Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2013

Στις 12 το μεσημέρι, στις ηλιογραμμές...


Ξημέρωσε όμορφη η μέρα: Με τον ήλιο του Οκτώβρη κρεμασμένο πάνω της -σαν παιδί στο φουστάνι της μάνας του-, με μια ζέστη δωρισμένη από το αξόδευτο των  καλοκαιριών, με τον Αη Δημήτρη να σελώνει το άλογό του -για τις 26 του πανηγυριού-, με τους ήρωες να αναδεύονται για να ξεμουδιάσουν στη γη που τους έθαψαν -καθώς είναι δική τους, το αίμα τους της έδωσε την τελική υφή- και με μας περιπατητές- ακροβάτες στο τεντωμένο σκοινί, που μας όρισαν οι εξουσίες να βαδίσουμε (με την ελπίδα ότι θα γκρεμοτσακιστούμε).

Όμως ετούτη δεν είναι μέρα για θάνατο καθώς στις γειτονιές που αγαπήσαμε ανασταίνονται -στο πέρασμά μας- όσα ερωτευτήκαμε και εκείνα που υπήρξαν φυλαχτά μας.
Τον θυμάμαι τον Σταμάτη, το πειραχτήρι της τάξης. Λίγο μετά που τελειώσαμε το δημοτικό σχολείο σκοτώθηκε, κάνοντας μια σούζα με το μηχανάκι. Περνώντας σήμερα από το σπίτι του το είδα κλειστό, ερημωμένο (άραγε ζουν οι δικοί του;) αλλά δεν λυπήθηκα καθώς νομίζω πως ανάμεσα στα πεσμένα ξερόφυλλα της κληματαριάς, άκουσα το γέλιο του.....Βάζω στοίχημα πως δεν ήθελε να λείψει από τούτη τη λιακάδα και πήρε άδεια νάρθει....Ή μήπως την έκανε από την Εδέμ, για να είναι στην παρέλαση; 
Εν τω μεταξύ, απέναντι, στο σπίτι του Τάσου του συμμαθητή μας μένουν άλλοι. Ο Τάσος δεν θα είναι στην παρέλαση γιατί πέθανε πριν λίγο καιρό κι' εγώ, που κρυφά τον είχα ερωτευτεί -στα 10 μου-, αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να πεθαίνουν οι ωραίοι και οι σημαιοφόροι (ο Τάσος κρατούσε την σημαία στις παρελάσεις). 
Μετά χτύπησε 12 το ρολόι της εκκλησίας και ξέχασα καθώς στο προαύλιο του ναού άρχισαν να περπατούν -ακριβώς πάνω στη γραμμή του ήλιου- ο παπα-Δημήτρης που πέθανε στα ενενηντατόσα του και ήταν ο ιερέας που βάφτισε την γενιά μου και μετά μας έκανε το κατηχητικό, ο παπα-Κώστας που είναι θαμμένος στο μοναστήρι, τα παπαδάκια που τώρα είναι άντρες, οι φίλοι του αδελφού μου με κοντά παντελονάκια αταίριαστα στην τωρινή τους ηλικία και όλοι εκείνοι που μας κυνήγησαν ή τους κυνηγήσαμε στις ευτυχισμένες παλαιές Κυριακές, απολείτουργα: Η χαζοΦταλιώ που έσερνε το τσουβάλι, ο Γιάννης που έμοιαζε με έναν εκ των αγίων Αναργύρων της εικόνας, ο τυροπιτάς με την λευκή μπλούζα "δίφραγκο η τυρόπιτα", ο "κουλουράκια ζεστά", ο παππούς μου με όλα εμάς τα εγγόνια συνωστισμένα γύρω από το μπαστούνι του (ως εκεί έφτανε το ύψος μας...) για να του φιλήσουμε το χέρι και να πάρουμε το χαρτζιλίκι και όλες οι Μαρίες, οι Αντιγόνες και οι Κούλες της γειτονιάς -"θαρθείς για καφέ;" -"μπα, θέλω να να μαγειρέψω".
Από κοντά περπάτησαν στο πλακόστρωτο οι άντρες. Δυνατοί, μουστακαλήδες οι περισσότεροι, κουστούμια με φροντίδα γυναίκας, πουκάμισα λευκά απαστράπτοντα την οικεία νοικοκυροσύνη και ευφραινόμενα ακόμη από το κολλάρισμα των γιακάδων τους.
Έτσι γίνεται πάντα στους ήλιους των Φθινόπωρων ή έτσι έρχονται αρωγοί μας στις δύσκολες μέρες οι πεφιλημένοι....
Έχω δε την εντύπωση πως ακολουθούν τον Άγιο Δημήτριο που καταφτάνει για τους πανηγυριστές. Είναι κάτι σαν στρατός του που θα κατατροπώσει αυτούς που δεν πανηγυρίζουν και που δεν χειροκροτούν στην παρέλαση την τιμή των θυσιασθέντων.
Οι εχθροί εμάς - που ονειρεύομαστε πατρίδες στα μεσημβρινά πλακόστρωτα- μας λένε βλαμμένους ή παραλοϊσμένους ή πεπαλαιωμένους.
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να είμαστε αυτό που χλευάζουν και συνάμα φοβούνται...
Μην αποκάμετε αδέλφια να θυμάστε, να ονειρεύεστε, να ποθείτε και να προσεύχεσθε. 
Και όλο τούτο πάει να πει "μη φοβάστε να περπατήσετε στις ηλιογραμμές στις 12 το μεσημέρι που ο ήλιος χαμογελάει σε όσα αγαπήσαμε, σε όσα όρισαν Ελλάδα μέσα μας, σε όσα δικαιώνονται μόνο επειδή δεν ξεχάσαμε (και δεν θα ξεχάσουμε, φυσικά...).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου