Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα την αναπαύουν ιστορίες από το Γεροντικό και -όταν την κυκλώνουν του βίου οι ζάλες- στέκεται και -με τις ώρες- χαζεύει εικόνες Γερόντων. Ακουμπά στα ξέθωρα ζωστικά και στα υπερκόσμια βλέμματα τις μέριμνες και τα παράπονα και αλαφρώνει.
Έτσι έκανε και χθες το βράδυ που γύρισε από το Ίδρυμα.
Είχε φέρει μαζί της βλέμματα παιδιών εγκλείστων, που δεν έλεγαν να την αφήσουν ήσυχη.
Πρώτη φορά πήγε, με μια μικρή ομάδα φίλων.
Οι άλλοι πηγαίνουν συχνά. Αυτή μόλις άρχισε...Οι άλλοι ήταν πιο άνετοι. Αυτή ένιωθε πως τα μάτια των παιδιών την τρυπούσαν, όπου
την είχαν κοιτάξει. Μαύρα μάτια καρφωμένα στα μαλλιά της, εκείνα τα
παράξενα γκρίζα χωμένα στους δικούς της οφθαλμούς, μάτια παντού πάνω της
σαν χαλάζι που την χτύπησε και την πλήγωσε. Και όμως ήταν ανοιξιάτικο
το απόγευμα....
Παιδιά μικρά, άλλο 12, άλλο 15, λίγα πάνω από 16 μέχρι 18. Τα έφεραν εδώ για να... σωφρονιστούν κι αυτά κρέμασαν το τσιγάρο στα χείλη με την υποβόσκουσα αναίδεια-αντίσταση και κοιτούσαν. Απλά κοίταζαν σαν να περίμεναν απαντήσεις που η ίδια δεν είχε.
Τα παιδιά μιλούσαν για "μπάτσους", για το πώς έφυγαν κάποια στιγμή αλλά τους έπιασαν, έπαιζαν μπάλα ουρλιάζοντας αυτά που αλλιώς δεν μπορούσαν να πουν, και τα μάτια τους είχαν ένα κενό στην διαδρομή μέχρι να γίνουν θέαση τους οι επισκέπτες. Τότε τα βλέμματα υποκρίνονταν υπακοή αλλά πίσω της το έβλεπες το βέλος που σου πετούσαν και ήταν αιχμηρό γιατί εσύ ήσουν η κοινωνία που δεν κατάλαβε, ο κόσμος που αρνήθηκε να τα αγαπήσει. Ήσουν απλά το σύστημα που μίσησαν και τους μίσησε.
Τους χαμογελούσε αυτή και τους πείραζε για τις ποδοσφαιρικές ομάδες, για να βρει δίοδο προς τα μέσα τους. Άλλα "τσίμπησαν" και άλλα την κοίταξαν με απορία.
Δεν ήθελε να τα πείσει. Ήθελε μόνο να τους πει "σ' αγαπώ" και να μην κλείσουν τ' αυτιά τους. Μάλλον δεν μπόρεσε.
"Την άλλη φορά" μονολόγησε και ακούμπησε τα κάρβουνα των ματιών τους στους ασκητές που κοίταζε. Ετούτοι την είδαν παραξενεμένοι αλλά ήξεραν τί ζητούσε και θα το κάνουν....
"Μα πώς να κουβαλήσω εγώ στον ουρανό τόσα βλέμματα;" είπε μάλλον επιθετικά και πρόσθεσε " Αφήστε και στην ποδιά της Κυράς μερικά".
Παιδιά μικρά, άλλο 12, άλλο 15, λίγα πάνω από 16 μέχρι 18. Τα έφεραν εδώ για να... σωφρονιστούν κι αυτά κρέμασαν το τσιγάρο στα χείλη με την υποβόσκουσα αναίδεια-αντίσταση και κοιτούσαν. Απλά κοίταζαν σαν να περίμεναν απαντήσεις που η ίδια δεν είχε.
Τα παιδιά μιλούσαν για "μπάτσους", για το πώς έφυγαν κάποια στιγμή αλλά τους έπιασαν, έπαιζαν μπάλα ουρλιάζοντας αυτά που αλλιώς δεν μπορούσαν να πουν, και τα μάτια τους είχαν ένα κενό στην διαδρομή μέχρι να γίνουν θέαση τους οι επισκέπτες. Τότε τα βλέμματα υποκρίνονταν υπακοή αλλά πίσω της το έβλεπες το βέλος που σου πετούσαν και ήταν αιχμηρό γιατί εσύ ήσουν η κοινωνία που δεν κατάλαβε, ο κόσμος που αρνήθηκε να τα αγαπήσει. Ήσουν απλά το σύστημα που μίσησαν και τους μίσησε.
Τους χαμογελούσε αυτή και τους πείραζε για τις ποδοσφαιρικές ομάδες, για να βρει δίοδο προς τα μέσα τους. Άλλα "τσίμπησαν" και άλλα την κοίταξαν με απορία.
Δεν ήθελε να τα πείσει. Ήθελε μόνο να τους πει "σ' αγαπώ" και να μην κλείσουν τ' αυτιά τους. Μάλλον δεν μπόρεσε.
"Την άλλη φορά" μονολόγησε και ακούμπησε τα κάρβουνα των ματιών τους στους ασκητές που κοίταζε. Ετούτοι την είδαν παραξενεμένοι αλλά ήξεραν τί ζητούσε και θα το κάνουν....
"Μα πώς να κουβαλήσω εγώ στον ουρανό τόσα βλέμματα;" είπε μάλλον επιθετικά και πρόσθεσε " Αφήστε και στην ποδιά της Κυράς μερικά".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου