«La science est trop lente,
que la prière qalope
et que lumière gronde».
Αρθούρος Ρεμπώ
«Une saison en enfer»
que la prière qalope
et que lumière gronde».
Αρθούρος Ρεμπώ
«Une saison en enfer»
Υπάρχει στον πλανήτη ένας τόπος όπου θάλλει ως καθεστώς, μόνιμο διότι νόμιμο: η οικουμενικότης. Τόπος τέτοιος δεν είναι βεβαίως ο ΟΗΕ, διότι εκεί σαρώνει το Συμβούλιο Ασφαλείας του. και μέχρι να καταργηθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας, οικουμενικότης δεν μπορεί να υπάρξει. Άλλωστε, και μετά από την ενδεχομένη του εξαφάνιση, θα έπρεπε να καταργηθούν και οι ψηφοφορίες από τον ΟΗΕ. Με νόμιμο το νόμιμον, άλλωστε, 51%-49%, καθεστώς οικουμενικότητας δεν υφίσταται. Κατατυραννεί, απλώς, η δικτατορία της ψηφοφορίας. Κι αν υπάρχει αντίρρηση επ’ αυτού, ας ρωτήσουμε το νικημένο 49%, πώς νοιώθει...
Ούτε το Ιντερνέτ, βεβαίως, παράγει οικουμενικότητα, διότι
άλλο κυκλοφορία κι άλλο ευφορία. Αλλά και το Οικουμενικό
Πατριαρχείο δεν παράγει καθεστώς οικουμενικό, διότι
χρειάζεται να έχει ενορίες. Χωρίς ενορία, πατριαρχείο
Οικουμενικό δεν νοείται, άρα, χωρίς κάποια τουλάχιστον
όρια, το Πατριαρχείο παύει υφιστάμενο. Η οικουμενικότης
όμως είναι ένα καθεστώς, που καταργεί το όριον, είναι πέραν
των ορίων που θέτουν αμοιβαίως ή ετεροβαρώς οι άνθρωποι,
όπως π.χ. το τραγωδίας σημαντικόν, «άρχομεν των εκεί, ίνα μη
υπακούωμεν άλλου»...
Η οικουμενικότης, ως καθεστώς για όλους τους καθεστώτες, πρέπει να είναι μία υπερορία, αλλοιώς ξαναπέφτει στο σύνορο.
Το μόνο, λοιπόν, στον κόσμο μη συνοριακό καθεστώς, είναι ο τρόπος του Αγίου Όρους. Κι όμως έχει σύνορα και μάλιστα περιωρισμένα, αφού αυτά ορίζονται από έναν τόπο μικρό κι ένα κατά φύσιν άτοπον, δηλαδή την απουσία του θηλυκού. Ο όποιος όμως του βίου πλάνης και των ανθρωπείων γυρολόγος, αυτός, μόλις πάρει αντίδωρο το Άγιο Όρος, γνωρίζει πια τι πάει να πει για τα σωθικά του το «επ’ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί».
Πουθενά, σε κανένα καθεστώς, δεν νοιώθεις τόσο ελεύθερος,
τόσο απελευθερωμένος από την «προς αλλήλους των καθ’ ημέραν
επιτηδευμάτων υποψίαν», που είναι το τραγικό, ες αεί,
σύνορο του θουκυδιδείου καθεστώτος για μια σώφρονα
συνύπαρξη μεταξύ των εμφόβων συμπαικτών του αντιπάλου
δέους. Εκεί, στο περιβόλι της Παναγίας, καταργείται η περί
καθεστώτος ορθοφροσύνη, που επιτάσσει ότι «τα πάντα υπό
δέους ξυνίσταται», ώστε αυτά τα πάντα, να μπορούν να
συνίστανται ως καθεστώς της ετερότητας των συμπαικτών,
δηλαδή ως καθεστώς ελευθερίας. Διότι, εκεί, υπό την σκέπην
της Ελεούσας, βλέπουμε στο πετσί μας και την σάρκα των άλλων να
λειτουργείται σε καθ’ ολοκληρίαν καθημερινότητα, το άλλως
ανέφικτον παντού, το αψηλάφητο αλλού, να πετυχαίνει το
επίτευγμα, το πανηγυρτζίδικο αυτό, «Θέλω δε υμάς
αμερίμνους είναι». Να λειτουργείται και να λειτουργεί η
αμεριμνησία, δηλαδή να εφαρμόζεται εμπράκτως η
οικουμενική των πάντων ελευθερία, που καταργεί το δέος μου
ενώπιον του φοβισμένου ενώπιόν μου Άλλου: ελευθερία
οικουμενικά αμέριμνη, που καταργεί τα σύνορα. Ο φόβος
παράγει πάντοτε τα σύνορα, ενώ η οικουμένη έξω βάλλει τον
φόβον!
Υπάρχει ένα συνεχές «δωρεάν» στο Άγιο Όρος, που δεν μπορείς να
το καταλάβεις, αν δεν νοιώσεις, ότι αυτό το «δωρεάν δότε»
εκρέει από μια αέναη έκρηξη ελευθερίας, που εκρήγνυται
εκεί, μέσα από μία συνεχή ενδορρηξία της ανθρωπαρεσκείας
και του εγώ. Το «εγώ» αυτοκενούται, όχι απλώς μέσα σ’ ένα
κοινοβιακό «εμείς», αλλά σ’ ένα «εσύ» του πλησίον κι έτσι το
καθεστώς, εκεί, γίνεται Διακονία. Και γνωρίζουμε -χωρίς
εμείς να το πετυχαίνουμε- ότι η Διακονία του πλησίον είναι
μια Οικουμενικότης εν κινήσει, που νικά το ακίνητο σύνορο
του φόβου.
Πουθενά αλλού, έξω και παντού, δεν βλέπεις να χτίζεται
σκαλί-σκαλί, εκείνο το δυσθεώρητο ανθρωπίνοις οφθαλμοίς το
«υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», όσο στο Περιβόλι της
Παναγίας.
Μια ανειρήνευτη προσευχή υπέρ του σύμπαντος της ειρήνης, μια
ειρηνευμένη καταλλαγή υπέρ του εμπολέμου σύμπαντος κόσμου,
τέτοια οικουμένη ειρήνης οργώνει, σπείρει, αρδεύει και
συνάγει αυτός ο θεόδοτος στύλος της υπομονής. Μια ειρήνη που
αναπαύει δικαίους και αδίκους, διότι καταργεί το δίκιο και
το άδικο του καθενός, διά της κενωτικής -υπέρ του οιουδήποτε
διπλανού- αγάπης.
Και όταν καθεστηκυία τάξις γίνεται η αγάπη, εκεί, τα
σύνορα πάσχουν την «καλήν αλλοίωσιν» και μεταμορφώνονται σε
οικουμένη. Η αγάπη δεν γνωρίζει σύνορα. Αγάπη κατ’
επιλογήν, δηλαδή αγάπη με σύνορα-όρια, σημαίνει ότι ζη
ακόμη ο «ζοφώδης έρως της αμαρτίας», δηλαδή η επιβολή της
ηδονής του ενός επί της ηδονής του Ετέρου. Στο θεοφρούρητο
περιβόλι, ως ειρήνη ιερουργεί η αγάπη. Η αγάπη όμως
σημαίνει οικουμενική αγκαλιά και η αγκαλιά δεν κάνει
διακρίσεις: αγκαλιάζει. Πλαστουργεί οικουμένη. «Ει θέλοι,
δύνασαι όλος πυρ είναι», μάς παροτρύνει, αγαπητικά και
περιγελαστικά το Γεροντικόν, όμοια με τους γελαστούς
Γέροντες του Όρους, που σε πραΰνουν, κοροϊδεύοντας τρυφερά
την γεώδη σου τρυφή. Αν θέλεις... Αν θέλεις, μπορείς να γίνεις
φωτιά και να πυρπολήσεις τα αναλώσιμά σου, τα νευρωσικά σου
τα φθαρτά, αυτά που σε πνίγουν μέσα στη συσσώρευση των φθαρτών,
μέσα σου. Αν θες, αν αντέχεις την αριστοκρατική σου έκρηξη,
σπάστα όλα! Όλα τα αναλώσιμά σου, πέταξέ τα όλα και, ει
θέλοι, πέταξε! Ποτέ και πουθενά αλλού δεν ακούγεται ως βροντή
ελευθερίας και πράξη υψοποιού κενώσεως ο επινίκιος ύμνος,
ναι, «τα Σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα».
«Ναι» στην απελευθέρωση του σαρκίου μας από το σαρκίον μας,
άρα, «ναι», στην οικουμένη της ερωτικής Μετοχής.
Στην Αγία ανηφόρα του Όρους, όλα τα «υλικά αγαθά», αλλά και όλα τα άυλα «αγαθά», όπως η πρωτιά, το αρχηγηλίκι, η ανθρωπαρέσκεια, όλα τους παίρνουν την κατηφόρα και καταντούν εκεί στη θάλασσα το Όρους, στα ψάρια που τρέφουν τους Μοναχούς και εμάς τους μοναχούς. Το περιβόλι της Κουροτρόφου ανήκει σε όλους, Οικουμενική ιδιοκτησία της Παγγενηάς και της Λαοθάλασσας, μας τρέφει όλους, όλους μας ντύνει και μας στολίζει. Ίσους και αριστοκράτες, Ομοίους, κατά Διάκρισιν πάντοτε της ζωοποιού μας νεκρώσεως: όσο πιο πολύ το μαδάς και το ψοφάς μέσα σου το «δικό μου και δικό σου», τόσο πλουσιώτερος γίνεσαι κι ανακαλύπτεις και μέσα σου και προς τα έξω σου, ένα άλλου είδους αρχηγηλίκι, παραμυθιασμένο από την υψοποιόν σου κένωσιν και σαλταρισμένο προς την θέωσιν.
Στην Αγία ανηφόρα του Όρους, όλα τα «υλικά αγαθά», αλλά και όλα τα άυλα «αγαθά», όπως η πρωτιά, το αρχηγηλίκι, η ανθρωπαρέσκεια, όλα τους παίρνουν την κατηφόρα και καταντούν εκεί στη θάλασσα το Όρους, στα ψάρια που τρέφουν τους Μοναχούς και εμάς τους μοναχούς. Το περιβόλι της Κουροτρόφου ανήκει σε όλους, Οικουμενική ιδιοκτησία της Παγγενηάς και της Λαοθάλασσας, μας τρέφει όλους, όλους μας ντύνει και μας στολίζει. Ίσους και αριστοκράτες, Ομοίους, κατά Διάκρισιν πάντοτε της ζωοποιού μας νεκρώσεως: όσο πιο πολύ το μαδάς και το ψοφάς μέσα σου το «δικό μου και δικό σου», τόσο πλουσιώτερος γίνεσαι κι ανακαλύπτεις και μέσα σου και προς τα έξω σου, ένα άλλου είδους αρχηγηλίκι, παραμυθιασμένο από την υψοποιόν σου κένωσιν και σαλταρισμένο προς την θέωσιν.
«Τα σα εκ των σων», προς τον κάθε πλησίον διπλανό μας! Όλα δικά
του ας είναι! Και γι' αυτόν τον πλησίον, όλα δικά μου πρέπει να
είναι! «Αλλήλων ισόδουλοι, αλλήλων κύριοι... εν τη αμάχω
ελευθερία» μας... Ένα πανηγυρτζίδικο μηδέν-μηδέν ή
καλύτερα, μία διαρκής ισοπαλία ανάμεσα σε δύο εγωπάθειες,
για ένα γιορταστικό ένα-ένα! Διαρκής «μετάδοσις»,
«αντίδοσις» όλων προς όλα και όλους, «σοι προσφέρομεν κατά
πάντα και διά πάντα», μόνον τόσο-πολύ, μόνον συνεχώς εκεί, στο
Άγιον Όρος.
Εκεί, μόνον τόσο εκεί, και μόνον τόσο πολύ, ζη και βασιλεύει
το οικουμενικό κοινωνικο-πολιτειακό Καθεστώς τού «δεν
υπάρχουν δικά σου και δικά μου»! Το αγιορείτικο κοινωνίας
«σύστημα» δεν είναι ούτε «κεφαλαιοποιητικό» ούτε
«αναδιανεμητικό». Είναι κοινωνικής ασωτείας
ολοποιητικόν. Όλοι τους ποιητές του Προσφόρου, οι καλόγηροι
ποιούν συνεχώς το Όλον. Και το προσφέρουν Πρόσφορον προς όλους,
κατά πάντα και διά πάντα, μέσα από την καθημερινή τους
απογύμνωση και της Παγγενηάς τους το οικουμενικό πανηγύρι,
γιορτή καθημερινή και δια-σκέδαση (δια-σκεδάννυμι)–
σκόρπισμα, ασωτεία «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου...
τα Σα εκ των σων»...
Μόνον στο περιβόλι της Βρεφοκρατούσας καταλαβαίνεις πόσο
νηπιώδης νεύρωση είναι να γίνεσαι μίζερος ιδιοκτήτης,
κτήρωρ του ιδίου, ενώ, αν πετάξεις τις κτήσεις και κατακτήσεις
σου τις «ίδιες», μπορείς να γίνεις Κτίτωρ-πρωτομάστορας του
αϊδίου που, δυνάμει, κατοικοεδρεύει εντός σου και για τα
έξω σου. «Το δε εμόν και το σον τούτο, ρήματά εστί ψιλά μόνον»,
ψιλά γράμματα για παίκτες με αποψιλωμένη λογική. Μόνον όσο
αποψιλώνεις το «εμόν» και το «σον», μόνον με την αποψίλωση του
εδάφους και του υπεδάφους σου από τούτα τα «ψιλά ρήματα», που
σου χαϊδεύουν το μαλακό σου υπογάστριο, μόνον έτσι γίνεσαι
αρχηγός της Οικουμένης και παίζεις στον μεγάλο τελικό.
Αλλοιώς, παραμένεις πάντοτε επαρχιακός προύχοντας και
μικρομεσαίος νταβατζής. Κι όσο πιο πολύ μένεις κολλημένος
στα είδη διατιμήσεως, τόσο πιο πολύ γίνεσαι δούλος των
ανθρώπων, γιατί πρέπει να τους κολακέψεις, να τους υποτάξεις,
να τους εξαγοράσεις και, τότε, χάνεις την Οικουμένη που έχεις
μέσα σου και έξω σου. Στο Άγιο Όρος παράγεται μια
παραγωγικότητα κι ένα υπερπροϊόν, που επιβάλλει ένα
ολοκληρωτικό καθεστώς, όπου «η τιμή, τιμή δεν έχει». Όπου η
τιμή είναι το μόνο, καθολικό, ενικώτατο και οικουμενικό
«αγαθό», αδιατίμητο.
Στο Άγιο Όρος, παντού κι εδώ, «...τιμής ηγοράσθητε. μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου