Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

Μη γίνεσθε σκλάβοι ανθρώπων


Συγγραφέας: 
Κ. Ζουράρις


«La science est trop lente,
que la prière qalope
et que lumière gronde».

Αρ­θού­ρος Ρε­μπώ
«Une saison en enfer»
 

Υπάρ­χει στον πλα­νή­τη έ­νας τό­πος ό­που θάλ­λει ως κα­θε­στώς, μό­νι­μο διό­τι νό­μι­μο: η οι­κου­με­νι­κό­της. Τό­πος τέ­τοιος δεν εί­ναι βε­βαί­ως ο Ο­Η­Ε, διό­τι ε­κεί σα­ρώ­νει το Συμ­βού­λιο Α­σφα­λεί­ας του. και μέ­χρι να κα­ταρ­γη­θεί το Συμ­βού­λιο Α­σφα­λεί­ας, οι­κου­με­νι­κό­της δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει. Άλ­λω­στε, και με­τά α­πό την εν­δε­χο­μέ­νη του ε­ξα­φά­νι­ση, θα έ­πρε­πε να κα­ταρ­γη­θούν και οι ψη­φο­φο­ρί­ες α­πό τον Ο­Η­Ε. Με νό­μι­μο το νό­μι­μον, άλ­λω­στε, 51%-49%, κα­θε­στώς οι­κου­με­νι­κό­τη­τας δεν υ­φί­στα­ται. Κα­τα­τυ­ραν­νεί, α­πλώς, η δι­κτα­το­ρί­α της ψη­φο­φο­ρί­ας. Κι αν υ­πάρ­χει α­ντίρ­ρη­ση επ’ αυ­τού, ας ρω­τή­σου­με το νι­κη­μέ­νο 49%, πώς νοιώ­θει...
Ού­τε το Ι­ντερ­νέτ, βε­βαί­ως, πα­ρά­γει οι­κου­με­νι­κό­τη­τα, διό­τι άλ­λο κυ­κλο­φο­ρί­α κι άλ­λο ευ­φο­ρί­α. Αλ­λά και το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χεί­ο δεν πα­ρά­γει κα­θε­στώς οι­κου­με­νι­κό, διό­τι χρειά­ζε­ται να έ­χει ε­νο­ρί­ες. Χω­ρίς ε­νο­ρί­α, πα­τριαρ­χεί­ο Οι­κου­με­νι­κό δεν νο­εί­ται, ά­ρα, χω­ρίς κά­ποια του­λά­χι­στον ό­ρια, το Πα­τριαρ­χεί­ο παύ­ει υ­φι­στά­με­νο. Η οι­κου­με­νι­κό­της ό­μως εί­ναι έ­να κα­θε­στώς, που κα­ταρ­γεί το ό­ριον, εί­ναι πέ­ραν των ο­ρί­ων που θέ­τουν α­μοι­βαί­ως ή ε­τε­ρο­βα­ρώς οι άν­θρω­ποι, ό­πως π.χ. το τρα­γω­δί­ας ση­μα­ντι­κόν, «άρ­χο­μεν των ε­κεί, ί­να μη υ­πα­κού­ω­μεν άλ­λου»...

Η οι­κου­με­νι­κό­της, ως κα­θε­στώς για ό­λους τους κα­θε­στώ­τες, πρέ­πει να εί­ναι μί­α υ­πε­ρο­ρί­α, αλ­λοιώς ξα­να­πέ­φτει στο σύ­νο­ρο.
Το μό­νο, λοι­πόν, στον κό­σμο μη συ­νο­ρια­κό κα­θε­στώς, εί­ναι ο τρό­πος του Α­γί­ου Ό­ρους. Κι ό­μως έ­χει σύ­νο­ρα και μά­λι­στα πε­ριω­ρι­σμέ­να, α­φού αυ­τά ο­ρί­ζο­νται α­πό έ­ναν τό­πο μι­κρό κι έ­να κα­τά φύ­σιν ά­το­πον, δη­λα­δή την α­που­σί­α του θη­λυ­κού. Ο ό­ποιος ό­μως του βί­ου πλά­νης και των αν­θρω­πεί­ων γυ­ρο­λό­γος, αυ­τός, μό­λις πά­ρει α­ντί­δω­ρο το Ά­γιο Ό­ρος, γνω­ρί­ζει πια τι πά­ει να πει για τα σω­θι­κά­ του το «επ’ ε­λευ­θε­ρί­α ε­κλή­θη­τε, α­δελ­φοί».
Που­θε­νά, σε κα­νέ­να κα­θε­στώς, δεν νοιώ­θεις τό­σο ε­λεύ­θε­ρος, τό­σο α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νος α­πό την «προς αλ­λή­λους των καθ’ η­μέ­ραν ε­πι­τη­δευ­μά­των υ­πο­ψί­αν», που εί­ναι το τρα­γι­κό, ες α­εί, σύ­νο­ρο του θου­κυ­δι­δεί­ου κα­θε­στώ­τος για μια σώ­φρο­να συ­νύ­παρ­ξη με­τα­ξύ των εμ­φό­βων συ­μπαι­κτών του α­ντι­πά­λου δέ­ους. Ε­κεί, στο πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γί­ας, κα­ταρ­γεί­ται η πε­ρί κα­θε­στώ­τος ορ­θο­φρο­σύ­νη, που ε­πι­τάσ­σει ό­τι «τα πά­ντα υ­πό δέ­ους ξυ­νί­στα­ται», ώ­στε αυ­τά τα πά­ντα, να μπο­ρούν να συ­νί­στα­νται ως κα­θε­στώς της ε­τε­ρό­τη­τας των συ­μπαι­κτών, δη­λα­δή ως κα­θε­στώς ε­λευ­θε­ρί­ας. Διό­τι, ε­κεί, υ­πό την σκέ­πην της Ε­λε­ού­σας, βλέ­που­με στο πε­τσί μας και την σάρ­κα των άλ­λων να λει­τουρ­γεί­ται σε καθ’ ο­λο­κλη­ρί­αν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, το άλ­λως α­νέ­φι­κτον πα­ντού, το α­ψη­λά­φη­το αλ­λού, να πε­τυ­χαί­νει το ε­πί­τευγ­μα, το πα­νη­γυρ­τζί­δι­κο αυ­τό, «Θέ­λω δε υ­μάς α­με­ρί­μνους εί­ναι». Να λει­τουρ­γεί­ται και να λει­τουρ­γεί η α­με­ρι­μνη­σί­α, δη­λα­δή να ε­φαρ­μό­ζε­ται ε­μπρά­κτως η οι­κου­με­νι­κή των πά­ντων ε­λευ­θε­ρί­α, που κα­ταρ­γεί το δέ­ος μου ε­νώ­πιον του φο­βι­σμέ­νου ε­νώ­πιόν μου Άλ­λου: ε­λευ­θε­ρί­α οι­κου­με­νι­κά α­μέ­ρι­μνη, που κα­ταρ­γεί τα σύ­νο­ρα. Ο φό­βος πα­ρά­γει πά­ντο­τε τα σύ­νο­ρα, ε­νώ η οι­κου­μέ­νη έ­ξω βάλ­λει τον φό­βον!
Υ­πάρ­χει έ­να συ­νε­χές «δω­ρε­άν» στο Ά­γιο Ό­ρος, που δεν μπο­ρείς να το κα­τα­λά­βεις, αν δεν νοιώ­σεις, ό­τι αυ­τό το «δω­ρε­άν δό­τε» εκ­ρέ­ει α­πό μια α­έ­να­η έ­κρη­ξη ε­λευ­θε­ρί­ας, που ε­κρή­γνυ­ται ε­κεί, μέ­σα α­πό μί­α συ­νε­χή εν­δορ­ρη­ξί­α της αν­θρω­πα­ρε­σκεί­ας και του ε­γώ. Το «ε­γώ» αυ­το­κε­νού­ται, ό­χι α­πλώς μέ­σα σ’ έ­να κοι­νο­βια­κό «ε­μείς», αλ­λά σ’ έ­να  «ε­σύ» του πλη­σί­ον κι έ­τσι το κα­θε­στώς, ε­κεί, γί­νε­ται Δια­κο­νί­α. Και γνω­ρί­ζου­με -χω­ρίς ε­μείς να το πε­τυ­χαί­νου­με- ό­τι η Δια­κο­νί­α του πλη­σί­ον εί­ναι μια Οι­κου­με­νι­κό­της εν κι­νή­σει, που νι­κά το α­κί­νη­το σύ­νο­ρο του φό­βου.
Που­θε­νά αλ­λού, έ­ξω και πα­ντού, δεν βλέ­πεις να χτί­ζε­ται σκα­λί-σκα­λί, ε­κεί­νο το δυ­σθε­ώ­ρη­το αν­θρω­πί­νοις ο­φθαλ­μοίς το «υ­πέρ της ει­ρή­νης του σύ­μπα­ντος κό­σμου», ό­σο στο Πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γί­ας.
Μια α­νει­ρή­νευ­τη προ­σευ­χή υ­πέρ του σύ­μπα­ντος της ει­ρή­νης, μια ει­ρη­νευ­μέ­νη κα­ταλ­λα­γή υ­πέρ του ε­μπο­λέ­μου σύ­μπα­ντος κό­σμου, τέ­τοια οι­κου­μέ­νη ει­ρή­νης ορ­γώ­νει, σπεί­ρει, αρ­δεύ­ει και συ­νά­γει αυ­τός ο θε­ό­δο­τος στύ­λος της υ­πο­μο­νής. Μια ει­ρή­νη που α­να­παύ­ει δι­καί­ους και α­δί­κους, διό­τι κα­ταρ­γεί το δί­κιο και το ά­δι­κο του κα­θε­νός, διά της κε­νω­τι­κής -υ­πέρ του οιου­δή­πο­τε δι­πλα­νού- α­γά­πης.
Και ό­ταν κα­θε­στη­κυ­ί­α τά­ξις γί­νε­ται η α­γά­πη, ε­κεί, τα σύ­νο­ρα πά­σχουν την «κα­λήν αλ­λοί­ω­σιν» και με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε οι­κου­μέ­νη. Η α­γά­πη δεν γνω­ρί­ζει σύ­νο­ρα. Α­γά­πη κατ’ ε­πι­λο­γήν, δη­λα­δή α­γά­πη με σύν­ο­ρα-ό­ρια, ση­μαί­νει ό­τι ζη α­κό­μη ο «ζο­φώ­δης έ­ρως της α­μαρ­τί­ας», δη­λα­δή η ε­πι­βο­λή της η­δο­νής του ε­νός ε­πί της η­δο­νής του Ε­τέ­ρου. Στο θε­ο­φρού­ρη­το πε­ρι­βό­λι, ως ει­ρή­νη ιε­ρουρ­γεί η α­γά­πη. Η α­γά­πη ό­μως ση­μαί­νει οι­κου­με­νι­κή α­γκα­λιά και η α­γκα­λιά δεν κά­νει δια­κρί­σεις: α­γκα­λιά­ζει. Πλα­στουρ­γεί οι­κου­μέ­νη. «Ει θέ­λοι, δύ­να­σαι ό­λος πυρ εί­ναι», μάς πα­ρο­τρύ­νει, α­γα­πη­τι­κά και πε­ρι­γε­λα­στι­κά το Γε­ρο­ντι­κόν, ό­μοια με τους γε­λα­στούς Γέ­ρο­ντες του Ό­ρους, που σε πρα­ΰ­νουν, κο­ρο­ϊ­δεύ­ο­ντας τρυ­φε­ρά την γε­ώ­δη σου τρυ­φή. Αν θέ­λεις... Αν θέ­λεις, μπο­ρείς να γί­νεις φω­τιά και να πυρ­πο­λή­σεις τα α­να­λώ­σι­μά σου, τα νευ­ρω­σι­κά σου τα φθαρ­τά, αυ­τά  που σε πνί­γουν μέ­σα στη συσ­σώ­ρευ­ση των φθαρ­τών, μέ­σα σου. Αν θες, αν α­ντέ­χεις την α­ρι­στο­κρα­τι­κή σου έ­κρη­ξη, σπά­στα ό­λα! Ό­λα τα α­να­λώ­σι­μά σου, πέ­τα­ξέ τα ό­λα και, ει θέ­λοι, πέ­τα­ξε! Πο­τέ και που­θε­νά αλ­λού δεν α­κούγε­ται ως βρο­ντή ε­λευ­θε­ρί­ας και πρά­ξη υ­ψο­ποιού κε­νώ­σε­ως ο ε­πι­νί­κιος ύ­μνος, ναι, «τα Σα εκ των σων σοι προ­σφέ­ρο­μεν κα­τά πά­ντα και διά πά­ντα». «Ναι» στην α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του σαρ­κί­ου μας α­πό το σαρ­κί­ον μας, ά­ρα, «ναι», στην οι­κου­μέ­νη της ε­ρω­τι­κής Με­το­χής.
Στην Α­γί­α α­νη­φό­ρα του Ό­ρους, ό­λα τα «υ­λι­κά α­γα­θά», αλ­λά και ό­λα τα ά­υ­λα «α­γα­θά», ό­πως η πρω­τιά, το αρ­χη­γη­λί­κι, η αν­θρω­πα­ρέ­σκεια, ό­λα τους παίρ­νουν την κα­τη­φό­ρα και κα­τα­ντούν ε­κεί στη θά­λασ­σα το Ό­ρους, στα ψά­ρια που τρέ­φουν τους Μο­να­χούς και ε­μάς τους μο­να­χούς. Το πε­ρι­βό­λι της Κου­ρο­τρό­φου α­νή­κει σε ό­λους, Οι­κου­με­νι­κή ι­διο­κτη­σί­α της Παγ­γε­νη­άς και της Λα­ο­θά­λασ­σας, μας τρέ­φει ό­λους, ό­λους μας ντύ­νει και μας στο­λί­ζει. Ί­σους και α­ρι­στο­κρά­τες, Ο­μοί­ους, κα­τά Διά­κρι­σιν πά­ντο­τε της ζω­ο­ποιού μας νε­κρώ­σε­ως: ό­σο πιο πο­λύ το μα­δάς και το ψο­φάς μέ­σα σου το «δι­κό μου και δι­κό σου», τό­σο πλου­σιώ­τε­ρος γί­νε­σαι κι α­να­κα­λύ­πτεις και μέ­σα σου και προς τα έ­ξω σου, έ­να άλ­λου εί­δους αρ­χη­γη­λί­κι, πα­ρα­μυ­θια­σμέ­νο α­πό την υ­ψο­ποιόν σου κέ­νω­σιν και σαλ­τα­ρι­σμέ­νο προς την θέ­ω­σιν.
«Τα σα εκ των σων», προς τον κά­θε πλη­σί­ον δι­πλα­νό μας! Ό­λα δι­κά του ας εί­ναι! Και γι' αυ­τόν τον πλη­σί­ον, ό­λα δι­κά μου πρέ­πει να εί­ναι! «Αλ­λή­λων ι­σό­δου­λοι, αλ­λή­λων κύ­ριοι... εν τη α­μά­χω ε­λευ­θε­ρί­α» μας...  Έ­να πα­νη­γυρ­τζί­δι­κο μη­δέν-μη­δέν ή κα­λύ­τε­ρα, μία διαρ­κής ι­σο­πα­λί­α α­νά­με­σα σε δύ­ο ε­γω­πά­θειες, για έ­να γιορ­τα­στι­κό έ­να-έ­να! Διαρ­κής «με­τά­δο­σις», «α­ντί­δο­σις» ό­λων προς ό­λα και ό­λους, «σοι προ­σφέ­ρο­μεν κα­τά πά­ντα και διά πά­ντα», μό­νον τό­σο-πο­λύ, μό­νον συ­νε­χώς ε­κεί, στο Ά­γιον Ό­ρος.
Ε­κεί, μό­νον τό­σο ε­κεί, και μό­νον τό­σο πο­λύ, ζη και βα­σι­λεύ­ει το οι­κου­με­νι­κό  κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τεια­κό Κα­θε­στώς τού «δεν υ­πάρ­χουν δι­κά σου και δι­κά μου»! Το α­γιο­ρεί­τι­κο κοι­νω­νί­ας «σύ­στη­μα» δεν εί­ναι ού­τε «κε­φα­λαιο­ποι­η­τι­κό» ού­τε «α­να­δια­νε­μη­τι­κό». Εί­ναι κοι­νω­νι­κής α­σω­τεί­ας ο­λο­ποι­η­τι­κόν. Ό­λοι τους ποι­η­τές του Προ­σφό­ρου, οι κα­λό­γη­ροι ποιούν συ­νε­χώς το Ό­λον. Και το προ­σφέ­ρουν Πρό­σφο­ρον προς ό­λους, κα­τά πά­ντα και διά πά­ντα, μέ­σα α­πό την κα­θη­με­ρι­νή τους α­πο­γύ­μνω­ση και της Παγ­γε­νη­άς τους το οι­κου­με­νι­κό πα­νη­γύ­ρι, γιορ­τή κα­θη­με­ρι­νή και δια-σκέ­δα­ση (δια-σκε­δάν­νυ­μι)– σκόρ­πι­σμα, α­σω­τεί­α «υ­πέρ της ει­ρή­νης του σύ­μπα­ντος κό­σμου... τα Σα εκ των σων»...
Μό­νον στο πε­ρι­βό­λι της Βρε­φο­κρα­τού­σας κα­τα­λα­βαί­νεις πό­σο νη­πιώ­δης νεύ­ρω­ση εί­ναι να γί­νε­σαι μί­ζε­ρος ι­διο­κτή­της, κτή­ρωρ του ι­δί­ου, ε­νώ, αν πε­τά­ξεις τις κτή­σεις και κα­τα­κτή­σεις σου τις «ί­διες», μπο­ρείς να γί­νεις Κτί­τωρ-πρω­το­μά­στο­ρας του α­ϊ­δί­ου που, δυ­νά­μει, κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ει ε­ντός σου και για  τα έ­ξω σου. «Το δε ε­μόν και το σον τού­το, ρή­μα­τά ε­στί ψι­λά μό­νον», ψι­λά γράμ­μα­τα για παί­κτες με α­πο­ψι­λω­μέ­νη λο­γι­κή. Μό­νον ό­σο α­πο­ψι­λώ­νεις το «ε­μόν» και το «σον», μό­νον με την α­πο­ψί­λω­ση του ε­δά­φους και του υ­πε­δά­φους σου α­πό τού­τα τα «ψι­λά ρή­μα­τα», που σου χα­ϊ­δεύ­ουν το μα­λα­κό σου υ­πο­γά­στριο, μό­νον έ­τσι γί­νε­σαι αρ­χη­γός της Οι­κου­μέ­νης και παί­ζεις στον με­γά­λο τε­λι­κό. Αλ­λοιώς, πα­ρα­μέ­νεις πά­ντο­τε ε­παρ­χια­κός πρού­χο­ντας και μι­κρο­με­σαί­ος ντα­βα­τζής. Κι ό­σο πιο πο­λύ μέ­νεις κολ­λη­μέ­νος στα εί­δη δια­τι­μή­σε­ως, τό­σο πιο πο­λύ γί­νε­σαι δού­λος των αν­θρώ­πων, για­τί πρέ­πει να τους κο­λα­κέ­ψεις, να τους υ­πο­τά­ξεις, να τους ε­ξα­γο­ρά­σεις και, τό­τε, χά­νεις την Οι­κου­μέ­νη που έ­χεις μέ­σα σου και έ­ξω σου. Στο Ά­γιο Ό­ρος πα­ρά­γε­ται μια παρα­γω­γι­κό­τη­τα κι έ­να υ­περ­προ­ϊ­όν, που ε­πι­βάλ­λει έ­να ο­λο­κλη­ρω­τι­κό κα­θε­στώς, ό­που «η τι­μή, τι­μή δεν έ­χει». Ό­που η τι­μή εί­ναι το μό­νο, κα­θο­λι­κό, ε­νι­κώ­τα­το και οι­κου­με­νι­κό «α­γα­θό», α­δια­τί­μη­το.
Στο Ά­γιο Ό­ρος, πα­ντού κι εδώ, «...τι­μής η­γο­ρά­σθη­τε. μη γί­νε­σθε δού­λοι αν­θρώ­πων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου