Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2011

Μια νύχτα με τους γέρους ............

Η μητέρα από το πρωί που κάνει ετοιμασίες. «Θα ‘χει, λέει ξεχωριστούς φίλους. Γι’ αυτό και το φαγητό πρέπει να είναι ξεχωριστό.
- Μα τα φαγητά σου είναι πάντα ξεχωριστά, τι πιο ξεχωριστό να φτιάξεις ακόμα.
- Α, είναι Ελλαδίτες και θα κάνω φαγητό που δεν έχουνε αυτοί.

- Σιγά να μην έχουνε και το ‘χεις εσύ αποκλειστικότητα, να το πατεντάρεις κιόλας. Έλα, μαμά, τι λες;
- Άκου που σου λέω. Δεν έχουνε αυτοί κολοκάσι. Θα φτιάξω λοιπόν, κουπέπια με κολοκάσι και μπόλικο σέλινο.
Απομονώνουμαι στο δωμάτιο μου. Έχω πολύ διάβασμα. Το ΑΤΙ (Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο) και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν… υπολογίζουν οικογενειακές υποχρεώσεις. Η μητέρα θα τα φροντίσει όλα.
Από νωρίς το βράδυ όλα είναι έτοιμα. Ακόμα και το μεγάλο τραπέζι στη σαλοτραπεζαρία είναι στολισμένο με το λινό άσπρο τραπεζομάντιλο, και τοποθετημένα τα σερβίτσια περιμένουν το… ξεχωριστό φαγητό και τους ξεχωριστούς επισκέπτες.


Το δωμάτιό μου είναι δίπλα από όλο αυτό το πανηγύρι. Θα δω, αν ενοχλούμαι, θα πάω στο πίσω δωμάτιο. Μα το κομπιούτερ μου είναι εδώ… τέλος πάντων, θα πάω πίσω να κοιμηθώ. Τι γυρεύω εγώ ανάμεσά τους; Ανάμεσα σε… γέρους;
Γύρω στις εννέα κατέφτασαν. Τους… κατέφτασε ο πατέρας, φυσικά, από το ξενοδοχείο τους στη Λευκωσία. Και ποιός νομίζετε πως ήταν ο ξεχωριστός ξένος μας; Ο Γιώργης Κρόκος, ο μεγάλος έλληνας ποιητής, με τη γυναίκα του. Τον είχε γνωρίσει η μητέρα σ’ ένα λογοτεχνικό Συνέδριο στο Αίγιο πριν μερικά χρόνια. Κι ο παπούς, να ξέρετε, γράφει κι αυτός πού και πού ποιήματα. Όχι ακριβώς γράφει, μα τα φτιάχνει και τα λέει από μνήμης. Γι’ αυτό, απόψε είναι εδώ όλοι, παπούς, γιαγιά, γονείς κι εγώ. Ήρθε κι η άλλη μου η γιαγιά, απ’ τον πατέρα. Αυτή δεν έχει… παππού. Πέθανε πριν εγώ γεννηθώ, δεν τον γνώρισα. Ήτανε καλοκάγαθος άνθρωπος, παραδέχονται όλοι.

Παράτησα κι εγώ τα διαβάσματα, η ευγένεια το απαιτούσε, να καθίσω για λίγο μαζί τους κι ύστερα συνεχίζω να παίζω το… βιολί μου. Να τελειώνω αυτό το πρότζιεκτ και να το παραδώσω, να ξεγνοιάζω. Μα το λίγο έγινε… πολύ, γιατί τέτοια παρέα δεν μου ξανάτυχε. Ακόμαι και τον παππού και τις γιαγιάδες με άλλο μάτι τους έβλεπα απόψε. Τι ιστορίες βγήκανε στην επιφάνεια, από τα παλιά καλά χρόνια… Κι όμως, δεν ήταν καλά χρόνια, για Κατοχή μίλαγε ο ξένος, για δυσκολίες επιβίωσης οι δικοί μου. Γιατί τότε, λένε πάντα, τα παλιά ωραία χρόνια; απορώ.

Έμεινα όλο το βράδυ μαζί τους. Και τι δεν άκουσα! Ιστορίες της Κατοχής από τον Γιώργη Κρόκο. Μόλις είδε τη γατούλα μας θυμήθηκε τη δική του γάτα, που τον έσωσε τότε, από την πείνα. Πήγαινε, λέει στο χασάπικο της γειτονιάς και πάντα κατάφερνε και και σούφρωνε και τούτο έφερνε. Και τότε αυτός, το μοιραζότανε μαζί της, ας ήταν και μια σταλιά άχρηστο λίπος ή κοκαλάκι.

- Και την ποίηση; Πότε την αρχίσατε, κύριε Κρόκο;
- Από πάντα. Ακόμα και τη γυναίκα μου, με ποιήματα την κέρδισα. Πολύ ρωμαντικό αυτό, είπα κι εγώ, και το αντιπαρέθεσα στο μυαλό μου με τα σημερινά αγόρια που απαιτούν επίμονα και χυδαία μερικές φορές, μια σχέση. Ωραίες εποχές, στ’ αλήθεια!
- Μα, κι εμείς ακόμα περάσαμε δύσκολα τα… ωραία εκείνα χρόνια, λέει κι η μαμά. Να δουλεύεις όπως οι άντρες κι όμως να αντιμετωπίζεσαι σαν… γυναίκα.
- Τι είναι αυτό, πάλι, μαμά, που λες; Άντρας… γυναίκα; απόρησα εγώ.
- Α, κορίτσι μου, δεν ήταν τα πράγματα όπως τώρα. Ναι, ήταν ο άντρας το πάν, ο πασάς κι η γυναίκα το… κάτι τι.
- Μα εσύ, μαμά, δεν πρέπει να ‘χεις παράπονο. Είσαι δασκάλα.
- Ναι, στην εποχή μας είναι που άρχισε η μεγάλη αλλαγή. Δειλά δειλά, μα και… αργά αργά. Γι’ αυτό… προλάβαμε κι εμείς τον ρατσισμό σε βάρος τη γυναίκας, στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, της καριέρας μου και τα τελευταία μιας εποχής. Ακούστε τι έγινε, όταν πρωτοδιορίστηκα. Πήρα μια πρώτη τάξη, που στεγαζόταν σ’ ένα δωμάτιο, μακριά από το σχολείο, γιατί δεν επαρκούσαν οι αίθουσες. Ήρθε, λοιπόν, ο επιθεωρητής, τα ξεσκάλισε όλα, μάθημα, οργάνωση, τετράδια, περιβάλλον, συμπεριφορά παιδιών, απόδοση, κι έφυγε. Ούτε ένα λόγο, καλό ή κακό. Όλα τα κουβέντιαζε μόνο με το διευθυντή, κι αυτός πάλι, τίποτα σ’ εμάς. Οι δυο τους, σαν να είχαν επαγγελματική συμφωνία να μην βγάζουν τίποτε προς τα έξω, από όσα λέγονταν μέσα στο κατάκλειστο γραφείο. Κι εμείς δεν απαιτούσαμε τίποτε. Αυτή η σιωπή-περιφρόνηση ήτανε δεδομένη.

Έφυγα από αυτό το σχολείο, άλλο γειτονικό και σε τρία χρόνια επανήλθα. Ο διευθυντής ο ίδιος. Ο κύριος Συμεωνίδης. Μια μέρα που μιλούσαμε οι δυο μας με πολύ φιλική διάθεση, για τα διδασκαλικά, δεν άντεξε και άφησε ελεύθερη την ψυχή του να μιλήσει.

- Ξέρεις, Άννα, στην πρώτη σου επιθεώρηση, τι μου είχε πει ο επιθεωρητής για σένα;
- Τι; Θα μου πεις, μετά από τρία χρόνια; Μπορείς;
- Ε, ναι! Από τότε έπρεπε να το αντιμετωπίσω, γιατί ήταν τόσο άδικο. Δεν το αντέχω άλλο. Να ξαλαφρώσω, θέλω. Λοιπόοον… Μου λέει, λοιπόν: Εκείνη, κει πάνω η δασκαλού, στο σπιτάκι, μάλιστα! Αν ήταν δάσκαλος, λαλώ σου!”
Παλάβωσα. Μα ήτανε τέτοιες καταστάσεις; Και τις πέρασαν οι άνθρωποί μας; Οι άνθρωποι που μας μεγάλωσαν με τόσες αξίες δημοκρατίας και ισοτιμίας; Αυθόρμητα αγκάλιασα τη μαμά και τη φίλησα. Τότε η γιαγιά, Ελένη, μπήκε στη συνέχεια της κουβέντας.

Άκου και τη δική μου ιστορία, Μαρία μου. Όταν πέθανε ο παππούς σου ο Παύλος, που δεν γνώρισες, ήμουνα μόνο τριάντα τεσσάρων χρόνων, με πέντε παιδιά γύρω μου, άλλα στο σχολείο, άλλα στην ποδιά μου κι ένα στην αγκάλη μου. Είναι αυτό που λέμε, τόσο μικρά όλα, που τα σκέπαζε ένα κόσκινο. Κι όμως άντεξα τον πόνο, δούλεψα σκληρά και έβγαλα ανθρώπους στην κοινωνία. Και μάλιστα, με ένα μεροκάματα γεναιτζιήσιμο. Μια λίρα οι άντρες, μισή εμείς, δέκα σελίνια μεροκάματο… Τόση δύναμη, Θεέ μου, πού την έβρισκα;

Η γιαγιά ελένη, δεν έχει μόρφωση μεγάλη, για να μπορεί να μιλά… καλαμαρίστικα, γι’αυτό και η μητέρα εξήγησε στους ξένους το … “γεναιτζιήσιμο”. Τα μάτια της όμως, είχαν το ίδιο γυάλισμα, όπως ολονών μας. Μια αγκαλιά κι ένα φιλί τα σβήνανε όλα. Η δική μου έκφραση αγάπης ήρθε… δεύτερη. Η πρώτη ήταν από τον μπαμπά.

Και με τούτα και με κείνα, δεν θα το πιστέψετε. Κει που ‘λεγα θα την… έκανα στα πεντέξι λεπτά, κάθισα μαζί τους και στο φαγητό. Πόποπο! Τι γλυκιά συντροφιά ήταν αυτή! Ο ξένος μας κατενθουσιάστηκε με την κουμανταρία, άσε δε το φαγητό. Στ’ αλήθεια, δεν ξέρανε τι ήταν το κολοκάσι. Ο παππούς και ο κύριος Κρόκος, μας απάγγειλαν ποιήματα (έτσι θα ήταν οι αθηναϊκές βεγγέρες που διαβάζουμε στα βιβλία;) Κι ο πατέρας είχε την έμπνευση να ηχογραφήσουμε τον μεγάλο μας ποιητή. Και αλήθεια, ήταν πολύ καλή ιδέα.

Γιατί, κρατάω αυτήν την κασέτα και την ακούω που και που. Μας είπε πολλά ανέκδοτα από το νησί του, τη Χίο. Α, είναι και ένα που τότε με σόκαρε. Θα το αναφέρω εδώ, να δούμε -να δείτε μάλλον- αν νιώσετε κι εσείς το ίδιο. Κάποτε, λέει, πήγανε στον Παράδεισο τρεις Χιώτισσες. Ο Άγιος Πέτρος ρωτάει την πρώτη: “Απάτησες ποτέ τον άντρα σου;” Κι αυτή απαντά: “Άγιε Πέτρο… μια φορά μόνο…” “Άντε, δώσε ένα γύρο του Παραδείσου κι έλα να σου ανοίξω”.
- Κι εσύ τέκνον μου; ρωτά τη δεύτερη.
- Άγιε μου, κι εγώ… δυο φορές μόνο.
- Άντε, δυο γύρους του Παραδείσου και σου ανοίγω κι εσένα.
- Κι εσύ, κόρη μου; ρωτά την τρίτη.
- Εγώ… τρέχω να φέρω το…. μοτοσακό μου.
Γέλια που κάναμε. Κι ο παππούς είχε την έμπνευση να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις.
- Γιώργη, μήπως η τρίτη ήτανε…
- Σωπα, καημένε Στέλιο, κι έχουμε και το κορίτσι μας εδώ. Εγώ αποφεύγω να αναπαράγω τέτοια, προστά σε νέα παιδιά. Ντροπής πράγματα αυτά.

Παράτησα κι εγώ τα διαβάσματα, η ευγένεια το απαιτούσε, να καθίσω για λίγο μαζί τους κι ύστερα συνεχίζω να παίζω το… βιολί μου. Να τελειώνω αυτό το πρότζιεκτ και να το παραδώσω, να ξεγνοιάζω. Μα το λίγο έγινε… πολύ, γιατί τέτοια παρέα δεν μου ξανάτυχε. Ακόμαι και τον παππού και τις γιαγιάδες με άλλο μάτι τους έβλεπα απόψε. Τι ιστορίες βγήκανε στην επιφάνεια, από τα παλιά καλά χρόνια… Κι όμως, δεν ήταν καλά χρόνια, για Κατοχή μίλαγε ο ξένος, για δυσκολίες επιβίωσης οι δικοί μου. Γιατί τότε, λένε πάντα, τα παλιά ωραία χρόνια; απορώ.

- Μα στο βιβλίο σου τα καταχώρησες.
- Μα έτσι γινότανε στην Χίο, παλιά. Πολλά τέτοια πειράγματα άπρεπα κυκλοφορούσαν.
- Κι εδώ το ίδιο, μην νομίσεις, συμπλήρωσε η μητέρα.
- Εγώ όμως ως τότε δεν είχα ακούσει ούτε ένα τέτοιο απαγορευμένο ανέκδοτο. Μα είχα γιαγιάδες εγώ, είχα παππού, γονείς! Που με σέβονταν.
- Κι έχω μπροστά μου χρόνια ώριμα, για να τα ακούσω.
Έχει επάνω της η κασέτα κι άλλα ανέκδοτα παλιά και ωραία και ιστοριούλες με γκάφες και χιούμορ πολύ. Ακόμα κι εκείνο το: γιατί πάνε οι Χιώτες δυο-δυο,

Ήτανε, τότε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν η ζωή του ραγιά λογαριαζόταν όσο ενός ζώου. Κι όπου οι αγάδες συναντούσαν Έλληνα, τον καβαλίκευαν να τους πάει στον προορισμό τους. Οι Χιώτες, λοιπον πήγαιναν πάντα δυο-δυο, και μόλις έβλεπαν από μακριά Τούρκο, καβαλίκευε ο ένας τον άλλο, κι έτσι έδιναν την εντύπωση πως ο καβαλάρης ήτανε κι αυτός Τούρκος. Και γλίτωναν.

Έχω ακόμα στην κασέτα και το ποίημά του, ανέκδοτο, που μου το χάρισε γραπτό με αφιέρωση. Το κρατάω σαν φυλαχτό, μαζί με τα τραγούδια του Ήλιου (ποιητική συλλογή Γιώργη Κρόκου). Το εμπνεύστηκε στο ξενοδοχείο. Στη Λευκωσία, που έμεινε, εκεί κοντά στην Πυροσβεστική, καταντικρύ στην Πράσινη Γραμμή και το συρματόπλεγμα.

Πόσο ωραία πέρασα τούτη τη βραδιά, παρέα με τους… γέρους, δε λέγεται. Το πρότζιεκτ των ηλεκτρονικών υπολογιστών ας περιμένει. Οι ξεχωριστές στιγμές δεν… περιμένουν. Είναι φευγάτες και τυχεροί όσοι τις… αρπάζουν.

πηγή: Άννας Καλογήρου-Παύλου, Μια βραδυά με τους γέρους

ahdoni.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου