Παρασκευή, Ιουλίου 19, 2013

Τα φορτώσαμε... στον ακροβάτη της νύχτας

Η ζωή, αυτές τις μέρες, είναι όπως ο καφές μου (ελληνικός, μέτριος προς το πικρό - ευτυχώς στην γλώσσα μου κρατώ την αίσθηση της λίγης ζάχαρης). 
Μαθαίνω διαρκώς για κρυπτοφτωχούς που -κλεισμένοι σπίτι- δεν έχουν να φάνε, για αγαπητικές κινήσεις άλλων, λιγότερο φτωχών "μαζεύουμε για τον τάδε, φέρε ένα σακουλάκι μανέστρα ή ό,τι σου περισσεύει". 



Ακούω φίλους να μου λένε "πήρα 7 ευρώ κιμά και άφησα χρέος τα 2 ευρώ" και την ίδια στιγμή διαβάζω το μενού του Σόϊμπλε: Σαλάτα με προσιούτο και φιλέτο μοσχάρι, τον ταΐσαμε. Ναι, εμείς οι πεινασμένοι Έλληνες ταΐσαμε τον εκτελεστή μας, αυτόν που ήρθε για να αυξήσει τις αυτοκτονίες...
"Σαν ζητιάνα παρακαλούσα, όποιον ερχόταν να αγοράσει κάτι, να πάρουν τον γαμπρό μου σε δουλειά" μου έλεγε  η περιπτερού της γειτονιάς. 
ήμερα, επιτέλους, τον πήραν. Δόξα τω Θεώ" και έκανε το σημείο του σταυρού η γυναίκα, ενώ εγώ έψαχνα τα ψιλά στο τσαντάκι μου...
Φοβισμένοι άνθρωποι, φοβισμένοι καιροί, άγιοι ένα γύρω που προσέχουν μην πονέσει ο κόσμος περισσότερο από όσο του είναι ορισμένο και το ρούχο της Παρθένου να μας σκεπάζει και να μας προστατεύει από τον πειρασμό του γογγυσμού, που καραδοκεί.
Τις νύχτες, ξεφορτώνω τα τρεμάμενα των ημερών πηγαίνοντας απέναντι, στην αυλή της Ζωής (όνομα και πράγμα). 
Καθισμένες, με τον τρόπο που έγραφα στο κείμενο Πίσω από το αγιόκλημα, κοιτάζουμε -σωπαίνοντας- τον άδειο δρόμο ή λέμε συναξάρια που διαβάσαμε, μουρμουρίζουμε ψαλμικά που μας "κολλάνε" κατά καιρούς (τελευταία λέμε "Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει") ή μιλάμε για ανθρώπους που άρχισαν θητεία στην πείνα, πριν από μας....
Δεν έχουν μελαγχολία όλα αυτά. Έχουν κάτι δικό τους, έναν μικρό ακροβάτη, θα έλεγα, που περπατά σε σκοινί "ένα βήμα και χάθηκα, ένα βήμα και σώθηκα". 
Είναι ιδιαίτερο πράγμα αυτό:Ένα σταυρουλάκι ελπίδας, ένας σταυρός πόνου, ένα "αχ" που δεν θα τόλεγες προσευχή, ένα "Κύριε ελέησέ μας" που θα το έλεγες άνετα "Χριστός Ανέστη".
Χθες, μετά τα μεσάνυχτα, πέρασε μία γνωστή, μας είδε, φρενάρισε, κλείδωσε το αυτοκίνητο και κατέβηκε.
"Καλέ τί κάνετε τέτοια ώρα;" είπε γελώντας. Δεν απαντήσαμε. 
Κάθισε και αρχίσαμε μασλάτια. Θυμηθήκαμε τις εποχές "καρεκλάκια έξω", ρωτήσαμε για την φιλενάδα της που έχει ασαράντιστο τον νεκρό γυιό των είκοσι Ανοίξεων, μνημονεύσαμε τον δικό της αδελφό που "έφυγε" στα 29 του -πριν αρκετά χρόνια και -κάπου εκεί- κάτι ρώτησε αυτή, της απαντήσαμε "αυτό πρέπει να το ρωτήσεις στον πνευματικό σου" και κείνη μας είπε πως δεν έχει πνευματικό και ότι είναι ακοινώνητη 25 χρόνια!
Βουβαμάρα...Ευτυχώς ολόγυρα έκαναν πάρτι οι σκνίπες και αρχίσαμε να μιλούμε γι αυτές....
Αυτή απρόκλητα άρχισε να κλαίει ένα βουβό κλάμα. 
"Ξέρουμε κάποιον" ψελλίσαμε εμείς.
Τούτη την ώρα που γράφω, εξομολογείται στο πετραχήλι αυτού που ξέρουμε, δηλαδή Αυτού που της όρισε να περάσει και να μας βρει ξενύχτισσες στην αυλή.
Μα σας το είπα στην αρχή, πως κρατώ στην γλώσσα μου την αίσθηση της λίγης ζάχαρης....
Και επίσης σας είπα για τον μικρό ακροβάτη της νύχτας....που, το βράδυ που μας πέρασε, έδωσε ένα σάλτο και πέρασε απ' την πλευρά της ελπίδας!

1 σχόλιο:

  1. Η ταπείνωση πια είναι σαν τις μέρες μας. Τρέχει με ταχύτητες φωτός, αρκεί να ξεπεράσεις όσο μπορείς την παγίδα της ύλης. Την πρώτη μέρα που αποφάσισα πως δεν πήγαινε άλλο, πήγα στην μεγαλύτερη ενορία της γειτονιάς μου για ένα πιάτο φαΐ. Κανόνισα να παίρνω φαγητό από το συσσίτιο καθημερινά. Μου είπαν "Έλα αύριο στις 10 με το τάπερ σου αλλά να ξέρεις, τον Αύγουστο θα είμαστε κλειστά." Σκέφτηκα πως οι πρώτες 15 μέρες του Αυγούστου είναι μεγάλη νηστεία και δεν θα μου φανεί και για τις υπόλοιπες 15 κάτι θα γίνει. Λίγους μόλις μήνες πριν δεν θα πίστευα πως θα έφτανα ως εδώ. Εκείνο το πρωΐ της Πέμπτης που πρωτοστάθηκα στη σειρά ένοιωσα χαμένη, σαν να ζούσα σε μία εικονική πραγματικότητα. Την επόμενη όμως ένοιωσα λύτρωση. Δεν φταίω και ο Θεός το ξέρει. Δεν παραπονούμαι και ο Θεός το ξέρει. Δεν μιλώ - κάνω ασκήσεις σιωπής- και ο Θεός το ξέρει. Δεν έχω πάψει να είμαι άνθρωπος και ο Θεός το ξέρει. Δεν έχω πάψει να προσεύχομαι -ίσως με ένα διαφορετικό τρόπο- και ο Θεός με ακούει. Δεν έχω πάψει να ελπίζω και ο Θεός με δυναμώνει. Δεν λησμονώ και ο Θεός με παροτρύνει. Μέσα από την ταπείνωση της υλικής ένδειας δήλωσα παρούσα στον πνευματικό πλούτο και ο Θεός με αγκάλιασε. Δεν φοβάμαι γιατί με απελευθέρωσαν από όσα με τρόμαζαν και ο Θεός μου έδειξε πως δεν είμαι μόνη. Είναι Εκείνος, ο Άναρχος,ο Αέναος, ο Πανδημιουργός που έχει τον τελευταίο λόγο κι εγώ αισθάνομαι ασφαλής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή