμως πολύ μάκρυνε ό θεωρητικός μου λόγος κι ίσως να μην προφτάσω να καταθέσω τίς προσωπικές μου εμπειρίες, τίς όποιες έχω καταγράψει στο σημειωματάριο μου καί τώρα τίς προσφέρω, κατά το δυνατόν επεξεργασμένες. Χωρίς φυσικά να διεκδικώ τίποτε περισσότερο από τίς ευχές καί πρεσβείες του Γέροντα.
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1992. Ώρα 5 απογευματινή. 
Τα μεγάλα δέντρα σκιάζουν τον τόπο στο υπαίθριο αρχονταρίκι. Είμαστε αρκετοί καί περιμένουμε. Μεταξύ αυτών κι ένας ανώτερος δικαστικός με το γιο του. Είχαν χάσει το δρόμο τους, έπεσαν σε κάποιο μονοπάτι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ό πατέρας, ό όποιος καί περίμενε τη σειρά του, γιατί ό γιος του, πού έπασχε από κάποιο ψυχικό νόσημα μόνο στο πρόσωπο του παππούλη, έτσι έλεγε τον Γέροντα, έβλεπε τον δικό του άνθρωπο. Γι' αυτό καί μόνον εκείνον άκουγε, εκείνον εμπιστευόταν, άπ' αυτόν περίμενε το λόγο - πυξίδα, για να πλεύσει στου βίου την θάλασσα. Καί εκείνος ό καλός πατέρας υπέμενε καί περίμενε, αν καί τραυματισμένος, αγόγγυστα τη σειρά του, γιατί ήξερε πού βρισκόταν καί τι ήθελε.
Ή σειρά μου ήλθε υστέρα από ώρα. Νύχτωσε κιόλας. Ίσκιοι μαζεύονταν εκεί γύρω. Όμως ή καλή συντροφιά των αγνώστων φίλων, ή καλύβη του γ. Μωϋσή πού αντίκριζα πιο πάνω, ή χαριτωμένη μορφή του Γέροντα καί γενικά ή ευκατάνυκτη ατμόσφαιρα, εξουδετέρωναν κάθε ανησυχία.
Όταν του μίλησα για τα προβλήματα τα όποια με απασχολούσαν, στα χέρια του έπαιζε ένα φακό μπαταρίας, καινούργιο καί πρωτότυπο. 
Σε κάποια στιγμή στάθηκε καί με κοίταξε. καί με ύφος φυσικό μου είπε πολύ απλά: - Τον θέλεις;
 - Έχω, Γέροντα, του είπα καί του έδειξα τον δικό μου. 
Αυτή δε τη διακοπή αργότερα την κατάλαβα, γιατί την είπε. Με αποφόρτισε από την αγχωτική κατάσταση, στην οποία βρισκόμουν.
 Με άφησε να ηρεμήσω κι αμέσως μου μίλησε λέγοντας περίπου τα εξής: «Οι άνθρωποι πού έχουν δίκιο θέλουν καί καλά καί σώνει να έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Κι αν δεν τους φτάνει, τότε δεν γυρεύουν τη δικαιοσύνη του Θεού, αλλά πηγαίνουν στα κοσμικά δικαστήρια να τη βρουν. Όποιος δε μας πειράξει, να μη λέμε ποτέ, «ό Θεός να τον πληρώσει», γιατί ό Θεός πληρώνει πολύ ακριβά. Απλώς να συγχωρούμε καί να μη μιλάμε πολύ. Ό Θεός, σ' εκείνον πού σιωπά, μιλάει περισσότερο καί τον ευεργετεί».
Όσον άφορα δε το πρόβλημα μου, για το όποιο τον παρακάλεσα να προσευχηθεί, γιατί βρισκόμουν σε μεγάλη ένταση εκείνον τον καιρό, σύντομα πέρασε καί λύθηκε. Το λέω αυτό με βαθύτατη συγκίνηση καί το εμφανίζω για πρώτη φορά, μια καί το 'φερε ή περίσταση να γράψω για την όσιακή αυτή μορφή των καιρών μας. 
Πάντως, κι έτσι λέω να κλείσω μ' αυτό, στο νου μέχρι σήμερα έμεινε ό σημαδιακός του λόγος «Έ, καί να μη σκέφτεσαι πάντα την καταστροφή...... 
Δεν ήταν τυχαίος ό λόγος εκείνος ούτε καί χωρίς τη σημασία του. Γιατί όσο περνούν τα χρόνια όλο καί πιο πολύ διαπιστώνω αυτή μου την ατέλεια, την οποία δεν κρύβω, ωστόσο πασχίζω να υπερβώ βάζοντας στη ζυγαριά της συνείδησης μου τον στερνό το λόγο πού μου είπε ό Γέροντας, όταν τον συνάντησα τη δεύτερη καί τελευταία φορά (Παρασκευή 16 Ιουλίου 1993), για να τον ευχαριστήσω καί να του ζητήσω να ευχηθεί, ώστε να μη σκέφτομαι η να ενεργώ αρνητικά.
«Υπομονή. Ό Χριστός κάνει τόση υπομονή ακούγοντας τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, οπού ό κάθε ένας έχει το παράπονο του. Υπομονή καί προσευχή».
Αυτά μου είπε. Αργότερα, όταν έμαθα πώς, την ώρα πού μας παραμυθούσε καί ενίσχυε, ήταν βαριά άρρωστος, πραγματικά ντράπηκα. 
Γιατί κατάλαβα πώς την πραγματική υγεία εκείνος την είχε, καθώς καί την αντοχή. Εμείς, μόνο τίς δικαιολογίες καί τίς υπεκφυγές μας κουβαλούσαμε, οι υγιείς άρρωστοι καί μπερδεμένοι σε πλήθος μεριμνών.
Με βαθύτατο σεβασμό γονατίζω στον τάφο του καί προσεύχομαι, όπως ένα πλήθος φιλόθεων ψυχών, πού περισσώς έλαβαν τίς ευεργεσίες του.
Ευχου, Γέροντα, όπως τότε, όπως πάντα... Το ξέρεις πόση ανάγκη το ' χουμε...."
Τον πήγε στα...ουράνια!

" Το βράδυ του βάλαμε να φάει. Είχαμε κρέας με πιλάφι. 
Επειδή όμως ξέραμε ότι δεν έτρωγε κρέας, μου λέει ο Λευτέρης: ‘‘Ζέστανε το πιλάφι του παππούλη να φάει’’.
 ‘‘Θα του φέρω να φάει πιλάφι σκέτο’’, απάντησα. 
Κάτι κατάλαβε ο παππούλης και μου λέει: ‘‘Όχι, ευλογημένη, δεν πειράζει, και κρέας να ‘ναι το τρώω’’. Το είπε αυτό για να μην μας στενοχωρήσει. 
Τελικά ο παππούλης έφαγε μόνο το πιλάφι. 
Μετά του στρώσαμε να κοιμηθεί σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Ήταν άνοιξη. Δεν είχαμε θέρμανση τότε. Του στρώσαμε να κοιμηθεί, αλλά όλη την νύχτα δεν κοιμήθηκε, αφού το πρωί τα σεντόνια και το μαξιλάρι ήταν άθικτα. Φαίνεται, όλη την νύχτα καθόταν στο κρεβάτι και προσευχόταν, δεν ξάπλωσε καθόλου. 
Το πρωί έφυγε με το Λευτέρη. Όταν γύρισαν, τον πήγε ο Λευτέρης στο Μοναστήρι.
 Το βράδυ ήλθε ο σύζυγός μου και μου λέει: ‘‘Θα σου πω κάτι, αλλά δεν θα το πεις πουθενά, γιατί μου είπε να μην το πω. «Λευτέρη», μου λέει, «δεν θα το πεις σε κανέναν» 
Εγώ θα το πω μόνο σε εσένα Δέσποινα, αλλά εσύ δεν θα το πεις σε κανέναν’’. Πραγματικά, εγώ δεν το είπα πουθενά, όσο ζούσε ο παππούλης.
 Μου λέει, λοιπόν, ο Λευτέρης: ‘‘Ήλθε ο παππούλης τη νύχτα, με πήρε και με πήγε στα ουράνια!’’ Πήρε τον Λευτέρη, πήρε την ψυχούλα του και πήγαν μαζί επάνω, στα ουράνια.
 ‘‘Ήλθε και με πήρε από το χέρι, Δέσποινα’’, έλεγε, ‘‘και με πήγε στα ουράνια και το τι είδα δεν μπορώ να στο περιγράψω. Τι κάλλος, τι παλάτια, τι πλούτη! Δεν μπορώ να στο περιγράψω το τι είδα εκεί πάνω! Αυτό που σου λέω είναι αλήθεια. Με πήρε και με πήγε στον ουρανό’’. 
Μάλιστα, του είπε ο πατήρ Παΐσιος: ‘‘Αυτά που σου δείχνω είναι λίγα. Την άλλη φορά που θα σε πάρω, θα σε πάω ακόμα πιο ψηλά, να δεις πιο πολλά πράγματα’’.
Ο σύζυγός μου κοιμήθηκε περίπου έξι μήνες μετά την κοίμηση του παππούλη. Στις 12 του μηνός Ιουλίου του 1994 κοιμήθηκε ο παππούλης και στις 15 Ιανουαρίου 1995 κοιμήθηκε ο Λευτέρης.
 Έφυγε ο σύζυγός μου χωρίς να είναι άρρωστος, χωρίς να έχει τίποτα. Τίποτα! Ανεξήγητα. Ήταν ακριβώς εξήντα δύο ετών."
Περπατούσε στον αέρα...τί πιο απλό;

Επισκέφθηκα τον Γέροντα Παΐσιο στην ''Παναγούδα'', για πρώτη και μοναδική φορά το 1987 με τον συμφοιτητή μου (τότε) τον Γιάννη.
Χτυπήσαμε το σιδηράκι, φωνάξαμε μα καμία απάντηση.
Άκρα ησυχία.
Ξαφνικά,ακούσαμε ψαλμωδίες από το Κελλί του.
Ήταν πολλές φωνές μαζί και λεπτές.
Ξεχώριζε το ''Άγιος...'',''Άγιος...''.
-Έχουν Λειτουργία και είναι στο ''Άγιος ο Θεός''
Θα αργήσουν να τελειώσουν γι' αυτό ας φύγουμε,είπα.
-Όχι,ας περιμένουμε.
Μόνο μην ξαναχτυπήσουμε, είπε ο Γιάννης.
Ξαφνικά σταμάτησαν οι ψαλμωδίες και βγήκε ο Γέροντας.
Θυμάμαι το πρόσωπό του.
Έντονα φωτεινό, που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί!!
Ήταν μόνος του. Κανείς άλλος. Τι να ήταν άραγε αυτές οι πολλές λεπτές φωνές;;!!
Η αγωνία μας κορυφώθηκε.
Ρώτησε πόσοι είμαστε και μπήκε πάλι στο Κελλί του. Πήρε το κλειδί και ερχόταν να ανοίξει.
Κανούργια έκπληξη: Ο Γέροντας βάδιζε χωρίς να πατά στη γη!! Με βήματα αργά μας πλησίαζε και δύο τρία μέτρα πριν φθάσει, απότομα αισθανθήκαμε μια ευωδία δυνατή!! Σαστίσαμε.
-Καλώς τους, μας χαιρέτησε.
Μας έδειξε να καθήσουμε στα κούτσουρα και έφερε λουκούμια.
Ρώτησε τι σπουδάζουμε και παίρνοντας κάποια αφορμή,άρχισε να μας μιλάει για την ωφέλεια της προσευχής και ειδικότερα όταν πάσχει το σώμα από κάποια αρρώστια.''Τότε ο μισθός μας είναι ολόκληρος' μας είπε.
Ενώ μιλούσε, απότομα διπλώθηκε κάτω και έπιανε την κοιλιά του. Καταλάβαμε ότι πάσχει από κήλη.
Ευγενικά μας είπε:
-Με συγχωρείτε...έχω και αυτό...Όμως άντε να πάτε τώρα.
Σκύψαμε να πάρουμε την ευχή του,μας χτύπησε απαλά στο κεφάλι και φύγαμε.
Μέχρι σήμερα δεν είχα φανερώσει τα θαυμαστά γεγονότα που αξιωθήκαμε να ζήσουμε εκείνο το ευλογημένο πρωινό.
http://gero-paisios.blogspot.gr

Τα φίδια, υποτακτικοί του!

Κάποια φορά, τον επισκέφθηκαν κάποιοι θεολόγοι και άρχισαν θεολογική συζήτηση. Κατά τη συνομιλία, τους είπε ότι η θεολογία δε διδάσκεται, αλλά βιώνεται. 
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται δύο φίδια (λένε πως ήταν οχιές), και χωρίς να τα δει ο Γέροντας, επειδή ήταν πίσω του, λέει: ‘‘Καθίστε εκεί, για να μην διώξετε τους επισκέπτες’’. 
Μετά λέει στους θεολόγους: ‘‘Περιμένετε λίγο’’, και αμέσως πηγαίνει να ταΐσει τις οχιές. Τότε η μία όρμισε λαίμαργα να φάει. 
Λέει ο Γέροντας: ‘‘Δεν σας έδωσα ευλογία να φάτε ακόμη!’’ 
Στη στιγμή το φίδι ακινητοποιήθηκε. 
Μετά έδωσε ευλογία να φάνε και εντολή να μην φύγουν, αν δεν το επέτρεπε!
Η θεραπεία της δαιμονισμένης
Ένα πρωινό του Δεκεμβρίου του έτους 1996 στην έκθεση της Μονής στην Σουρωτή, βρίσκονταν η υπεύθυνη αδελφή, ένα ανδρόγυνο με το μικρό τους κοριτσάκι και τον πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναίκες και ένας νεαρός άνδρας. 
Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή κραυγή. Μιά από τις μεσόκοπες γυναίκες, αρκετά εύσωμη, σωριάστηκε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπιέται και να ωρύεται άγρια. Κουνούσε το κεφάλι γρήγορα πέρα-δώθε. Το θέαμα ήταν πολύ άσχημο. Η γυναίκα με το παιδάκι βγήκαν έξω, ενώ οι άλλοι πλησίασαν να την βοηθήσουν. Η γυναίκα μούγκριζε, αγκομαχούσε και έλεγε με μια άγρια, απειλητική, ανδρική φωνή: «Θα σάς κανονίσω ρε εγώ που δεν πιστεύετε, θα σάς δείξω εγώ. . . να, τώρα ακόμα λίγο και θα σάς βάλω όλους στο χέρι με το 666. . . θα με προσκυνάτε όλοι. . . χαμένοι, ηλίθιοι. . . » και άλλες βρισιές. 
Έπειτα άρχισε να τσιρίζει και έδειχνε φοβισμένη. «Παίσιε, με καίς, με καίς, θέλεις να με στείλης πίσω στα τάρταρα. . . Και αυτή η χαμένη όλο σε μοναστήρια με φέρνει. . . τι την βοηθάς; Με καίς, με καίς», και στρίγγλιζε δυνατώτερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, που υπήρχε φόβος να σπάση το κεφάλι της. Ήταν φανερό ότι την πείραζε ο δαίμονας.
«Α. . . αααά, φώναζε πάλι. . . Να, ήρθε και η Μαρία τώρα. . . με καίς Παίσιε», είπε με μια δυνατή φωνή και έμεινε ακίνητη σαν να λιποθύμησε.
Πλησίασαν διστακτικά οι παριστάμενοι για να την βοηθήσουν, ενώ οι γυναίκες φρόντιζαν να την σκεπάζουν με τα ρούχα της. Αφού την τακτοποίησαν, την σήκωσαν από το πάτωμα. Είχε ανοίξει τα μάτια της και έκλαιγε ήρεμα και βουβά. Μιά ευχαριστία ξεχύθηκε από τα βάθη της καρδιάς της.
«Σ ευχαριστώ, Γέροντα. . . Σε ευχαριστώ, Θεέ μου», έλεγε και ξανάλεγε με πολλή ευγνωμοσύνη. 
Σηκώθηκε, πήγε μπροστά σε μια εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και αναλύθηκε σε δυνατούς λυγμούς: «Θεέ μου. . . Θεέ μου. Πως με καταδέχθηκες την ανάξια. . . Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, σε ευχαριστώ, Γέροντα. . . Δεν άξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια».
Η όλη σκηνή ήταν πολύ συγκινητική. Ύστερα χαιρέτησαν με ευγνωμοσύνη την αδελφή και έφυγαν.
Η γυναίκα αυτή είχε δαιμόνιο. Φεύγοντας ανέφερε ότι το προηγούμενο βράδυ είδε στον ύπνο της τον γέροντα Παίσιο που της είπε: «Έλα στον τάφο μου και θα σε κάνω καλά». Ήρθε στο Μοναστήρι, ρώτησε που είναι ο τάφος του Γέροντα, προσκύνησε τον τάφο και ύστερα ήρθε στην έκθεση, όπου συνέβησαν τα παραπάνω.
Όπως στους άρτους......
Κάποιος επισκέπτης του Γέροντα πίστευε ότι στην εποχή μας δε γίνονται θαύματα.
 Ό Γέροντας διέγνωσε τη δυσπιστία του και του είπε: 
- Πάρε αυτό το κουτί και κέρασε τους επισκέπτες.
(Οι επισκέπτες ήσαν περίπου 12 και το κουτί είχε τρία γλυκά).
- Μα, Γέροντα...
- Κάνε όπως σου λέω και πάρε και εσύ κέρασμα.
(Πράγματι αφού τους κέρασε όλους πήρε και ό ίδιος. Στο τέλος διαπίστωσε ότι στο κουτί υπήρχαν ακόμη τρία γλυκά).
- Τίποτα δεν είναι αδύνατο για το Θεό.
Είπε......
Για να δείτε πιο καθαρά τα παρακάτω κείμενα, κάντε αριστερό κλικ επάνω τους....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου