του Νίκου Ντάσιου
Με 7.000 παραγωγούς κτηνοτρόφους, παρουσιάζει ετήσια εισροή 70 χιλ. τόνων γάλακτος –εκ των οποίων το 60% καταλήγει στην παραγωγή φέτας
Η γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη ιδρύθηκε στα 1963 από την Αγροτική Τράπεζα και τις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας και Θεσπρωτίας, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών
γάλακτος στην πόλη των Ιωαννίνων από τους αγελαδοτρόφους της ευρύτερης περιοχής. Στα σαράντα χρόνια λειτουργίας της η εταιρεία συγκαταλέγεται στις πλέον δυναμικές του κλάδου, έχοντας 11,9 εκατ. € μετοχικό κεφάλαιο, ίδια κεφάλαια (περιουσιακά στοιχεία- υποχρεώσεις) που υπερβαίνουν τα 31 εκατ. και αποθεματικό που φτάνει στα 42 εκατ.
Μ ε 7.000 παραγωγούς κτηνοτρόφους, παρουσιάζει ετήσια εισροή 70 χιλ. τόνων γάλακτος –εκ των οποίων το 60% καταλήγει στην παραγωγή φέτας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2011, ο ετήσιος τζίρος πωλήσεων ανέρχεται στα 97 εκατ. €, με καθαρά κέρδη μετά φόρων 3,6 εκατ. € (η εταιρεία παρουσίασε αύξηση της κερδοφορίας της κατά 30,8% έναντι του 2010. Πέρα από τη στήριξη των τοπικών παραγωγών-κτηνοτρόφων, η Δωδώνη δίνει δουλειά σε 150 εργαζόμενους με πλήρη εργασία, 250 εποχικά απασχολούμενους και 130 εξωτερικούς παραλήπτες γάλακτος. Πέραν της κατοχύρωσης της φέτας ως εθνικό μας προϊόν, η Δωδώνη συνέβαλε με την πολιτική της στην τιμολόγηση του γάλακτος –η μέση ετήσια τιμή του πρόβειου γάλατος κυμαίνεται στο 1€/λίτρο– και στην αποτροπή δημιουργίας καρτέλ ελέγχου της εγχώριας παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σηματοδοτεί –και όχι τυχαία– την απαρχή των ιδιωτικοποιήσεων που προωθεί η εφαρμογή των πολιτικών της τρόικας και υποστηρίζει αναφαδόν το νεοφιλελεύθερο λόμπιι της τρικομματικής κυβέρνησης. Το μοντέλο της ιδιωτικοποίησης της Δωδώνης είναι αυτό που θα εφαρμοστεί σε όλες τις υπό πώληση κερδοφόρες εταιρείες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καταλύοντας κάθε έννοια εγχώριας ανάπτυξης και προστιθέμενης αξίας για την τοπική και εθνική μας οικονομία. Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Δωδώνης είναι απόρροια της προϊούσας ιδιωτικοποίησης της ΑΤΕ, η οποία κατείχε το 67,77% των μετοχών της εταιρείας –ως γνωστόν η ΑΤΕ υπήχθη προσφάτως στην Τράπεζα Πειραιώς, χάνοντας τον δημόσιο χαρακτήρα της.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται κατ’ αρχήν είναι κατά πόσον είναι δυνατή η στήριξη και επέκταση του πρωτογενούς τομέα της χώρας, όντας αυτή η βασική συνιστώσα της πολυπόθητης ανάπτυξης, χωρίς την ύπαρξη μιας δημόσιας τράπεζας που να εξασφαλίζει τη ρευστότητα των κεφαλαίων στις επενδύσεις του τομέα. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον αν θέλουμε να διατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά του μικρού κλήρου παραγωγής που παρουσιάζει ο αγροτικός μας τομέας, γεγονός που είχε γίνει απόλυτα κατανοητό από τον Ελευθέριο Βενιζέλο όταν ίδρυσε την ΑΤΕ στα 1929, εν μέσω οικονομικής κρίσης. Δυστυχώς, επί πολλές δεκαετίες, οι κομματικές διοικήσεις της ΑΤΕ έδιναν δάνεια στους Έλληνες αγρότες με καθαρά πελατειακά και παραταξιακά κριτήρια, χωρίς να υπάρχει ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, προσαρμοσμένου στις ιδιαίτερες συνθήκες γεωγραφίας και ιστορίας του τόπου και με προτεραιότητα στην κάλυψη της εγχώριας ζήτησης.
Ιδιαίτερα μετά το 1990, η ΑΤΕ κατέστη μια καθαρά κρατική τράπεζα, αποκομμένη από τον πρωτογενή τομέα, αφού στις προτεραιότητές της ήταν πλέον η χρηματοδότηση επιχειρηματικών ομίλων, των πολιτικών προσώπων, η αγορά κρατικών ομολόγων κ.ο.κ. Η μόνη διαφορά σ’ αυτήν τη μετεξέλιξη ήταν ότι, ενώ στην περίπτωση των αγροτών τα δάνεια ήταν ενυπόθηκα –δηλαδή για κάθε δανειοδότηση ο αγρότης υποθήκευε την κινητή και ακίνητη περιουσία του – στις μεταγενέστερες δανειοδοτήσεις της η τράπεζα δεν έθετε ως όρο την υποθήκη περιουσιακών στοιχείων. Είναι προφανές πως η όποια ιδιωτική τράπεζα –στην προκειμένη φάση η Πειραιώς–, προκειμένου να εξασφαλίσει συνθήκες ρευστότητας, θα επισπεύσει την αξιοποίηση κερδοφόρων θυγατρικών και αργότερα των περιουσιακών στοιχείων των αγροτών που έχουν εγγραφεί στα ενυπόθηκα δάνεια, τα οποία υπολογίζονται στο 70% της υφιστάμενης αγροτικής γης!
Η πώληση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της «ΑΤΕ ΑΕ υπό ειδική εκκαθάριση» έγινε στη βάση διεθνούς διαγωνισμού με συμβούλους –αξιολογητές των προσφορών των υποψήφιων αγοραστών: την Άλφα Μπανκ, την Εθνική Τράπεζα και το δικηγορικό γραφείο Σαραντίτη.
Στο διαγωνισμό, που ήταν πλειοδοτικός, κατήλθαν: α) η γαλλική πολυεθνική Λακταλίς με προσφορά 11,8 εκατ. €, η οποία είχε στο παρελθόν χρησιμοποιήσει ένδικα μέσα κατά της κατοχύρωσης της φέτας σε ΠΟΠ!!! β) η Όλυμπος-ΤΥΡΑΣ των Αφών Σαράντη με προσφορά 28,66 εκατ. € (10,66 εκατ. € μετρητά και 18 δόσεις σε ορίζοντα 7ετίας) γ) η Κοινοπραξία ενός ρώσικου ομίλου με έδρα την Αγγλία υπό την επωνυμία “Strategic Initiative UK LLP” και της Σίμος Φουντ του Νίκου Νιάκαρου, που ήταν αντιπρόσωπος της ΔΩΔΩΝΗΣ στην Αττική, με χρέη στην εταιρεία περί τα 11 εκατ. € από τον προηγούμενο κύκλο συνεργασίας –η προσφορά της κοινοπραξίας ήταν 20,66 εκατ. €– και δ) οι Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών που κατέχουν το μειοψηφικό πακέτο, με στρατηγικό εταίρο την εταιρεία ΒΙΚΟΣ και με προσφορά 21,34 εκατ. €.
Κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού άλλαξαν οι όροι, αφού το προεξοφλητικό επιτόκιο της προσφοράς των αδελφών Σαράντη ανέβηκε στο 18%, γεγονός που συνιστά νομική παράβαση, ενώ με βάση τα επικαλούμενα προβλήματα στην επιστολή υποστήριξης, ο εκκαθαριστής απέρριψε την προσφορά των ΕΑΣ.
Με βάση τις παραπάνω μεθοδεύσεις, ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε στην κοινοπραξία Strategic Initiative UK LLP, με δεσμευτικούς όρους: τη διατήρηση της έδρας στα Γιάννενα, την αξιοποίηση του προσωπικού, τη συνέχιση των επενδύσεων στις υποδομές, τη διατήρηση της τοπικής ζώνης γάλακτος και των σχέσεων με τους παραγωγούς, καθώς και την υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας. Να επισημανθεί ότι, πέραν της εξαγοράς των μετοχών της ΑΤΕ που ανέρχονται στα 20.385.000 –λογιστική αξία–, η πλειοδοτούσα κοινοπραξία αναλαμβάνει και το χρέος της ΔΩΔΩΝΗΣ προς την ΑΤΕ, ύψους 55 εκατ. €, κάτι όμως που δεν συνάδει με τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία, δεδομένου ότι το μετοχικό κεφάλαιο της κοινοπραξίας είναι μόλις 310.000 €!
Διάχυτος είναι ο φόβος της εκμετάλλευσης του αποθεματικού των 42 εκατ. € της εταιρείας και στη συνέχεια η μεταπώλησή της, ή ακόμα και η πτώχευση, δίνοντας στο μεσοδιάστημα τη δυνατότητα στο καρτέλ του γάλακτος να εισέλθει στη χώρα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πληθαίνουν οι πιέσεις στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για την αύξηση των ημερών κυκλοφορίας του γάλακτος από 5 σε 8 ή 10, προκειμένου αυτό να χαρακτηρίζεται φρέσκο, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στην εισροή παγοκολόνων γάλακτος από το εξωτερικό.
Η επίσπευση των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης της ΔΩΔΩΝΗΣ, προκειμένου να ανταποκριθεί το κυβερνητικό επιτελείο στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της τρόικας, βρήκε εύφορο έδαφος στην ανωριμότητα της ηπειρωτικής κοινωνίας να προτείνει μια πραγματικά βιώσιμη εναλλακτική λύση.
Γνωρίζουμε πολύ καλά –παρ’ ότι στρατηγικά υποστηρίζουμε ως μη «χείρον βέλτιστο» την προσφορά των ΕΑΣ, ότι η ρόλος των ενώσεων και η αντιπροσωπευτικότητά τους στους κτηνοτρόφους–παραγωγούς βαίνει μειούμενη όλα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι γνωστές οι πελατειακές σχέσεις για την ανάδειξη των προέδρων και των διοικητικών συμβουλίων, η χρηματοδότησή τους με δάνεια από την ΑΤΕ, οι υποθήκες των περιουσιακών στοιχείων των ενώσεων από την ΑΤΕ και οι αδιαφανείς προσλήψεις του προσωπικού, που συνετέλεσαν στην πτώση της αξιοπιστίας τους στις τοπικές κοινωνίες. Είναι προφανής η έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδίου παραγωγικής αναδιάρθρωσης και στήριξης των παραγωγών, που θα έδινε τη δυνατότητα εξασφάλισης της κεφαλαιικής επάρκειας σε μια φάση σύγκρουσης με το τραπεζικό λόμπι. Η μετατροπή των ΕΑΣ σε πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς ή αγροτικές ενώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Ν. 4015/2011, μέχρι το τέλος της τρέχουσας χρονιάς, προϋποθέτει συνολική αναδιάρθρωση του κλάδου, ουσιαστική συμμετοχή των παραγωγών, αλλά και διαμόρφωση χρηματοδοτικών εργαλείων που είναι δυνατόν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη ρευστότητα μετά την ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ, προαπαιτούμενα που δεν φαίνεται να πληρούνται.
Δυστυχώς, και ενώ ήταν γνωστή επί πολλά χρόνια η τάση ιδιωτικοποίησης της ΔΩΔΩΝΗΣ, τόσο οι ΕΑΣ όσο και οι συνδικαλιστές επέμεναν στη διατήρηση του κρατικού της χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος για τη μετατροπή της σε Εταιρεία Λαϊκής Βάσης. Μόνο όταν επισπεύσθηκαν οι διαδικασίες και αντιλήφθηκαν τη μοιραία εξέλιξη του επικείμενου ξεπουλήματος, ξανατέθηκε η πρόταση της εταιρείας λαϊκής βάσης –την οποία επεξεργάστηκε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ιωαννίνων. Ήταν όμως ήδη αργά, δεδομένων των εξελίξεων της υπαγωγής της ΑΤΕ στην Πειραιώς και της συνακόλουθης πρόσκλησης του διεθνούς διαγωνισμού.
Μια εναλλακτική πρόταση…
Μια τέτοια πρόταση θα προϋπέθετε την δημιουργία ενός νέου αποθεματικού με μετοχές παραγωγών, εργαζομένων και ευρύτερα Ηπειρωτών, που θα μπορούσε να φτάσει τα 50 εκατ. € –με αξία κάθε μετοχής στα 100 €. Κανείς από τους μετόχους δεν θα μπορούσε να κατέχει ποσοστό πάνω από το 2% των μετοχών, η συμμετοχή θα ήταν δημοκρατική –ένας μέτοχος μια ψήφος, ανεξαρτήτως των κατεχόμενων μετοχών. Με το παραπάνω ποσό θα ήταν δυνατή η αγορά των μετοχών της ΑΤΕ, η σταδιακή αποπληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρείας και η στήριξη μιας ευρύτερης αναπτυξιακής στρατηγικής του γαλακτοκομικού κλάδου στην Ήπειρο.
Μια στρατηγική που θα έθετε και πάλι ζητήματα όπως: ένα σχέδιο καταγραφής και εκμετάλλευσης των εγκαταλειμμένων βοσκοτόπων στη βάση της προώθησης της ελεύθερης βοσκής, την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων αγροτικών εκτάσεων που κατέχουν ετεροδημότες –που θα καλούνταν να γίνουν μέλη της νέας εταιρείας, τη σύνδεση με την έρευνα και την αναβάθμιση των σχολών εκπαίδευσης, όπως π.χ. της σχολής γάλακτος στα Γιάννενα, την προώθηση εγχώριων ζωικών ποικιλιών και την επέκταση της εγχώριας παραγωγής ζωοτροφών σε μια περίοδο έκρηξης των τιμών τους, την προώθηση κοινωνικών καταναλωτικών συνεταιρισμών με τοπικά ηπειρωτικά προϊόντα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Από τους πρωτοβάθμιους συλλόγους της αποδημίας (αδελφότητες), έως την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία τους απόδημους Ηπειρώτες στο εξωτερικό, τους δήμους και τους κοινωνικούς εταίρους, θα έπρεπε να ξεκινήσει μια ενημέρωση –κινητοποίηση των μελών τους στη βάση ενός τέτοιου ολοκληρωμένου σχεδίου, προκειμένου η Ήπειρος να καταστεί διέξοδος στην επικειμένη επέκταση της ανεργίας και της απόλυτης φτώχειας που θα επιφέρει η συνέχιση των μέτρων της τρόικας.
Μια στρατηγική που θα έθετε και πάλι ζητήματα όπως: ένα σχέδιο καταγραφής και εκμετάλλευσης των εγκαταλειμμένων βοσκοτόπων στη βάση της προώθησης της ελεύθερης βοσκής, την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων αγροτικών εκτάσεων που κατέχουν ετεροδημότες –που θα καλούνταν να γίνουν μέλη της νέας εταιρείας, τη σύνδεση με την έρευνα και την αναβάθμιση των σχολών εκπαίδευσης, όπως π.χ. της σχολής γάλακτος στα Γιάννενα, την προώθηση εγχώριων ζωικών ποικιλιών και την επέκταση της εγχώριας παραγωγής ζωοτροφών σε μια περίοδο έκρηξης των τιμών τους, την προώθηση κοινωνικών καταναλωτικών συνεταιρισμών με τοπικά ηπειρωτικά προϊόντα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Από τους πρωτοβάθμιους συλλόγους της αποδημίας (αδελφότητες), έως την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία τους απόδημους Ηπειρώτες στο εξωτερικό, τους δήμους και τους κοινωνικούς εταίρους, θα έπρεπε να ξεκινήσει μια ενημέρωση –κινητοποίηση των μελών τους στη βάση ενός τέτοιου ολοκληρωμένου σχεδίου, προκειμένου η Ήπειρος να καταστεί διέξοδος στην επικειμένη επέκταση της ανεργίας και της απόλυτης φτώχειας που θα επιφέρει η συνέχιση των μέτρων της τρόικας.
Σ’ αυτή την φάση, οι εν λόγω φορείς θα πρέπει, με πίεση τους στο υπουργείο Οικονομικών, να ματαιώσουν την υπογραφή της σχετικής σύμβασης με την πλειοδοτούσα κοινοπραξία, καθώς και όλες τις σχετικές ενέργειες από τον εκκαθαριστή και να ζητηθεί ο απαιτούμενος χρόνος για μια βιώσιμη διαχείριση της ΔΩΔΩΝΗΣ, με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον της Ηπείρου και της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου