ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΚΝΑΝΑΣ Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ
(στις 6 ή στις 30 Ιουνίου, ή στις 9 Ιουλίου, του 1770 ή 71,
όπως αναφέρουν οι διάφορες πηγές)
Περπατώντας ανάμεσα στα όρθια και στα πεσμένα μάρμαρα, που έμειναν
για να δείχνουνε την τέχνη και τον πολιτισμό των προγόνων μας, μπορεί να
βρει κανείς όχι μονάχα πρόσωπα, στολίδια η χαράγματα, με θέματα
ειδωλολατρικά· μα και να διαβάσει γεγονότα χριστιανικά, χαραγμένα από
χέρια χριστιανών, πάνω στη σκληρή πέτρα, που είναι ένας λίθινος, μα
πολλές φορές ωστόσο, ένας καλός και πιστός χρονογράφος. Έτσι μπορεί να
βρει κανείς -και σήμερα ακόμη- ένα σύντομο και ολιγόλεξο
χάραγμα, σ΄
έναν από τους σωζόμενους στύλους του Ολυμπίου Διός, που περιέχει σε
συντομία το μαρτύριο ενός Αθηναίου Νεομάρτυρος. Άμα προσέξει πολύ ο
ευλαβικός περιηγητής, που δεν θαμπώνεται από τους τεράστιους σπόνδυλους
των μαρμάρων, θα δει κάτι τρεμουλιαστά γράμματα, χαραγμένα με πολλή
συγκίνηση –κ΄ ίσως και με πολύν τρόμο- από το χέρι κάποιου φιλομάρτυρος
χριστιανού: «1771 Ιουλίου 9 αποκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης». Δηλαδή
πριν από δυο αιώνες έγινε το μαρτύριο. Αν θελήσεις να βρεις ύστερα ποιος
ήταν αυτός ο «Μιχάλης Πακνανάς», που αποκεφαλίσθη, θα σε πληροφορήσει ο
συναξαριστής της Εκκλησίας: «τη αύτη ήμερα ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο
κηπουρός, ο εν Αθήναις μαρτυρήσας, ξίφει τελειουται». Και φαίνεται να
έδειξε μεγάλη γενναιότητα και υπομονή στο μαρτύριο, γιατί στο γνωστό
δίστιχο σημειώνεται:
Τι καχ’ ολίγον λαιμόν, και σπαθηφόρε, τέμνεις; Μιχαήλ ου πτοείται την σπάθην·
Με
οδηγο το «Χρονικον» των Αθηνών και το πολύτιμο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του
αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, ας γυρίσουμε δυο αιώνες πίσω, για να
τιμήσουμε τη μνήμη του Αθηναίου νεομάρτυρος Μιχαήλ.
Ο
άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ γεννήθηκε, στην ένδοξη πόλη των Αθηνών από πολύ
φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, γύρω στα 1750. Η μεγάλη φτώχεια των γονέων
του δεν του επέτρεψε να μάθει γράμματα· κ’ έτσι, αγράμματος κι απλοϊκός,
μα με πολύ μεγάλη πίστη στο Χριστο και στην ορθοδοξία, μεγάλωνε ο
Μιχαήλ κοντά στους ευλογημένους γονείς του. Σαν άρχισε να μεγαλώνει, ο
πατέρας του τον πήρε κοντά του να τον βοηθάει στους κήπους, όπου
δούλευε. Δούλεψε κάμποσα χρόνια έτσι, δίπλα στον πατέρα του. Μετά, σαν
έχασε τον πατέρα του, αγόρασ’ ένα γαϊδουράκι και μ’ αύτό έβγαινε στα
γύρω απ’ την Αθήνα χωριά, και κουβαλούσε κοπριά για τους κήπους, που
καλλιεργούσε πρώτα ο πατέρας του. Καμμιά φορά ψώνιζε απ’ την πολιτεία
πράγματα που δεν είχαν οι χωρικοί στον τόπο τους, κι όταν πήγαινε στα
χωριά τους τα πουλούσε· έτσι περνούσε τη ζωή του ο Μιχαήλ, με πολύν κόπο
και ίδρωτα, πότε στους κήπους των πλουσίων Αθηναίων, πότε στα
δυσκολοπάτητα τότε χωριά γύρω απ’ την Αθήνα, δοξάζοντας το Θεό που τον
φύλαγε πιστό ορθόδοξο χριστιανό, ανάμεσα στους άπιστους αγαρηνούς, στους
οποίους τότε ήταν σκλάβοι οι περισσότεροι Έλληνες.
Μια
μέρα, όμως, καθώς γυρνούσε από τα χωριά, εκεί κοντά στο έμπα της
Αθήνας, απάντησε τους φύλακες της χώρας, που ήταν άνθρωποι του Βοεβόδα,
αγαρηνοί κι αυτοί και άπιστοι. Από καιρό τώρα τον είχανε βάλει στο μάτι,
και καθώς τον έβλεπαν απλοϊκό κι αγράμματο, νόμιζαν πως θα τον έκαμναν
αμέσως ν’ αλλαξοπιστήσει. Και γι’ αυτό έχουν έτοιμες τώρα ένα σωρό
συκοφαντίες για το Μιχαήλ· η κυριώτερη ήταν, πως πήγε μπαρούτι στους
κλέφτες, τους αρματωμένους Έλληνες, που ήταν πάνω στα βουνά και όπως
αναφέρει το «Χρονικόν» των έρχονταν μαζί με άλλους όμοιούς τους
καθημερινά και τον ανάγκαζαν με χίλιους δυο τρόπους να «τουρκίση»,
δηλαδή ν’ αλλάξει την πίστη του. Μα αυτός, παρόλο που δεν ήξερε και
πολλά γράμματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει το Χριστό και να προσκυνήσει τους
ψευδοπροφήτες των απίστων, δεν θα πετούσε το άγιο Ευαγγέλιο, για να
πάρει το Κοράνιο. Η ορθοδοξία των πατέρων του είχε χαράξει πολύ βαθιά
την πίστη μέσα του, και τίποτα δε θα μπορούσε να την ξεριζώσει.
“Ω,
αγιασμένη πίστη του Χριστού μας! Πόσο σοφούς κάνεις εκείνους που σε
έχουν ζωντανή μέσα τους, κι ας είναι απλοϊκοί κι αγράμματοι. Και πόσο
δυναμώνεις το κορμί και τη ψυχή εκείνων, που αφήνονται με μια τυφλή
εμπιστοσύνη στην ευλογημένη θεία δύναμη σου!
Πέρασε
κάμποσος καιρός, χωρίς να φέρουνε κανένα αποτέλεσμα οι πιέσεις και τα
διάφορα μέσα των αγαρηνών. Όταν πια τελείωσε η υπομονή και η αντοχή
τους, άρχισαν να τον φοβερίζουν, πως, αν δεν θελήσει ν’ αλλάξει την
πίστη του και να γίνει Τούρκος, έχουν απόφαση και διαταγή να τον
θανατώσουν. Αυτή την απόφαση την άκουσε κ’ ένας ζηλωτής ορθόδοξος με τ’
όνομα Γεώργιος, και φοβήθηκε μήπως ο ευλογημένος Μιχαήλ, που ήταν μέσα
στα δεκαοχτώ του χρόνια, νέος πολύ για να μη λογαριάζει τη ζωή και τις
χαρές της, κλονιστεί στην πίστη του και αλλαξοπιστήσει. Πάει λοιπόν στη
φυλακή, δίνει με τρόπο «άσπρα», ήγουν φλουριά, στους φύλακες, για να τον
αφήσουνε να δεί τον Μιχαήλ. Τον βρήκε να προσεύχεται γονατιστός, με
δάκρυα στα μάτια. Έμειναν οι δυο ώρα πολλή μαζί, πότε κάνοντας προσευχή
και πότε ψέλνοντας τροπάρια της Εκκλησίας. Ύστερα άνοιξε το στόμα του
«εις λόγους παρηγοριάς». Προσπάθησε, με όση δύναμη έχουν τα λόγια ενός
πιστού τέκνου της Ορθοδοξίας, να τον στερεώσει στην πίστη του Χρίστου
και να τον ενθαρρύνει στο δρόμο του μαρτυρίου, που ανοίγονταν ήδη
μπροστά του. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε το Μιχαήλ, τον ασπάστηκε κ’
έφυγε ψιθυρίζοντας λόγια προσευχής.
Οι
δαρμοί και τα βασανιστήρια του Μιχαήλ συνεχιζότανε άπ’ τους αγαρηνούς
ασταμάτητα. Όμως, όσο τον βασανίζανε, τόσο εκείνος γίνονταν πιο σταθερός
στην άρνηση του: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω· είμαι χριστιανός»! Τον
βγάζουν απ’ τη φυλακή και τον παρουσιάζουνε μπροστά στο Βοεβόδα,
ελπίζοντας πως με τις κολακείες του και τα πολλά ταξίματα (άσπρα,
φορέματα, χτήματα, πλούτη- ό,τι ήθελε), θα λύγιζε τον άγιο. Ο Νεομάρτυς
έμενε απαρασάλευτος στην πίστη του Χριστού, κι όλο επαναλάβαινε αυτές
τις δύο λέξεις: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω»! Ο Βοεβόδας τότε άρχισε τις
απειλές για τα ερχόμενα μαρτύρια και πως στα τελευταία θα τον θανατώσει
αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος έλεγε και ξανάλεγε τις δυο εκείνες
λέξεις, δίχως να λιποψυχήσει. Τότε ο Βοεβόδας πιάνει και τον στέλνει
στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Γιάννενα, που έτυχε να βρίσκεται κείνες
τις μέρες στην Αθήνα. Έλπιζε πως εκείνος, φόβος και τρόμος καθώς ήταν
για τα μέσα που χρησιμοποιούσε σ’ όλους τους φυλακωμένους, θα γύριζε τον
Μιχαήλ στην πίστη τους. Μα κι ο Καλοπασσιάς, μ’ ό,τι κι αν του ‘ταξε
και μ’ όσες απειλές και βάσανα κι αν τον φοβέρισε τον Μιχαήλ, δεν
κατάφερε να πάρει άλλη λέξη απ’ το στόμα του, παρά αυτές τις δυο μονάχα:
«δεν τουρκίζω»! Σαν είδε ο Καλοπασσιάς πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε
με τα ταξίματα και τις απειλές, πιάνει το σατανικό όπλο της πονηριάς:
Μπρέ λωλέ, του λέγει, άρνήσου κατά το παρόν την πίστη σου, για να
γλυτώσεις τη ζωή σου, κ’ ύστερα πήγαινε σ’ άλλον τόπο, κ’ έχε πάλι την
πίστη σου. Αλλά ο Μάρτυς δεν έστεργε με κανέναν τρόπο, αλλά φώναζε
ακατάπαυστα: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω». Βλέποντας λοιπόν τον άγιο
Μιχαήλ ο φοβερός Καλοπασσιάς αμετασάλευτο στην πίστη του, τον στέλνει
στον κριτή πια για να τον δικάσει. Κ’ εκείνος, βέβαια, πάσχισε να τον
αλλαξοπιστήσει με τους δικούς του τρόπους, πριν να τον δικάσει, αλλά
είχε κι αυτός το ίδιο αποτέλεσμα: ο Άγιος του πετούσε κατάμουτρα το «δεν
τουρκίζω». Τότες θύμωσε κ’ εκείνος, κ’ έβγαλε την απόφαση για να τον
αποκεφαλίσουν.
Ο
Άγιος ατάραχος άκουσε την καταδίκη του, όπως ατάραχος ακολούθησε και
τους οπλισμένους υπηρέτες, που τον πήγαιναν στον τόπο της καταδίκης.
Δέσμιος, βασανισμένος κ’ εξουθενωμένος απο τα μαρτύρια, ο Άγιος δεν
δείλιαζε ολότελα, παρά έτρεχε με προθυμία στο μαρτύριο. Κι όταν στο
δρόμο που περνούσαν απαν-τούσε χριστιανούς, φώναζε παρακλητικά:
«συγχωρέστε με, αδέλφια, κι ο Θεός να σας συγχώρεση»! Σαν έφτασε στον
ορισμένο τόπο, γονάτισε, έκαμε την προσευχή του στον μεγάλο
Πρωτομάρτυρα, το Χριστό, κ’ έσκυψε το κεφάλι του μετά χαράς, σα να
περίμενε ζωή απ’ το σπαθί, και όχι θάνατο. Ο άπιστος αγαρηνός τον έπιασε
απ’ τα μαλλιά και τον εχτύπησε με το σπαθί στο λαιμό, μα διπλαριστά κι
όχι με την κόψη — για να τον κάνει να δειλιάσει και ν’ αρνηθεί το
Χριστό. Μα ο άγιος, με πολύ θάρρος, του έλεγε: «Χτύπα δια την πίστιν»! Ο
φονιάς τότε γύρισε τη μαχαίρα του από το κοφτερό μέρος, κι άρχισε να
του κόβει το λαιμό λίγο-λίγο, για να προλάβει, αν πονέσει, να μετανιώσει
και ν’ αλλοξοπιστήσει, αλλά μάταια πρόσμενε ν’ αλλάξει τη γνώμη του και
την πίστη του ο άγιος, που ολοένα και δυνατώτερα φώναζε: «κτύπα, δια
την πίστιν»! Τότε ο δήμιος θύμωσε πολύ, χτύπησε τον Άγιο με όλη του τη
δύναμη κ’ έκοψε την τίμια κεφαλή του, ενώ η ψυχή του, στεφανωμένη και
αγνισμένη μέσα στο αίμα του μαρτυρίου, ανέβαινε ν’ αναπαυθεί στους
κόλπους του Θεού (στις 6 η στις 30 Ιουνίου, η στις 9 Ιουλίου, του 1770 η
71, όπως αναφέρουν οι διάφορες πηγές).
Ο
άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, μαζί με το άλλο νέφος των
Νεομαρτύρων, που εστερέωσαν την ορθοδοξία μας, όχι με λόγους αλλά με το
αίμα του μαρτυρίου τους, κατά τους πικρούς χρόνους της Τουρκοκρατίας,
όχι μονάχα βοήθησαν να μην πεθάνει πνευματικά το Γένος, αλλά εθέρμαναν
και αναζωογόνησαν την κουρασμένη κι αδυνατισμένη πίστη των χριστιανών.
Έπρεπε να γνωρίσει η ορθοδοξία την πικρή δοκιμασία και το βάπτισμα στο
αίμα του μαρτυρίου, για ν’ ανανεώσει την πίστη της προς το Χριστό ! Κι
όταν ο φόβος του Θεού είχε λιγοστέψει, όταν η πίστη γινόταν όλο και πιο
πολύ ασθενική, όταν η κακία μεγάλωνε και το Ευαγγέλιο σκονίζονταν από
την απραξία, όταν η αρετή είχε χάσει τ’ όνομά της κ’ η ελπίδα είχε
πνιχτεί στο σκοτάδι, τότε ο Θεός μας έστειλε το φωτεινό αυτό νέφος των
Νεομαρτύρων, για να γίνει: α) ανακαινισμός όλης της ορθοδόξου πίστεως,
κατά την έκφραση του αγίου Νικόδημου, β) να μένουν αναπολόγητοι οι
αλλόπιστοι την ήμερα της Κρίσεως και γ) να είναι δόξα μεν και καύχημα
για την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, έλεγχος δε και καταισχύνη για τους
αιρετικούς και τους ετεροδόξους.
Φαίνεται,
όμως, πως και σήμερα έχει κρυώσει μέσα μας η πίστη στο Χριστό· και μόνο
ο Θεός γνωρίζει πως και πότε θα δοκιμαστεί και η δική μας πίστη «ως
χρυσός εν χωνευτηρίω» (Σοφ. Σολ. γ’ 6). Γι’ αυτό και παραδείγματα σαν
τον άγιο Μιχαήλ το νεομάρτυρα πρέπει συχνά να έρχονται στη σκέψη μας,
γιατί μεγαλώνουν μέσα μας την πίστη, μας πλησιάζουν πιο πολύ με τον
ουράνιο Νυμφίο της ψυχής μας, και μας δίνουν τη δύναμη, αν χρειαστεί, να
τρέξουμε πρόθυμοι προς το μαρτύριο. Κι ας μην ξεχνούμε την ωραία γνώμη
του ιερού Χρυσοστόμου, πως «το μαρτύριον ου τη αποφάσει κρίνεται μόνον,
αλλά και τη προθέσει· ουκ επειδάν αποτμηθή ο Μάρτυς, τότε γίνεται
Μάρτυς, αλλ’ αφ’ ου αν την πρόθεσιν επιδείξηται Μάρτυς εστί, καν μη πάθη
τα μαρτύρια».
Μα,
αν ήθελε κανείς να ιδεί πόσο έχουμε στο νου μας και πόσο τιμούμε τους
αγίους Νεομάρτυρας, που σ’ αυτούς χρωστούμε όχι μονάχα την ορθοδοξία
μας, αλλά και αυτή την εθνική υπόσταση μας (και αυτό δεν είναι απλός
λόγος αλλά η πραγματική αλήθεια), ας ζητήσει να ιδεί ένα εκκλησάκι για
τον άγιο Μιχαήλ, τον Αθηναίο νεομάρτυρα. Μέσα στον κυκεώνα αυτόν και τον
ασίγαστο πυρετό της «λιθομανίας», δε βρέθηκεν άνθρωπος, δεν βρέθηκε
τόπος, δεν βρέθηκαν λίγα «άσπρα» να βγάλουν απ’ τη φυλακή της αφάνειας
τον άγιο και να τον βάλουν σ’ ένα παρεκκλήσι, με μια εικόνα κ’ ένα
καντήλι. Έχουμε καιρό, και τόπο, και χρήματα, για να χτίζουμε
πολυκατοικίες και μέγαρα, κινηματογράφους και θέατρα, να δένουμε τη ψυχή
μας σε κινητά και σε ακίνητα. Μα για να δείξουμε την ευλάβεια μας σ’
εκείνους, που πρόσφεραν το αγιασμένο αίμα τους, για να στηρίξουν την
πίστη μας, δεν έχουμε..
Ίσως
δεν ήτανε ποτέ τόσο επίκαιρα τα λόγια του άγιου Νικόδημου, που μας
λέγουν πως πρέπει να πολιτευόμαστε για να είναι γερή, σταθερή και
ορθόδοξη η πίστη μας. «Δια να έχετε, λέγει, στερεότητα εις την πίστιν,
είναι ανάγκη να έχετε καίι ζωήν χριστιανικήν, ακόλουθον της τοιαύτης
πίστεως· ήγουν συντροφευμένην με καλά έργα· διατί, καθώς η ορθή και αγία
πίστις γέννα και στερεώνει την ορθήν και αγίαν ζωήν, έτσι και
αντιστρόφως και η αγία ζωή, γεννά και στερεώνει την αγίαν πίστιν, και
ένα του άλλου είναι συστατικόν, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Και βλέπομεν
με το έργον, ότι όσοι αρνούνται την πίστιν του Χριστού η πίπτουν εις
δόγματα πονηρά, ούτοι είναι πρότερον διεφθαρμένοι από μίαν ζωήν πονηράν,
εμπαθή και διεστραμμένην · εάν χριστιανικήν ζωήν έχετε, όχι μόνον εσείς
θέλετε φυλάξει την ορθόδοξον πίστιν, όχι μόνον εσείς δεν θέλετε γένει
αίτιοι να βλασφημούν οι ασεβείς το άγιον όνομα και την πίστιν του
Χριστού, αλλά και τους αλλόπιστους θέλετε παρακινήσει να επιστρέφωσιν
εις αυτήν, βλέποντες το φως των καλών έργων σας, ως είπεν ο Κύριος:
«Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα
καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς».
Πηγή: Π.Β. Πάσχου, «Έρως Ορθοδοξίας», Εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα, 19874
Από "Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου (και όχι μόνο)"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου