του Νίκου Κοσμίδη
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/
Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, έστω πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι, βραδύς εις το λαλήσαι, βραδύς εις οργήν• οργή γαρ ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται» (Ιακώβου 1:19-20).
Με αυτά και με κείνα ήρθε και η στιγμή για τις νεώτερες γενιές να ζήσουμε πολιτικές καταστάσεις, που νομίζαμε ότι είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Πολλές οι μετεκλογικές συζητήσεις και οι ερμηνείες για ένα αποτέλεσμα που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαχειριστεί. Πολλά και τα ερωτήματα για τα κριτήρια εκλογής των ψηφοφόρων, που θέλουν την Ευρώπη, επιθυμούν την παραμονή στην νομισματική ένωση, ζητούν αλλαγή πολιτικής με λίγο από άρωμα αριστεράς και πατριωτισμού, προσβλέπουν σε βελτίωση των οικονομικών και που μεταξύ όλων των άλλων άνοιξαν την είσοδο του Κοινοβουλίου και σε δυνάμεις που πιστεύαμε ότι κρατούσαμε κλεισμένες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Αυτό που με προβληματίζει παρατηρώντας όχι μόνο το προκλητικό για το σύστημα εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και τα όσα προηγήθηκαν τα τελευταία δυο χρόνια, έγκειται στην αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνης του Ελληνικού λαού και μάλιστα όσων, σε πείσμα των καιρών, βλέπουν τη ζωή τους συνδεδεμένη με τη Χριστιανική πίστη. Όχι στα πλαίσια μιας θρησκευτικής ιδιώτευσης, αλλά ως ζωντανής σχέσης και μαρτυρίας.
Έχει παρέλθει ο καιρός που επιτρέπονταν στους Χριστιανούς η ενδοσκόπηση και η απόσυρση στα «πνευματικά» ζητήματα, χάριν της ησυχίας. Διαπιστώνουμε σήμερα, μεσούσης της κρίσης, πως αυτή η μάλλον στρεβλή διάκριση πνευματικών, κοσμικών ή και ακαθάρτων ενασχολήσεων, απέτρεψε ανθρώπους, που αναζητούν την πλήρωσή τους στη σχέση τους με τον Θεό εν τη Εκκλησία, να ασκήσουν όχι μόνο γόνιμη κριτική αλλά και να συμβάλουν ενεργά στις κοινωνικές εξελίξεις.
Αρκετοί στον εκκλησιαστικό χώρο, λυπούνται, λένε, για την πολιτική και κοινωνική κατάντια της χώρας που εγκατέλειψε τις αιώνιες αξίες της Ελληνορθοδόξου παράδοσης, εγκαλώντας τους υπευθύνους να επιστρέψουν σε μετάνοια. Μετάνοια για την οικονομική κακοδιαχείριση, την προδοσία της εμπιστοσύνης του λαού, το ξεπούλημα της χώρας, τα σκάνδαλα, την υποθήκευση του μέλλοντος όχι μόνο της γενιάς μου, αλλά και αυτών που θ’ ακολουθήσουν; Ορθά όλα αυτά! Με τις ιδεολογικές αρχές που κατευθύνουν τα πολιτικά προγράμματα όμως τι γίνεται; Και μην μου πείτε ότι πέθαναν οι ιδεολογίες. Είναι άσχετη η παγκόσμια κρίση φτώχειας και ανέχειας, που βιώνει πολύ έντονα και η χώρα μας, με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν δεκαετίες τώρα και με τα συμφέροντα που αυτές εξυπηρετούν, ιδιαίτερα σήμερα; Ας το σκεφτούμε καλά αυτό, όταν μακαρίζουμε και αναπολούμε τον «παράδεισο» της ευμάρειας που χάσαμε. Ευμάρειας για ποιους και εις βάρος ποιών;
Κάπου εκεί και με τη συνεχή, γενική και αόριστη αναφορά στα πνευματικά αίτια της κρίσης, ωσάν να διαλαλούμε κάτι πρωτοπόρο και αποκαλυπτικό, αρχίσαμε να ελπίζουμε πως θα ανακαλύπταμε εκ νέου τις χαμένες αξίες του κοινοτισμού, της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Εμπνευσμένοι από τις Κυριακές ευαγγελικές περικοπές οι κληρικοί μας, μας ενθύμισαν τη σημασία της φιλανθρωπίας στη ζωή του Χριστιανού. Και ο εκκλησιαστικός λόγος μοιάζει να σταματά εκεί. Έτσι ο κόσμος είδε πια στην Εκκλησία τον αντικαταστάτη των υπηρεσιών της κοινωνικής πρόνοιας, που υπό άλλες συνθήκες θα αναμέναμε να ασκεί ένα οργανωμένο Ευρωπαϊκό κράτος.
Δεν μπορεί κανένας να παραβλέψει το γεγονός πως αυτές τις δύσκολες ώρες χωρίς την προσφορά των Χριστιανών, και όχι μόνο, η κοινωνική εξαθλίωση θα είχε οδηγήσει σε κατοχικές εικόνες. Οι άμεσες ανάγκες των συνανθρώπων μας, δεν μπορούν να περιμένουν την εκδήλωση κάποιου ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος από τους Ευρωπαίους και λοιπούς εταίρους, ούτε τη συμπόνια των λίγων εχόντων και κατεχόντων, ούτε την παγκόσμια επανάσταση των προλετάριων για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Η πολιτική εξουσία βλέποντας αυτά τα οφέλη, τόνιζε σε κάθε σχετική αναφορά της όλο το προηγούμενο διάστημα, τη σημασία του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας, συμπληρώνοντας, όμως, πως κάθε άλλη ανάμιξη στα κοινά υπερβαίνει τους διακριτούς ρόλους. Μια ερμηνεία που έφτασε να Την εξισώνει με φιλανθρωπικές οργανώσεις, ακτιβισμούς και τις κοινωνικές δραστηριότητες των καλών κυριών.
Ήγγικεν όμως ο καιρός που η φιλανθρωπία από μόνη της δεν μπορεί ν’ απαλύνει την κοινωνική οργή κι εμείς στεκόμαστε ανήμποροι να απαγκιστρωθούμε από το ρόλο που άλλοι μας ταίριαξαν, εξυπηρετώντας δικές τους σκοπιμότητες, για ν’ απευθύνουμε, όχι ένα φθηνό παρηγορητικό ευχολόγιο, αλλά λόγο αναζωπυρωτικό και μεταστροφής.
Ποια θα είναι τελικά η συμβολή της Εκκλησίας στην πορεία των πραγμάτων; Τι έχει να μας εμπνεύσει η Ορθόδοξη πίστη μας, που με τέτοιο ζήλο προσπαθούμε να διασφαλίσουμε αμόλυντη από στρεβλώσεις και πλάνες;
Φτάσαμε να θεωρούμε δεδομένη την αδυναμία της Εκκλησίας να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών. Πολλοί από μας κατασκευάσαμε δικαιολογίες για να αναπαύσουμε τη συνείδησή μας, επικαλούμενοι την Αγία Γραφή, τους Πατέρες και τελευταίως μετά μανίας «παραινέσεις» και «αποκαλύψεις» οσίων Γερόντων. Άλλοι πάλι στις κουλτουριάρικες χριστιανοπαρέες, επιδιδόμαστε με μαεστρία στη διαπίστωση των αδυναμιών και στην έκφραση της απογοήτευσής μας, μεταθέτοντας τις ευθύνες αλλού. Και υπάρχουν και κείνοι που δε βλέπουν κανένα πρόβλημα στο ότι αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας, αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως κομμάτι του συστήματος, ενώ ονειρεύονται την επιστροφή στις «ένδοξες» ημέρες του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, βρίσκουμε τελικά τον τρόπο για να στηρίξουμε το θρησκευτικό μας ιδεολόγημα, τις ποικιλώνυμες ορθοδοξίες μας.
Οι καιροί παρήλθαν και οι ισχνές αγελάδες έγιναν ακόμα ισχνότερες. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε και τον Χριστό και τα τριάκοντα αργύρια και αποτύχαμε. Δεν μπορεί• πρέπει πια να έχουμε ταρακουνηθεί! Ζητούμενο τώρα δεν είναι να ξεφύγουμε από την τακτοποίηση του παρελθόντος. Πάει, μας προσπέρασε πριν καν το καταλάβουμε. Δεν πειράζει. Εμείς ας την χαιρετήσουμε, λοιπόν, περιχαρείς για τη χάρη που μας έκανε.
Ναι, πιστεύουμε όλοι στο έργο καταλαγής και ενότητας που επιτελεί η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, ειδικά σ’ αυτούς τους διχαστικούς καιρούς. Το έργο αυτό επικαλούνται και οι ποιμένες μας, όταν τους απευθύνονται βολές για τη σιωπή - πνευματική ή φοβική, η ιστορία θα το δείξει- που πολλοί θεωρούν ότι επιδεικνύουν μπροστά στα όσα ζούμε. Αναμφίβολα το τελευταίο που θα θέλαμε είναι η μετατροπή του ναού σε κομματικό περίπτερο και του κηρύγματος σε ντελίριο πολιτικολογίας. Έστω και ασυναίσθητα, εισερχόμαστε στην εκκλησία με την ελπίδα της μετοχής μας σε μια άλλη κοινωνία, διαφορετική απ’ αυτή του συμβιβασμού, της υποκρισίας και του ατομικού συμφέροντος. Από την άλλη μήπως οι ίδιοι δεν είμαστε μέσα και έξω;
Ξεχάστε όμως ότι έγραψα. Περισσότερο λόγια οργής μοιάζουν. Καλύτερα, ίσως, τα λόγια υπομονής. «Μακροθυμήσατε ουν, αδελφοί, έως της παρουσίας του Κυρίου… ιδού ο κριτής προ των θυρών έστηκεν» (Ιακώβου 5:7,9).
Με αυτά και με κείνα ήρθε και η στιγμή για τις νεώτερες γενιές να ζήσουμε πολιτικές καταστάσεις, που νομίζαμε ότι είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Πολλές οι μετεκλογικές συζητήσεις και οι ερμηνείες για ένα αποτέλεσμα που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαχειριστεί. Πολλά και τα ερωτήματα για τα κριτήρια εκλογής των ψηφοφόρων, που θέλουν την Ευρώπη, επιθυμούν την παραμονή στην νομισματική ένωση, ζητούν αλλαγή πολιτικής με λίγο από άρωμα αριστεράς και πατριωτισμού, προσβλέπουν σε βελτίωση των οικονομικών και που μεταξύ όλων των άλλων άνοιξαν την είσοδο του Κοινοβουλίου και σε δυνάμεις που πιστεύαμε ότι κρατούσαμε κλεισμένες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Αυτό που με προβληματίζει παρατηρώντας όχι μόνο το προκλητικό για το σύστημα εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και τα όσα προηγήθηκαν τα τελευταία δυο χρόνια, έγκειται στην αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνης του Ελληνικού λαού και μάλιστα όσων, σε πείσμα των καιρών, βλέπουν τη ζωή τους συνδεδεμένη με τη Χριστιανική πίστη. Όχι στα πλαίσια μιας θρησκευτικής ιδιώτευσης, αλλά ως ζωντανής σχέσης και μαρτυρίας.
Έχει παρέλθει ο καιρός που επιτρέπονταν στους Χριστιανούς η ενδοσκόπηση και η απόσυρση στα «πνευματικά» ζητήματα, χάριν της ησυχίας. Διαπιστώνουμε σήμερα, μεσούσης της κρίσης, πως αυτή η μάλλον στρεβλή διάκριση πνευματικών, κοσμικών ή και ακαθάρτων ενασχολήσεων, απέτρεψε ανθρώπους, που αναζητούν την πλήρωσή τους στη σχέση τους με τον Θεό εν τη Εκκλησία, να ασκήσουν όχι μόνο γόνιμη κριτική αλλά και να συμβάλουν ενεργά στις κοινωνικές εξελίξεις.
Αρκετοί στον εκκλησιαστικό χώρο, λυπούνται, λένε, για την πολιτική και κοινωνική κατάντια της χώρας που εγκατέλειψε τις αιώνιες αξίες της Ελληνορθοδόξου παράδοσης, εγκαλώντας τους υπευθύνους να επιστρέψουν σε μετάνοια. Μετάνοια για την οικονομική κακοδιαχείριση, την προδοσία της εμπιστοσύνης του λαού, το ξεπούλημα της χώρας, τα σκάνδαλα, την υποθήκευση του μέλλοντος όχι μόνο της γενιάς μου, αλλά και αυτών που θ’ ακολουθήσουν; Ορθά όλα αυτά! Με τις ιδεολογικές αρχές που κατευθύνουν τα πολιτικά προγράμματα όμως τι γίνεται; Και μην μου πείτε ότι πέθαναν οι ιδεολογίες. Είναι άσχετη η παγκόσμια κρίση φτώχειας και ανέχειας, που βιώνει πολύ έντονα και η χώρα μας, με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν δεκαετίες τώρα και με τα συμφέροντα που αυτές εξυπηρετούν, ιδιαίτερα σήμερα; Ας το σκεφτούμε καλά αυτό, όταν μακαρίζουμε και αναπολούμε τον «παράδεισο» της ευμάρειας που χάσαμε. Ευμάρειας για ποιους και εις βάρος ποιών;
Κάπου εκεί και με τη συνεχή, γενική και αόριστη αναφορά στα πνευματικά αίτια της κρίσης, ωσάν να διαλαλούμε κάτι πρωτοπόρο και αποκαλυπτικό, αρχίσαμε να ελπίζουμε πως θα ανακαλύπταμε εκ νέου τις χαμένες αξίες του κοινοτισμού, της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Εμπνευσμένοι από τις Κυριακές ευαγγελικές περικοπές οι κληρικοί μας, μας ενθύμισαν τη σημασία της φιλανθρωπίας στη ζωή του Χριστιανού. Και ο εκκλησιαστικός λόγος μοιάζει να σταματά εκεί. Έτσι ο κόσμος είδε πια στην Εκκλησία τον αντικαταστάτη των υπηρεσιών της κοινωνικής πρόνοιας, που υπό άλλες συνθήκες θα αναμέναμε να ασκεί ένα οργανωμένο Ευρωπαϊκό κράτος.
Δεν μπορεί κανένας να παραβλέψει το γεγονός πως αυτές τις δύσκολες ώρες χωρίς την προσφορά των Χριστιανών, και όχι μόνο, η κοινωνική εξαθλίωση θα είχε οδηγήσει σε κατοχικές εικόνες. Οι άμεσες ανάγκες των συνανθρώπων μας, δεν μπορούν να περιμένουν την εκδήλωση κάποιου ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος από τους Ευρωπαίους και λοιπούς εταίρους, ούτε τη συμπόνια των λίγων εχόντων και κατεχόντων, ούτε την παγκόσμια επανάσταση των προλετάριων για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Η πολιτική εξουσία βλέποντας αυτά τα οφέλη, τόνιζε σε κάθε σχετική αναφορά της όλο το προηγούμενο διάστημα, τη σημασία του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας, συμπληρώνοντας, όμως, πως κάθε άλλη ανάμιξη στα κοινά υπερβαίνει τους διακριτούς ρόλους. Μια ερμηνεία που έφτασε να Την εξισώνει με φιλανθρωπικές οργανώσεις, ακτιβισμούς και τις κοινωνικές δραστηριότητες των καλών κυριών.
Ήγγικεν όμως ο καιρός που η φιλανθρωπία από μόνη της δεν μπορεί ν’ απαλύνει την κοινωνική οργή κι εμείς στεκόμαστε ανήμποροι να απαγκιστρωθούμε από το ρόλο που άλλοι μας ταίριαξαν, εξυπηρετώντας δικές τους σκοπιμότητες, για ν’ απευθύνουμε, όχι ένα φθηνό παρηγορητικό ευχολόγιο, αλλά λόγο αναζωπυρωτικό και μεταστροφής.
Ποια θα είναι τελικά η συμβολή της Εκκλησίας στην πορεία των πραγμάτων; Τι έχει να μας εμπνεύσει η Ορθόδοξη πίστη μας, που με τέτοιο ζήλο προσπαθούμε να διασφαλίσουμε αμόλυντη από στρεβλώσεις και πλάνες;
Φτάσαμε να θεωρούμε δεδομένη την αδυναμία της Εκκλησίας να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών. Πολλοί από μας κατασκευάσαμε δικαιολογίες για να αναπαύσουμε τη συνείδησή μας, επικαλούμενοι την Αγία Γραφή, τους Πατέρες και τελευταίως μετά μανίας «παραινέσεις» και «αποκαλύψεις» οσίων Γερόντων. Άλλοι πάλι στις κουλτουριάρικες χριστιανοπαρέες, επιδιδόμαστε με μαεστρία στη διαπίστωση των αδυναμιών και στην έκφραση της απογοήτευσής μας, μεταθέτοντας τις ευθύνες αλλού. Και υπάρχουν και κείνοι που δε βλέπουν κανένα πρόβλημα στο ότι αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας, αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως κομμάτι του συστήματος, ενώ ονειρεύονται την επιστροφή στις «ένδοξες» ημέρες του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, βρίσκουμε τελικά τον τρόπο για να στηρίξουμε το θρησκευτικό μας ιδεολόγημα, τις ποικιλώνυμες ορθοδοξίες μας.
Οι καιροί παρήλθαν και οι ισχνές αγελάδες έγιναν ακόμα ισχνότερες. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε και τον Χριστό και τα τριάκοντα αργύρια και αποτύχαμε. Δεν μπορεί• πρέπει πια να έχουμε ταρακουνηθεί! Ζητούμενο τώρα δεν είναι να ξεφύγουμε από την τακτοποίηση του παρελθόντος. Πάει, μας προσπέρασε πριν καν το καταλάβουμε. Δεν πειράζει. Εμείς ας την χαιρετήσουμε, λοιπόν, περιχαρείς για τη χάρη που μας έκανε.
Ναι, πιστεύουμε όλοι στο έργο καταλαγής και ενότητας που επιτελεί η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, ειδικά σ’ αυτούς τους διχαστικούς καιρούς. Το έργο αυτό επικαλούνται και οι ποιμένες μας, όταν τους απευθύνονται βολές για τη σιωπή - πνευματική ή φοβική, η ιστορία θα το δείξει- που πολλοί θεωρούν ότι επιδεικνύουν μπροστά στα όσα ζούμε. Αναμφίβολα το τελευταίο που θα θέλαμε είναι η μετατροπή του ναού σε κομματικό περίπτερο και του κηρύγματος σε ντελίριο πολιτικολογίας. Έστω και ασυναίσθητα, εισερχόμαστε στην εκκλησία με την ελπίδα της μετοχής μας σε μια άλλη κοινωνία, διαφορετική απ’ αυτή του συμβιβασμού, της υποκρισίας και του ατομικού συμφέροντος. Από την άλλη μήπως οι ίδιοι δεν είμαστε μέσα και έξω;
Ξεχάστε όμως ότι έγραψα. Περισσότερο λόγια οργής μοιάζουν. Καλύτερα, ίσως, τα λόγια υπομονής. «Μακροθυμήσατε ουν, αδελφοί, έως της παρουσίας του Κυρίου… ιδού ο κριτής προ των θυρών έστηκεν» (Ιακώβου 5:7,9).
από το amen
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου