Στη µεγαλύτερη σύγχρονη µπίζνα παγκοσμίως εξελίσσεται το µέγα πρόβλημα για τον πλανήτη, αυτό της κλιµατικής αλλαγής, µε τις οµάδες συµφερόντων να κρατούν τα νήµατα και να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, την ίδια ώρα που οι ίδιες αυτές ομάδες συμφερόντων θησαυρίζουν από τους µηχανισµούς που έχουν υιοθετηθεί για τη µείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
∆ύο ανεξάρτητες έρευνες που είδαν πρόσφατα το φως τη δημοσιότητας παρουσιάζουν συγκλονιστικά στοιχεία για το πώς έχουν διαβρωθεί οι µηχανισµοί και για το πώς σε παγκόσµιο επίπεδο οι αποφάσεις λαµβάνονται µε βάση τις κατευθύνσεις που δίνουν εταιρείες - κολοσσοί, που είναι, παράλληλα, από τους µεγαλύτερους ρυπαντές του πλανήτη και ταυτόχρονα οι κερδισµένοι των µέτρων ανάσχεσης της κλιµατικής αλλαγής.
Ανεξάρτητες έρευνες που αποδεικνύουν ότι στο θέµα της κλιµατικής αλλαγής το αξίωµα δεν είναι «ο ρυπαίνων πληρώνει», αλλά «ο ρυπαίνων... θησαυρίζει»! Η πρώτη έκθεση µε τίτλο «Ποιοι µας εµποδίζουν;» είναι διά χειρός της διεθνούς περιβαλλοντικής οργάνωσης Greenpeace και η δεύτερη µε τίτλο «Αφήνοντας την αγορά να παίζει» διά χειρός των οργανώσεων Carbon Trade Watch και του Corporate Europe Observatory (CEO) - Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών.
Η πρώτη έκθεση αποκαλύπτει με ονόματα ποιες ρυπογόνες βιομηχανίες αποτρέπουν την υιοθέτηση μιας αποτελεσματικής κλιματικής νομοθεσίας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης και η δεύτερη αποκαλύπτει πώς το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, το λεγόμενο και χρηματιστήριο των ρύπων, μηχανισμός που στήθηκε για να βοηθήσει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, έχει μετατραπεί σε έναν χρυσοφόρο κερδοσκοπικό μηχανισμό που επί της ουσίας επιδοτεί πλουσιοπάροχα τις βιομηχανίες που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα χωρίς να επιτυγχάνει τον βασικό ρόλο ύπαρξής του, τη μείωση δηλαδή των εκπομπών.
Ρυπογόνος πολιτική
Κεντρικός στόχος των ρυπογόνων βιομηχανιών είναι να μην αναθεωρηθεί προς τα πάνω ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και συγκεκριμένα από 20% σε 30% μέχρι το 2020.
Η συζήτηση στους κόλπους της Κοµισιόν για την αναθεώρηση του στόχου ξεκίνησε το 2010 µε την παρουσίαση µελέτης που επισήµαινε τα οφέλη, οικονοµικά και περιβαλλοντικά, από την αναθεώρηση του στόχου και συνεχίστηκε µε την παρουσίαση τον περασµένο Μάρτιο του οδικού χάρτη για τη µετάβαση σε µια οικονοµία χαµηλού άνθρακα µέχρι το 2050 µε την υιοθέτηση στόχου για µείωση των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακά από 80% µέχρι 95% µέσα στα επόµενα 40 χρόνια.
Ο προσανατολισµός αυτός της Ε.Ε. κινητοποίησε τις πανίσχυρες βιοµηχανίες του άνθρακα, που τελικά µε συντονισµένες πιέσεις, τόσο προς τους αξιωµατούχους της Ε.Ε. όσο και προς τα κράτη - µέλη, κατάφεραν να πετύχουν να αναβληθεί η απόφαση για τη µείωση κατά 30%. Όπως αποκαλύπτεται στην έκθεση της Greenpeace, «οι εταιρείες υψηλής έντασης άνθρακα και οι συνήγοροί τους, όπως είναι οι φορείς BusinessEurope, Cefic, Eurofer και η Alliance for a Competitive European Industry (Συµµαχία για µία Ανταγωνιστική Ευρωπαϊκή Βιοµηχανία), εξακολουθούν να εµποδίζουν την πρόοδο στην κλιµατική νοµοθεσία». Όπως επισηµαίνεται στην έκθεση, «εταιρείες όπως οι BASF, ArcelorMittal και BusinessEurope και οι συνεργάτες τους, όχι µόνο χρησιµοποιούν την επιρροή τους για να παρεµποδίζουν την πρόοδο, αλλά επηρεάζουν και τον δηµόσιο διάλογο, παρά τις αµέτρητες οικονοµικές αναλύσεις και αναφορές που καταδεικνύουν τα µεγάλα οικονοµικά οφέλη από µια πιο φιλόδοξη κλιµατική πολιτική».
Η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση, µεταξύ άλλων, αποκαλύπτει ότι µετά την αποτυχηµένη ∆ιεθνή ∆ιάσκεψη για το Κλίµα στην Κοπεγχάγη, συνασπισµός επιχειρήσεων µε πρωτεργάτες το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο Χηµικών Βιοµηχανιών (CEFIC), την Ευρωπαϊκή Συνοµοσπονδία Βιοµηχανιών Σιδήρου και Χάλυβα (Eurofer) και τη BusinessEurope, µε επιστολή προς τους αρχηγούς των θεσµικών οργάνων της Ε.Ε. τον Ιανουάριο του 2010, επέµεινε ότι η Ε.Ε. δεν πρέπει να αναλάβει παγκόσµια ηγετική θέση στο θέµα της κλιµατικής αλλαγής και απέρριπτε οποιαδήποτε άλλη δράση.
Στρατηγική εκβιασµού
Όπως καταγγέλλει η Greenpeace, οι βιοµηχανίες αυτές, και µάλιστα στην πιο δύσκολη οικονοµική στιγµή για την Ευρώπη, εµµέσως πλην σαφώς εκβιάζουν για τη µη λήψη µέτρων υποστηρίζοντας ότι, εάν υιοθετηθούν πιο αυστηρά µέτρα για τη µείωση του διοξειδίου του άνθρακα, θα εγκαταλείψουν την Ευρώπη και θα επενδύσουν σε χώρες µε λιγότερο αυστηρές ρυθµίσεις για τις εκποµπές. Και εκβιάζουν, την ίδια στιγµή που ακόµα και η συµβατική Κοµισιόν εκτιµά ότι η µείωση κατά 30% των εκποµπών θα έχει περιορισµένες επιπτώσεις σε αυτές τις βιοµηχανίες. Παράλληλα όχι µόνο δεν συνδέεται µε τις αιτιάσεις για αποβιοµηχανοποίηση της Ευρώπης, αλλά αποτελεί στρατηγική επιλογή για µια άλλου τύπου οικονοµική ανάπτυξη.
Ο εκβιασµός, µάλιστα, είναι διπλός αφού, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι ρυπογόνες βιοµηχανίες χρησιµοποιούν τα µέτρα για την προστασία από την κλιµατική αλλαγή ως άλλοθι για να επιλέξουν χώρες µε χαµηλό εργατικό κόστος µε στόχο τη µεγιστοποίηση των κερδών τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον περασµένο Μάιο επτά από τις µεγαλύτερες βιοµηχανίες χάλυβα στην Ευρώπη - ανάµεσά τους η Tata και η ArcelorMittal - µε επιστολή τους προς όλα τα κράτη - µέλη της Ε.Ε., το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Κοµισιόν, εκφράζουν αντιρρήσεις για τις σχεδιαζόµενες αλλαγές στο Σύστηµα Εµπορίας ∆ικαιωµάτων Εκποµπών, που έχει εξελιχθεί σε χρυσοφόρα «επιχείρηση» για τις ρυπογόνες βιοµηχανίες.
Μάλιστα, όπως καταγγέλλει η Greenpeace, µια µέρα µετά την αποστολή της επιστολής διαµαρτυρίας ο κολοσσός Tata ανακοίνωσε την περικοπή 1.500 θέσεων εργασίας στη Βρετανία κατηγορώντας την Ε.Ε. για φιλόδοξη κλιµατική πολιτική, ενώ η ArcelorMittal απείλησε να µεταφέρει εκτός Ένωσης τις δραστηριότητές της και προσπάθησε να µπλοκάρει τις αλλαγές στο Σύστηµα Εµπορίας Εκποµπών µε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο.
Η πρεµούρα της βιοµηχανίας να µην αλλάξει τίποτα στο διάτρητο χρηµατιστήριο των ρύπων πηγάζει από τα τεράστια οικονοµικά οφέλη που έχουν οι βιοµηχανίες του άνθρακα. Όπως αποκαλύπτει στην έκθεσή της η Greenpeace, «στην ArcelorMittal έχουν παραχωρηθεί πολύ γενναιόδωρα δικαιώµατα εκποµπών, µε αποτέλεσµα τα πλεονασµατικά δικαιώματά της μέχρι το 2012 να αναμένεται να ξεπεράσουν τις ετήσιες εκπομπές του Βελγίου. Επιπλέον, η ArcelorMittal αναμένεται να κερδίσει τεράστια ποσά από τις πωλήσεις αυτών των αδιάθετων δικαιωμάτων, ποσά που εκτιμώνται γύρω στα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2012». Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του κέρδους από τα πλεονασματικά δικαιώματα, είναι αρκετά δυο στοιχεία. Το 2009, η ArcelorMittal κέρδισε περίπου 70 εκατομμύρια ευρώ από την πώληση των πλεονασματικών δικαιωμάτων εκπομπών και 103 εκατομμύρια ευρώ το 2010.
Σημαντικά ήταν τα κέρδη και για τη χημική βιομηχανία BASF, η οποία για την περίοδο 2005-2012 διαθέτει πλεονασματικά δικαιώματα αξίας 115 εκατομμυρίων ευρώ. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Greenpeace, «αυτά τα ρυπογόνα “δώρα” - για τα οποία η ArcelorMittal και άλλες εταιρείες δεν πλήρωσαν τίποτα - ήταν αποτέλεσμα της στενής σχέσης και της άσκησης πίεσης στις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται».
Χαρακτηριστική ήταν, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, η δήλωση του Κούμι Ναϊντού, γενικού διευθυντή της Διεθνούς Greenpeace, ο οποίος μεταξύ άλλων υπογράμμισε ότι μία χούφτα μεγάλων ρυπογόνων εταιρειών ασκεί αθέμιτη επιρροή στις πολιτικές διαδικασίες προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντά της, και κάλεσε «τους πολιτικούς που κρατάνε στα χέρια τους το μέλλον της οικονομίας και του περιβάλλοντός μας, να βάλουν τους πολίτες πάνω από τα κέρδη βρόμικων εταιρειών, όπως η Shell, η Eskom και η Koch Industries».
Το χρηματιστήριο των ρύπων
Η δεύτερη έκθεση διά χειρός των οργανώσεων Carbon Trade Watch και Corporate Europe Observatory (CEO) -Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών αποκαλύπτει πόσο σαθρό αλλά και αποτυχημένο είναι πλέον το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS) της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και τους κινδύνους που υπάρχουν να συνεχίσει να μην επιτελεί την αποστολή για την οποία συστάθηκε, εάν η νέα φάση λειτουργίας του, που ξεκινάει το 2013, δεν στηθεί σε νέες βάσεις.
Όπως επισήμανε ο Belen Balanya εκ μέρους της CEO, «τα τρωτά σημεία του συστήματος εμπορίας ρύπων ευνοούν τα συμφέροντα των βιομηχανιών και καθιστούν αναποτελεσματικό τον μηχανισμό για τη μείωση των εκπομπών. Η αντιμετώπιση του άνθρακα ως ένα χρηματοοικονομικό προϊόν που αγοράζεται και πωλείται για την ενίσχυση των εταιρικών κερδών δεν επιτυγχάνει τον στόχο των περικοπών. Η Επιτροπή απέτυχε να ρυθμίσει επαρκώς αυτήν την αγορά και τώρα θα πρέπει να πατάξει αυτό το εμπόριο προς το συμφέρον του περιβάλλοντος».
Όπως επισηµαίνεται στην έκθεση, «οµάδες συµφερόντων από τη βιοµηχανία και από τις εθνικές κυβερνήσεις, έχουν µετατρέψει το σύστηµα σε µια σηµαντική πηγή επιδοτήσεων, µε τις εταιρείες ενέργειας να λαµβάνουν απροσδόκητα κέρδη άνω των 70 δισ. ευρώ στην παρούσα φάση, σύµφωνα µε την επίσηµη ενηµέρωση από την Ε.Ε.».
Παράλληλα αποκαλύπτεται ότι στην τρίτη φάση του Συστήµατος (2013-2020) προβλέπεται η χορήγηση δωρεάν αδειών εκποµπών που θα µπορούσε να αποφέρει στις βιοµηχανίες 7 δισεκατοµµύρια ευρώ σε ετήσια βάση ως έκτακτα έσοδα!
Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισµένοι τοµείς, όπως η βιοµηχανία τσιµέντου, κατάφεραν να επηρεάσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα διέπουν την τρίτη φάση του Συστήµατος και να µη ληφθούν µέτρα για µετακίνηση σε καθαρότερες µορφές παραγωγής.
Όπως υπογράµµισε ο Oscar Reyes, κατά την παρουσίαση της έρευνας, εκ µέρους της οργάνωσης Carbon Trade Watch, «µας είπαν ότι οι κανόνες που θα διέπουν το Σύστηµα Εµπορίας ∆ικαιωµάτων θα γίνουν αυστηρότεροι κατά την τρίτη φάση ώστε να εξασφαλίζεται η πραγµατική µείωση των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα. Αντ’ αυτού, οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να ρυπαίνουν µε αποτέλεσµα οι µοναδικές µειώσεις των εκποµπών να είναι αποτέλεσµα της οικονοµικής ύφεσης».
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη δεύτερη φάση του προγράµµατος (2008-2012) εκτιµάται ότι θα υπάρχει πλεόνασµα αδιάθετων δικαιωµάτων εκποµπών ύψους 970 εκατοµµυρίων, πλεόνασµα για το οποίο ασκούνται ισχυρές πιέσεις να µεταφερθεί στην τρίτη φάση, πράγµα που σηµαίνει ότι οι ρυπογόνες βιοµηχανίες θα πάρουν για µια ακόµα φορά και µέχρι το 2017 άφεση αµαρτιών για να µην πάρουν µέτρα. Όπως αποκαλύπτεται στην έκθεση των οργανώσεων Carbon Trade Watch και Corporate Europe Observatory, στην τρίτη φάση του Συστήµατος Εµπορίας Ρύπων προβλέπονται επίσης σηµαντικές επιδοτήσεις στις βιοµηχανίες ανεξάρτητα από τις δηµοπρατήσεις στον τοµέα της ενέργειας. Οι ισχυρές πιέσεις που ασκήθηκαν από το λόµπι των βιοµηχανιών είχαν ως αποτέλεσµα να εξασφαλιστούν δωρεάν άδειες εκποµπών που θα τους αποφέρουν έκτακτα έσοδα 7 δισεκατοµµυρίων ευρώ τον χρόνο, ενώ οι εταιρείες ενέργειας πέτυχαν επιδοτήσεις ύψους 4,8 δισεκατοµµυρίων ευρώ για δέσµευση και αποθήκευση άνθρακα, σε αντίθεση µε ένα µικρό ποσό που προβλέπεται για την «καθαρή» ενέργεια στην οποία συµπεριλαµβάνονται και τα βιοκαύσιµα.
Όσον αφορά τις αεροπορικές εταιρείες, που εντάσσονται στο χρηµατιστήριο των ρύπων από φέτος, προβλέπεται ότι θα λάβουν δωρεάν το 85% των δικαιωµάτων εκποµπών. Το αποτέλεσµα θα είναι το κόστος του άνθρακα να είναι κατά πολύ χαµηλότερο από τις αντίστοιχες φορολογικές ελαφρύνσεις στις αεροπορικά καύσιµα.
Εν ολίγοις, όπως επισηµαίνεται στην έκθεση, και η τρίτη φάση εφαρµογής του συστήµατος εµπορίας δικαιωµάτων ρύπων θα συνεχίσει να λειτουργεί µε βάση το ίδιο µοτίβο, δηλαδή της επιδότησης εκείνων που ρυπαίνουν, βοηθώντας τους µε αυτόν τον τρόπο να αποφύγουν την ουσιαστική δράση για τη µείωση των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου.
Η «παιδική χαρά» των κερδοσκόπων
Από την πρώτη ηµέρα εφαρµογής του χρηµατιστηρίου των ρύπων, άρχισαν από τους επιτήδειους οι απάτες και το «τζογάρισµα», αποκαλύπτοντας τα σηµαντικά κενά τόσο στις διαδικασίες εµπορίας όσο και στην ασφάλειά του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην έκθεση ο Oscar Reyes, «οι αγορές άνθρακα είναι µια παιδική χαρά για τους απατεώνες και τους κερδοσκόπους» και η «καρδιά» του προβλήµατος δεν είναι µόνο η αδιαφάνεια και η έλλειψη αυστηρών κανόνων, αλλά το γεγονός ότι η περιβαλλοντική πολιτική έχει παραδοθεί στους εµπόρους µε αποτέλεσµα να µη γίνεται τίποτε για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής.
Η πρώτη απάτη εντοπίστηκε από την Europol τον ∆εκέµβριο του 2009 και πήρε την κωδική ονοµασία «carousel» ή ο «αφανής έµπορος», ένα κόλπο που µέχρι τότε είχε ως αποτέλεσµα απώλειες άνω των 5 δισεκατοµµυρίων ευρώ µόνο από επιστροφές φόρου. Το κόλπο προέβλεπε την αγορά δικαιωμάτων ρύπων από χώρες που δεν επιβάλλουν ΦΠΑ και την πώλησή τους σε χώρες όπου ο ΦΠΑ είναι ενσωματωμένος στην τιμή, χωρίς βέβαια να αποδίδεται πουθενά...
Η δεύτερη πιο διαδεδομένη απάτη στο χρηματιστήριο των ρύπων, για την οποία τελικά βρήκαν αντίδοτο και θύμα της οποίας είχε πέσει και η Ελλάδα, είναι γνωστή ως «phishing» - παραλλαγή του αγγλικού «fishing» (ψάρεμα) - κατά την οποία, μέσω της αποστολής spam e-mail, οι απατεώνες ζητούσαν από τους χρήστες του συστήματος να συνδεθούν σε έναν πλαστό δικτυακό τόπο και να καταχωρίσουν τους κωδικούς πρόσβασης. Με τους κωδικούς αυτούς οι απατεώνες προχωρούσαν σε παράνομες συναλλαγές και σε κλοπή πιστοποιητικών εκπομπής άνθρακα. Η απάτη ήταν πολύ εύκολο να γίνει καθώς η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών είναι μια εικονική εμπορική πράξη. Δεν υπάρχει, δηλαδή, εμπόρευμα ούτε αποθήκες με εμπορεύματα, δεν υπάρχει μεταφορά ούτε βέβαια αντίστοιχα έγγραφα.
Η τρίτη εκδοχή εξελίχθηκε στην απόλυτη κερδοσκοπία όταν κάποιοι εντόπισαν ένα «παραθυράκι» στο Σύστημα, το οποίο κατόπιν εορτής «έκλεισαν». Το σκάνδαλο ξεκίνησε από την Ουγγαρία, η οποία εκμεταλλεύτηκε ένα «παραθυράκι» στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (EU ETS), πουλώντας πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER) που είχαν εκδοθεί από κράτος εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά εντός του Μηχανισμού Καθαρής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, «ανακυκλώνοντας» έτσι δικαιώματα που είχαν χρησιμοποιηθεί και που δεν αντιπροσώπευαν πραγματικές μειώσεις στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου