Τὸ πρωΐ εἴχαμε μία ἰδιωτικὴ λειτουργία. Τὴν ὥρα ποῦ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω στὴν Ἐκκλησία, ὥρα 5.55 πρωϊνή, χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Σκέφτηκα μήπως κάποια πονεμένη ψυχὴ ἔχει κάποιο πρόβλημα – κάτι ἄλλωστε ποῦ συνέβαινε συχνὰ – καὶ σήκωσα τὸ τηλέφωνο. Πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη ἄκουσα:
- «Ἄκου παιδάκι μου, εἶμαι ὁ Γέροντας Πορφύριος. Μὴ βγεῖς ἔξω ποὺ ἀκοῦς καὶ σκάβουν, θὰ σὲ χτυπήσουν. Διαβολεμένοι ἄνθρωποι γυρίζουν στὸ Μοναστήρι σου».
- Τὸν ἐρωτῶ: «Γέροντα, γιατί σκάβουν; Βρῆκαν τίποτα;»
- Ἀπαντᾶ: «Ὄχι παιδάκι μου, τὰ ἔχουν πάρει ἄλλοι νωρίτερα».
- Τὸν ἐρωτῶ πάλι: «Γέροντα ἔχετε ἔλθει στὸ Μοναστήρι μας;»
- Μοῦ ἀπαντᾶ: «Ὄχι παιδάκι μου, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἐκεῖ. Ρώτα μὲ ὅτι θές». Παίρνοντας λοιπὸν ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ αὐτό, τὸν ρώτησα γιὰ...
τὴν ἱστορικῆς σημασίας σπηλιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ μας…
… – Μὲ ἐρωτᾶ: «Ποιὰ σπηλιά; Γιατί εἶναι δύο σπηλιὲς κοντά σας. Αὐτὴ ποῦ κάθισαν οἱ πρῶτοι μοναχοί;»
- Τοῦ ἀπαντῶ: «Ναὶ Γέροντα». Μοῦ λέει: «Καλὸ εἶναι, παιδάκι μου, νὰ τὸ κάνης αὐτό, γιατί ἡ σπηλιὰ εἶναι ἁγιασμένη. Ἀλλὰ θὰ σὲ ἀφήσουν οἱ χωρικοί; Θὰ ἀντιδράσουν».
Ἔμεινα μὲ τὸ ἀκουστικὸ στὸ χέρι, χωρὶς νὰ μιλάω ἀπὸ τὴν ἔκπληξή μου, γιατί μου μιλοῦσε γιὰ γεγονότα.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὄντως ὑπάρχουν δύο σπηλιές, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὴν εἴχαμε δεῖ τὴ δεύτερη σπηλιά, καίτοι εἴχαμε ἐγκατασταθεῖ στὴ Μονὴ περισσότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο. Μᾶς τὸ εἶχαν πεῖ ὅμως οἱ βοσκοὶ τῆς περιοχῆς, ὅτι ὑπάρχει καὶ δεύτερη σπηλιά.
Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ εἶχα μείνει ἀμίλητη μὲ τὸ ἀκουστικὸ στὸ χέρι, ἀκούω τὸ Γέροντα νὰ μοῦ λέει: «Ψάρια, Γερόντισσα, Ψάρια!».
- Τὸν ἐρωτῶ: «Τί ψάρια, Γέροντα;»
- «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «τὸ νερὸ ἀπὸ τοὺς κούτουλες δὲν εἶναι κατάλληλο γιὰ ψάρια; Βάλε λοιπὸν ψάρια νὰ φάει ὁ κόσμος. Θὰ ‘ρθοῦν δύσκολοι καιροί!».
Καὶ ὄντως, ὅταν εἴχαμε ἐγκατασταθεῖ στὸ Μοναστήρι, ἐξήτασα στὸ Χημεῖο τῶν Πατρὼν τὸ νερό, ποὺ τρέχει ἄφθονο ἀπὸ τοὺς δύο κούτουλες (πηγὴ) στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, ἂν εἶναι πόσιμο καὶ παράλληλα ἂν εἶναι κατάλληλο γιὰ ψάρια, ὥστε νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες τῆς Μονῆς καὶ τῶν φιλοξενουμένων προσκυνητῶν της. Ὄντως τὸ νερὸ ἀπεδείχθη καθαρὸ καὶ κατάλληλο γιὰ ἰχθυοτροφεῖο… (ἀπὸ τὶς σέλ. 60, 62).
Τὴν παρουσία τοῦ Γέροντα (Πορφύριου) τὴν αἰσθανόμεθα1 ἔντονα, γιατί σὲ κάθε δίλημμα μᾶς ἐκεῖνος ἐπικοινωνοῦσε μαζί μας καὶ μᾶς ἔδινε λύση. Μία φορά, μοῦ εἶχε πεῖ τηλεφωνικῶς:
- «Παιδάκι μου, ἔχεις μεγάλο ἀγώνα, ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι, ἐγὼ κάθε βράδυ κάνω μαζί σας προσευχή».
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι μὲ τὸν Γέροντα δὲν εἴχαμε συναντηθεῖ ποτέ, οὔτε τὸν εἶχα δεῖ ποτέ, μόνον εἶχα ἀκούσει γιὰ τὸ προορατικό του χάρισμα ἀπὸ ἄλλους, οὔτε ποτὲ εἶχα τηλεφωνικῶς ἐπικοινωνήσει μαζί του. Ἀπόρησα λοιπόν. Πῶς ἤξερε ἐμᾶς καὶ τὰ προβλήματά μας; Ποῦ βρῆκε τὸ τηλέφωνό μας;
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πῆρα τηλέφωνο μία ἡγουμένη ἄλλου Μοναστηριοῦ, ποῦ γνώριζε τὸν Γέροντα, καὶ τὴν ρώτησα: «Μήπως, Γερόντισσα, δώσατε τὸν ἀριθμὸ τοῦ τηλεφώνου μας στὸν Γέροντα Πορφύριο;» Μοῦ ἀπαντᾶ: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ τοῦ τὸν δώσω; Τὸ μυαλὸ τοῦ πατρὸς Πορφυρίου εἶναι τηλεόραση».
Κάποτε ἐπεσκέφθην μὲ μερικὲς ἀδελφές της Μονῆς μᾶς ἕνα ἄλλο Μοναστήρι. Ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἕνα ἐπεῖγον καὶ σημαντικὸ θέμα, πῆρε ἐκεῖ τηλέφωνο, μὲ ζήτησε καὶ μοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τοὺς πέντε ἀνθρώπους ποῦ θέλουν νὰ καταθέσουν ὡς μάρτυρες γιὰ τὰ ὅρια τῆς Μονῆς σας, νὰ τοὺς ἀφήσεις νὰ προσέλθουν στὸ δικαστήριο. Πρέπει νὰ ἀκουστεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ ὑπερασπισθεῖς ὅ,τι ἀνήκει στὴ Μονή, γιατί θαρθοῦν δύσκολοι καιροὶ καὶ ὁ κόσμος θὰ χρειασθεῖ φροντίδα ἀπὸ τὰ Μοναστήρια».
Πραγματικά, πέντε γηραιοὶ ἄνθρωποι, ποῦ ἤσαν εὐγνώμονες στὸ Μοναστήρι, μοῦ ζητοῦσαν ἐπιμόνως νὰ ποῦν τὴν ἀλήθεια σὲ μία ἀδικία ποῦ εἶχε γίνει εἰς βάρος τῆς Μονῆς. Ἔτσι κι ἔγινε καὶ ἡ Μονὴ δικαιώθηκε. (Ἀπὸ τὶς σέλ. 63, 64).
Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗ
-Καθηγητοὺ τῆς Παιδαγωγικῆς της Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν-
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ», 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου