«40 ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝΑΝΤΙ ΕΝΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ. ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΑΝ ΚΙ ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΚΟΣΤΟΛΟΓΟΥΝ». (Σαρ. Καργάκος)
Οἱ Γερμανικές Ἐκτελέσεις
Σαράντος Ι. Καργάκος,
Ἱστορικὸς – Συγγραφέας
στὸ «Ἀθηναϊκὸ Ἡμερολόγιο 2012»,
Ἐκδόσεις Φιλιππότη
. Ἀπέφευγα γιὰ λόγους προσωπικῆς εὐαισθησίας (ἔχουμε κι ἐμεῖς βέβαια τὰ εὐαίσθητα προσωπικὰ δεδομένα μας!) ν’ ἀναφερθῶ στὸ περιβόητο θέμα τῶν γερμανικῶν ἀποζημιώσεων. Ἤμουν ἑξήμισυ ἐτῶν, ὅταν ἀνήμερα σχεδὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ 1943 οἱ Γερμανοὶ πηγαίνανε γιὰ σκοτωμὸ τ’ ἀδέρφια τοῦ πατέρα μου. Ἡ μάνα μου λέει πὼς μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι. Πέρασε τὸ αὐτοκίνητο μὲ τοὺς μελλοθάνατους ἀπὸ μπροστά μας, ὁ μικρὸς θεῖος μου ποὺ ἦταν δὲν ἦταν 30 ἐτῶν, σήκωσε τὸ χέρι καὶ μᾶς χαιρέτισε μ’ ἕνα πικρὸ χαμόγελο.
. Καὶ μετὰ τὸ αὐτοκίνητο χάθηκε σὲ κάποια στροφή. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουσα κι ἔμαθα τὴ λέξη ἐκτέλεση. Κι ἡ λέξη ἔμεινε ἄσβηστη στὴ συνείδησή μου, γιατί ἔκτοτε εἴχαμε κι ἄλλες, κι ἄλλες πολλὲς ἀκόμη ἐκτελέσεις. Ἔφευγαν ἀπὸ κοντὰ μας ἀγαπημένα πρόσωπα κι ὁ κόσμος ἔλεγε: «Τὰ πῆγαν γιὰ ἐκτέλεση»!
. Κάποτε τὰ δεινὰ ἔληξαν καὶ στὸν τόπο ἐγκαθιδρύθηκε μία κουτσὴ καὶ στραβὴ τάξη. Ἡ οἰκογένειά μου περνοῦσε δύσκολες ὧρες ἀφόρητης φτώχειας. Ἡ Κατοχὴ μᾶς εἶχε ἐξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν ἕναν ἀγώνα γιὰ ἀποζημιώσεις. Μάζευαν ὑπογραφὲς ἀπὸ συγγενεῖς θυμάτων. Ὑπόσχονταν –ἂν θυμᾶμαι καλὰ– δύο χιλιάδες τὸ «κεφάλι». Πῆγαν καὶ στὸν πατέρα μου νὰ ὑπογράψει, μὰ ὁ φτωχούλης ἀρνήθηκε μὲ βδελυγμία. «Δὲν κοστολογοῦνται τὰ κεφάλια τῶν ἀδελφῶν μου», εἶπε. Κι ἔνιωσε πὼς ἀνταπέδιδε μὲ τὴ φράση αὐτὴ τὴν καλύτερη τιμωρία στὴν ἐπηρμένη μεταπολεμικὴ Γερμανία, τὴ Γερμανία τοῦ οἰκονομικοῦ θαύματος, ποὺ στηρίχθηκε στὴν ξένη ἐργασία καὶ στὴν ἀφειδῶς παρεχόμενη ἀμερικανικὴ βοήθεια.. Ἂν σ’ ὅλη αὐτὴ τὴ μακρὰ διαδικασία μὲ πληγώνει κάτι, εἶναι ὄχι αὐτὴ καθαυτὴ ἡ ἐκτέλεση, ἀλλὰ ἡ «νομιμότητα» αὐτῆς τῆς ἐκτέλεσης. Οἱ γερμανικὲς ἀρχὲς εἶχαν διακηρύξει πὼς γιὰ κάθε σκοτωμένο Γερμανὸ θὰ ἐκτελοῦνταν 40 ἄμαχοι Ἕλληνες. Ἂς τὸ σκεφθοῦμε αὐτό: 40 Ἕλληνες ἔναντι ἑνὸς Γερμανοῦ! Ἔτσι μᾶς κοστολόγισαν κι ἔτσι μᾶς κοστολογοῦν. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι ὑποπολλαπλάσιο τοῦ Γερμανοῦ. Αὐτὸ ἐκφράζει ὄχι ἁπλῶς τὴ ναζιστικὴ θηριωδία ἀλλὰ τὴ γενικώτερη εὐρωπαϊκὴ νοοτροπία. Γιατί, ὅπως πολὺ σοφὰ ἔλεγε ὁ Ντισραέλι, «μπορεῖ μΙ]Α ἀποικία ν’ ἀπέκτησε ἀνεξαρτησία, ἀλλὰ δὲν παύει γι’ αὐτὸ τὸ λόγο νὰ εἶναι ἀποικία».
. Ἂν σήμερα οἱ Γερμανοὶ δυστροποῦν νὰ πληρώσουν τὴν ἐπιδικασθεῖσα ἀπὸ τὰ Δικαστήρια ἀποζημίωση στοὺς μαρτυρικοὺς κατοίκους τοῦ Διστόμου (καὶ ὄχι μόνον τοῦ Διστόμου), δὲν τὸ κάνουν μόνο ἀπὸ τσιγκουνιά, τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώσουν ἀκόμη μία φορά. Ἀρνοῦνται ὑπόσταση στὰ δικαστήριά μας. Οὐσιαστικὰ δὲν ἀναγνωρίζουν σὲ μᾶς ὑπόσταση κράτους. Παραπέμπουν τὸ ζήτημα στὸν Ὑπουργό. Αὐτὸς εἶναι ἕνας περιδεὴς ἐκπρόσωπος τῆς Νέας Τάξης ποὺ δὲν λογοδοτεῖ στὸν ἑλληνικὸ λαὸ ἀλλὰ στὰ Διευθυντήρια τῶν Νέων Καιρῶν.
. Αὐτὸ ποὺ ὅμως μὲ θλίβει δὲν εἶναι ἡ ψυχικὴ κακομοιριὰ τῶν κυβερνώντων, εἶναι τὸ ἠθικὸ κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Ἄκουγα ἕνα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστὴ ποὺ μὲ ἄκρως περιφρονητικὴ φωνὴ στιγμάτιζε τὴ συμπεριφορὰ τῶν Διστομιτῶν, ἐπειδὴ κατέφυγαν στὰ ἀσφαλιστικὰ μέτρα κατὰ τῶν Γερμανῶν. Κι ἔλεγε: «Ποῦ φθάσαμε…»! Ἔπρεπε νὰ εἶχε ζήσει τὴ γερμανικὴ φρίκη τῆς Κατοχῆς, γιὰ νὰ εἶχε δεῖ τὸ ποῦ φθάνει τὸ κτῆνος, ὅταν κυριεύει τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Τί ἔκαναν οἱ κάτοικοι τοῦ Διστόμου ἀπὸ τὸ νὰ προσφύγουν στὴ Δικαιοσύνη; Μήπως ἔπρεπε κι αὐτοὶ – κι ὄχι μόνο αὐτοὶ- νὰ συμπεριφερθοῦν γερμανικά, δηλαδὴ νὰ πιάσουν καμμιὰ πεντακοσαριὰ Γερμανοὺς τουρίστες καὶ νὰ τοὺς κρατήσουν ὁμήρους ἢ νὰ τοὺς ἐκτελέσουν; Στὰ ἀντίποινα τῶν Γερμανῶν ἐμεῖς δὲν ἀπαντήσαμε μὲ ἀντίποινα. Οἱ Γερμανοὶ τιμωρήθηκαν ἐλάχιστα γι’ αὐτὰ ποὺ διέπραξαν στὸν τόπο μας. Κάλυψαν ἕνα ἐλάχιστο μέρος τῶν ἀποζημιώσεων ποὺ ὄφειλαν. Συνέχισαν τὴ ναζιστικὴ πολιτική, ὄχι βέβαια στὴ γραμμὴ τοῦ Χίτλερ (δὲν εἶναι ἀκόμη καιρὸς) ἀλλὰ στὴ γραμμὴ τοῦ Γκαῖμπελς. Παραπλάνηση καὶ ἐξαπάτηση. Καὶ μετὰ ἀποθράσυνση. Θὰ ’ρθει στιγμὴ ποὺ θὰ μᾶς ζητήσουν ἀποζημίωση γιὰ τὶς σφαῖρες ποὺ ξόδεψαν γιὰ νά μας… σκοτώσουν.
Φοβερό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να πει κανείς. Πόση υπομονή να κάνεις. Πόσο ακόμα να αντέχεις. Πόσες στεναχώριες πρέπει να υποστούμε σαν Χώρα. Πόσο εξευτελισμό ακόμα...