Τρίτη, Σεπτεμβρίου 03, 2013

Είναι δύσκολο να τρως πασατέμπο, τον Σεπτέμβρη....

Δίχως την υποβόσκουσα γλύκα άλλων χρόνων μπήκε τούτος ο Σεπτέμβριος, σκοντάφτοντας σε πτώματα χριστιανών κάπου ανατολικά μιας παλιάς Εδέμ (εκεί στη Συρία), ανασύροντας προφητείες καταιγίδας (με μόνο ουράνιο τόξο το έλεος Του), αναζητώντας την δικαιωματική ποίηση σε ανθρώπους κουρελιασμένους από τους φόβους που καραδοκούν σε γραμματοκιβώτια, ειδοποιήσεις, ειδήσεις, νοσοκομεία δίχως γιατρούς, τσουκάλια δίχως φαγητό, καλοριφέρ προορισμένα να παγώσουν στα χιόνια που θάρθουν αλλά -κυρίως- φόβους που τη νύχτα γίνονται δάκρυα, σε όνειρα που δεν θέλεις να δεις.

Οι γριές σώπασαν τα παραμύθια γιατί τα παραμύθια -προϊόντος του χρόνου- θα χρειαστούν ψητά κάστανα και δεν θα τα έχουμε πια.
Τα παιδιά δεν λένε για χρωματιστά μολύβια γιατί οι γονείς δεν χαμογελούν, παρά το γκρίζο του βεβιασμένου γέλιου.
Οι άντρες δεν σηκώνουν τα κορμιά σε έρωτες γιατί ο έρωτας θέλει αλήθεια και κόκκινο και στις μέρες μας ανεμίζουν χάρτινες, φτηνές σημαίες πόρνης εξουσίας.
Οι γυναίκες απλά κλαίνε, δίχως να ξέρουν αν είναι παράπονο μόνο ή αν πέρασαν στον χώρο του ανείπωτα οδυνηρού και τρέμουν το ανεπίστροφο.
Τα απογεύματα, όταν πάει να γλυκάνει -σπλαχνικά- ο ήλιος, σηκώνεται αέρας και σκοτεινιάζει έναν ανεπίκαιρο χειμώνα που κρατάει όσο να πέσει το σκοτάδι και να τα σκεπάσει όλα με μια ζέστη "κουφόβραση" (καθώς έλεγαν παλιά), "κουφή" εποχή (καθώς λέμε τώρα), κουφά ώτα ημερησίων εξουσιαστών (καθώς υποφέρουμε τώρα).
Τις νύχτες τρώμε -ξανά- πασατέμπο στις αυλές, εις ανάμνησιν.
Αργά, περασμένα μεσάνυχτα, μαζεύουμε τα φλούδια ένα- ένα και τα φυτεύουμε εντός μας σαν παλιά όνειρα, σαν καινούργιες ελπίδες...
Δεν πρέπει να ποτίζεις ποτέ τα φλούδια του πασατέμπου. Είναι τόσο λάθος όσο και το να πιστεύεις ότι ο πασατέμπος έχει πτώση γενική. 
Και όμως το αγαπάς αυτό το λάθος: Λες "του πασατέμπου" και παίρνεις το μικρό παιδικό σου ποτιστηράκι, ποτίζεις τα μασημένα απομεινάρια του και τούτο σε σώζει: Βρέχοντας και βρέχοντας τα, αρχίζει να αναδύεται από τις πλάκες της αυλής μια παλιά Βουγιουκλάκη, ένας Κοντορεβυθούλης, ένα λουκούμι σε παλιό δίσκο, μια δαντέλα -της φευγάτης γιαγιάς σου- μισοπλεγμένη, μια τσάντα σχολική και μετά Εκείνη η Κυρά που την έχεις για τα πολύ δύσκολα....
Εκείνη που μόνο την νιώθεις -καθώς αναίτια τρίζουν τα ποτισμένα τσόφλια- και μουρμουράς "ήρθες πάλι" και βιάζεσαι να αποσυρθείς, για να Την πάρεις συντρόφισσα στον ύπνο σου.....
Για να μην χαθεί -ολότελα- η γλύκα του Σεπτέμβρη, για να μην σβήσει η ελπίδα που διδάχτηκες, για να μην κλαίνε μέσα σου οι Κυριακές που κοινώνησες, για να μην τους αφήσεις να ποδοπατήσουν -με τα βέβηλα ποδάρια τους-τα αντίδωρα που αξιώθηκες, για να μην σωπάσουν -τελικά- οι καμπάνες που αντιστέκονται στο άβατό σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου