Πεθαίνει, λέει, κάποτε ἕνας τύπος καί πάει ντουγρού γιά κόλαση καί παρουσιάζεται στό Διάβολο.
- Ρέ σύ,πολύ σκυθρωπός φαίνεσαι, λέει εὐχάριστα ὁ Διάβολος.
- Ἔ,ὅσο νά ‘ναι,στή κόλαση ἦλθα,ἔχω ἀκούσει καί κάτι φῆμες, πάντως μετανιώνω γιά ὅσα ἔκανα γιά νά ἔλθω ἐδῶ.
- Ἴσως νά μήν εἶναι καί τόσο ἄσχημα ὅσο νομίζεις… Νά σοῦ πῶ,καπνίζεις;
- Ρέ σύ,πολύ σκυθρωπός φαίνεσαι, λέει εὐχάριστα ὁ Διάβολος.
- Ἔ,ὅσο νά ‘ναι,στή κόλαση ἦλθα,ἔχω ἀκούσει καί κάτι φῆμες, πάντως μετανιώνω γιά ὅσα ἔκανα γιά νά ἔλθω ἐδῶ.
- Ἴσως νά μήν εἶναι καί τόσο ἄσχημα ὅσο νομίζεις… Νά σοῦ πῶ,καπνίζεις;
- Ἔ, κάνα πακετάκι τήν ἡμέρα, τό κάπνιζα…
- Τίς Δευτέρες ἔχουμε μέρα καπνίσματος μέ τά καλύτερα τσίγάρα ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο καί γιά καρκίνο τί νά φοβηθεῖς; Ἤδη νεκρός εἶσαι!
Ὁ ἀνθρωπάκος ἀνακουφίζεται λίγο.
- Πίνεις; Ξαναρωτᾶ ὁ Διάβολος.
- Ἔ,κάνα οὐισκάκι πάντα τό χτύπαγα πάνω.
- Τίς Τρίτες εἶναι μέρα ποτοῦ, μέ τά καλύτερα καί ποιό ἀκριβά ποτά τοῦ κόσμου. Γιά συκώτια τί φοβᾶσαι, νεκρός εἶσαι…
Ὁ ἄνθρωπος ξεθαρρεύει λίγο περισσότερο!
- Τζογάρεις;
- Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής,μετανιώνω πού ἄφησα τήν οἰκογένειά μου στό δρόμο, ἐξαιτίας τοῦ πάθους μου γιά τό καζίνο, ἀλλά τί νά κάνω, τζογάριζα..
- Τετάρτες στρώνουμε χαρτάκι καί ὅσοι θέλουν μπαρμπουτάκι. Καί νά χρεοκοπήσεις τί σκᾶς, ἤδη χρεοκοπημένος εἶσαι κι ἐδῶ δέν ἔχεις ἀνάγκη κανέναν.
Ὁ τύπος λέει μέσα του:«Ρέ δέν ἔκανα ἄσχημα πού ἦλθα ἐδῶ!»
- Κάνα τσιγαριλίκι ἔκανες; Πές ἀλήθεια.
- Ναί, ἔπινα κανένα πού καί πού…
- Πέμπτες ἡμέρα ναρκωτικῶν, οἱ καλύτερες κόκες ἀπό Κολομβία, τά πάντα… Καί νά ἐθιστεῖς τί σέ νοιάζει,νεκρός εἶσαι.
Ὁ ἄνθρωπος πλέον εἶναι μέ χαμόγελο πλατύ καί στά ὄρια τῆς εὐτυχίας…
Ὁ Διάβολος σκύβει λίγο πρός τό μέρος του καί τόν ρωτᾶ:
- Νά σοῦ πῶ, μεταξύ μας, εἶχες ἔτσι λίγο ἐρωτικές σχέσεις μέ ἄντρες;
- Ἄ,ὅλα κι ὅλα! Ὅλες τίς ἁμαρτίες τίς ἔχω κάνει, ἀλλά αὐτό ΠΟΤΕ!
- Χμμμ… τότε οἱ Παρασκευές θά εἶναι λίγο ζόρικες…
Ὅ,τι καί νά γίνει ἀπό δῶ καί πέρα λοιπόν, ἐμεῖς πῶς θά ρεφάρουμε, ἀφοῦ ἔχουμε κολλήσει στίς Παρασκευές…;
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου