Ένα επίκαιρο ποίημα έγραψε ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής της Κυρίας των Αγγέλων Γουβερνέτου, Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος, με τίτλο "Προδομένε Λαέ" και δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα". Το ποίημα μας έστειλε η αναγνώστριά μας κυρία Αικατερίνη Δεληγεώργη, την οποία ευχαριστούμε θερμά.
Προδομένε Λαέ...
Προδομένε Λαέ...
Σαν βλέπω μπρός μου να θεριεύει ο φόβος,
η σκοτεινιά να πλημμυρίζει τις ψυχές,
κι ένας βαρύς χειμώνας να πλακώνει το παρόν,
μα και το μέλλον της παντέρμης μου πατρίδας,
στέκομαι όρθιος και ατενίζω με το βλέμμα καθαρό από του Ψηλορείτη την κορφή,
του Παρθενώνα τις ακλόνητες αξίες,
μέχρι τον τρούλο της Αγιάς Σοφιάς,
που περικλείει της αλήθειας το ανέσπερο φώς
και γράφω τούτες τις γραμμές με πόνο και παράπονο,
για σένα, μητέρα μου, που μοιάζεις πια,
με μητριά στα μάτια των παιδιών σου.
Πατρίδα μου,
μια φλούδα στον απέραντο κόσμο,
μια πατησιά στης γης τ᾽ αναρίθμητα πατήματα,
ένα κομμάτι της Μεσογείου ταπεινό,
χώμα και πέτρα με την αρμύρα της θάλασσας καρυκευμένα,
απομεινάρια μαρμάρων, που ορθώνονται χιλιάδες χρόνια
και ψιθυρίζουν στους διαβάτες σου,
πως θέλει τόλμη ἡ ζωή κι έμπνευση πολλή, για να κυλήσει.
μια φλούδα στον απέραντο κόσμο,
μια πατησιά στης γης τ᾽ αναρίθμητα πατήματα,
ένα κομμάτι της Μεσογείου ταπεινό,
χώμα και πέτρα με την αρμύρα της θάλασσας καρυκευμένα,
απομεινάρια μαρμάρων, που ορθώνονται χιλιάδες χρόνια
και ψιθυρίζουν στους διαβάτες σου,
πως θέλει τόλμη ἡ ζωή κι έμπνευση πολλή, για να κυλήσει.
Πατρίδα μου,
που σου᾽ παν, πως κοιτάζοντάς σε κανείς πληγώνεται,
και πως, μικρή όπως είσαι, δεν έχεις,
παρά μόνο να διαβαίνεις της μοίρας σου,
της Σκύλλας και της Χάρυβδης το μονοπάτι
και να σαλπάρεις στ᾽ ανοιχτά μονάχη...
Στάσου για λίγο και στοχάσου το παρελθόν σου,
κουβέντα αρχίνα, επιτέλους, με τ᾽ αγάλματα,
άκου, τί θέλουν να σου πούν,
της σιωπής τους τη φωνή τη μυστική αφουγκράσου.
Προδομένε λαέ,
τα καπνισμένα κάστρα το πεπρωμένο σου προδίδουν,
τις μάχες που ᾽δωσες, για να σταθείς στης λευτεριάς το βάθρο,
σε κάποιο χθες, που ξέχασες και σε καλεί να το ξανακερδίσεις.
Να διαλεχθείς μ᾽ όλους αυτούς, που σε ανέστησαν
και σε κατέστησαν περήφανο και απροσκύνητο,
για να σου πουν το πώς και το γιατί...
Όταν ένας λαός αποφασίζει να πεθάνει για κάτι ανώτερο,
τότε κερδίζει,
κι όσο μικρή κι αδύναμη κι αν φαίνεται η πατρίδα σου, λαέ μου,
γίγαντας γίνεται στου Γολιάθ τα μάτια.
που σου᾽ παν, πως κοιτάζοντάς σε κανείς πληγώνεται,
και πως, μικρή όπως είσαι, δεν έχεις,
παρά μόνο να διαβαίνεις της μοίρας σου,
της Σκύλλας και της Χάρυβδης το μονοπάτι
και να σαλπάρεις στ᾽ ανοιχτά μονάχη...
Στάσου για λίγο και στοχάσου το παρελθόν σου,
κουβέντα αρχίνα, επιτέλους, με τ᾽ αγάλματα,
άκου, τί θέλουν να σου πούν,
της σιωπής τους τη φωνή τη μυστική αφουγκράσου.
Προδομένε λαέ,
τα καπνισμένα κάστρα το πεπρωμένο σου προδίδουν,
τις μάχες που ᾽δωσες, για να σταθείς στης λευτεριάς το βάθρο,
σε κάποιο χθες, που ξέχασες και σε καλεί να το ξανακερδίσεις.
Να διαλεχθείς μ᾽ όλους αυτούς, που σε ανέστησαν
και σε κατέστησαν περήφανο και απροσκύνητο,
για να σου πουν το πώς και το γιατί...
Όταν ένας λαός αποφασίζει να πεθάνει για κάτι ανώτερο,
τότε κερδίζει,
κι όσο μικρή κι αδύναμη κι αν φαίνεται η πατρίδα σου, λαέ μου,
γίγαντας γίνεται στου Γολιάθ τα μάτια.
Προδομένε λαέ,
οι εκατόμβες των νεκρών, τα ρείθρα των αιμάτων των μαρτύρων σου,
για ν᾽ αναπνέεις λεύτερα, χωρίς δεσμά στον τράχηλό σου,
είναι η ακριβή κληρονομιά σου,
η μόνη κ᾽ ίσως η στερνή πνοή σου και πανανθρώπινη αποστολή σου.
Στο διάβα των αιώνων τυράννους άλλαξες πολλούς και δε γονάτισες μπροστά τους.
Μα τους πιο ύπουλους κι απρόσωπους,
σε δαύτους τους δίσεκτους καιρούς έμελλες ν᾽ ανταμώσεις,
και δείχνεις, λαέ, βουβός και ναρκωμένος,
της λησμονιάς σα να κατάπιες μονορούφι το κρασί.
οι εκατόμβες των νεκρών, τα ρείθρα των αιμάτων των μαρτύρων σου,
για ν᾽ αναπνέεις λεύτερα, χωρίς δεσμά στον τράχηλό σου,
είναι η ακριβή κληρονομιά σου,
η μόνη κ᾽ ίσως η στερνή πνοή σου και πανανθρώπινη αποστολή σου.
Στο διάβα των αιώνων τυράννους άλλαξες πολλούς και δε γονάτισες μπροστά τους.
Μα τους πιο ύπουλους κι απρόσωπους,
σε δαύτους τους δίσεκτους καιρούς έμελλες ν᾽ ανταμώσεις,
και δείχνεις, λαέ, βουβός και ναρκωμένος,
της λησμονιάς σα να κατάπιες μονορούφι το κρασί.
Πατρίδα αθάνατη, λαέ απροσμάχητε,
Ποιοι σε κατάντησαν σαν πτώμα δύσοσμο,
στους κάθε λογής γύπες λεία
και των λαών περίγελο και των προγόνων σου αταίριαστη λαλιά;
Σήκω! ξεκίνα! ναρκοθετούν το αύριο των παιδιών σου,
το χρέος σε καλεί κι ὁ ποιητής προφητικά σου υπενθυμίζει•
“...την οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τ᾽ αγάλματα...”.
Ποιοι σε κατάντησαν σαν πτώμα δύσοσμο,
στους κάθε λογής γύπες λεία
και των λαών περίγελο και των προγόνων σου αταίριαστη λαλιά;
Σήκω! ξεκίνα! ναρκοθετούν το αύριο των παιδιών σου,
το χρέος σε καλεί κι ὁ ποιητής προφητικά σου υπενθυμίζει•
“...την οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τ᾽ αγάλματα...”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου