Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Ἁγίων Μετεώρων
Ὁμιλία στό Πανκαλαμπακιώτικο Χοροστάσι
10-7-2011
«ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»
Δρόμοι πού χαράξαμε...γιά νά ἀκολουθοῦμε.
Σήμερα βγῆκα σέ χαρά, βγῆκα σέ πανηγύρι
ἀπ’ ὄξου ΄πό τή νἐκκλησιά κι πίσ’ ἀπ’ τ’ἅγιο βῆμα
κι’ ἄκουσα πού τό λέγανε, ψιλά τό τραγουδοῦσαν,
πού θέλ’ ἀλήθεια γιά νά ζῇ, ἰδῶ νά τραγουδάει
ἰδῶ νά κλαίει τά πάθια του νά χαίρη τίς χαρές του
(δημοτικό τραγούδι)
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε, ἅγιε Πρωτοσύγκελλε καί ἐκπρόσωπε τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, ἅγιοι Καθηγούμενοι, σεβαστοί πατέρες καί ὁσιώτατες ἀδελφές, ἀξιότιμε κ. Ἀντιπεριφερειάρχα, ἀξιότιμοι κ.κ. πρώην Δήμαρχοι, Περιφερειακοί καί Δημοτικοί Σύμβουλοι, ἀξιότιμοι κ.κ. ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν καί φορέων, ἀγαπητοί ἀδελφοί καί φίλοι.
Παρότι δέν εἴμαστε, ἴσως, οἱ πλέον ἁρμόδιοι γιά νά μιλήσουμε στήν ἀποψινή ὁμήγυρη, ἀναλάβαμε, ὅμως, μέ χαρά καί προθυμία, τήν μικρή αὐτή εἰσήγηση γιατί θεωροῦμε ἰδιαίτερα σημαντική τήν συνάντηση αὐτή ὅλων τῶν χορευτικῶν συγκροτημάτων τοῦ Δήμου μας. Τό παραδοσιακό αὐτό χοροστάσι εἶναι μιά νότα ἐλπίδας καί ψυχικῆς ἀνάτασης μέσα στήν δίνη τῶν τραγικῶν στιγμῶν πού βιώνουμε στήν χώρα μας. Εἶναι τό ζωντάνεμα τῆς μνήμης καί τῆς συναίσθησης τοῦ ποιοί πραγματικά εἴμαστε, τί ἔνδοξη ἱστορία κουβαλᾶμε στούς ὤμους μας, τί πλοῦτο παραδοσιακό κατέχουμε, τί ἀκαταμάχητα πρότυπα ἡρώων καί μαρτύρων ἀποτελοῦν τήν ἔμπνευση καί τό παράδειγμά μας.
Κι ὅλα αὐτά μᾶς τά προσφέρουν τά δημοτικά μας τραγούδια καί οἱ λεβέντικοι χοροί μας, ἡ ἀνεπανάληπτη αὐτή διαχρονική ζωντανή ἔκφραση τοῦ λαοῦ μας, ὁ σφυγμός καί ἡ ἀναπνοή τῆς φυλῆς μας· αὐτή πού ὕμνησε τίς δόξες καί τά ἀνδραγαθήματα τῶν ἀγωνιστῶν, πού ἀφουγκράστηκε τόν πόνο καί τήν ἀγωνία τῶν δοκιμασμένων, πού γλέντησε τίς χαρές, τά ἀρραβωνιάσματα καί τούς γάμους, πού μοιρολόγησε τήν σκλαβιά καί τόν θάνατο, πού ζωντάνεψε κάθε κλαδί καί ἀνθό, κάθε βουνό καί ἀκρογιάλι τῆς ἀπαράμιλλης καί μοναδικῆς ἑλληνικῆς φύσης.
Μέ μιά φράση, ὅπως μᾶς τήν διατυπώνει ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου, στά δημοτικά μας τραγούδια «δίχως χαρτί καί δίχως μελάνι τραγουδιόντανε ὅσα τραγουδιοῦνται, τό πῶς ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο, τό πῶς ἀγαπᾶ, τό πῶς μακαρίζεται».
Ἡ ἀποψινή ἐκδήλωση, πού μέ τόση ἔμπνευση καί μεράκι διοργανώνεται ἀπό τήν Δημοτική μας Ἀρχή, μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία, παράλληλα μέ τήν ἀναψυχή, νά προβληματισθοῦμε καί νά φιλοσοφήσουμε γύρω ἀπό τήν παράδοσή μας, τήν πίστη μας καί τόν πολιτισμό μας. Μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἀνατρέξουψε σέ μνῆμες καί βιώματα ὡς ἐπί τό πλεῖστον ξεθωριασμένα καί ἐγκαταλελειμμένα. Μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐπανατοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στό χθές καί στό σήμερα. Νά ἀναρωτηθοῦμε καί νά ἀναζητήσουμε τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἀπέκοψε ἀπό τά ζωηφόρα νάματα τῆς παραδόσεώς μας καί μᾶς ὁδήγησε κενούς καί ἄνυδρους στήν τραγικότητα τῆς ἀλλοτριώσεως καί στήν δίνη τῆς ἀνελέητης κρίσης, πού βιώνουμε στίς μέρες μας.
Ἡ ἀπάντηση, βεβαίως, σέ ἕνα τόσο κρίσιμο καί καθοριστικό ἐρώτημα δέν θά μποροῦσε νά δοθεῖ καί νά ἐξαντληθεῖ στά πλαίσια τῆς ἀποψινῆς ἀναφορᾶς μας. Βέβαιο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἡ σύγχρονη αὐτή καί πολύπλευρη οἰκονομική, κοινωνική, θρησκευτική καί πολιτική κρίση πού βιώνουμε ὡς Ἕλληνες εἶναι πρωταρχικά μία κρίση ταυτότητος· μιά κρίση αὐτοσυνειδησίας καί αὐτοπροσδιορισμοῦ. Μία σύγχυση, δηλαδή, καί μία ἀμφισβήτηση τῶν ἀρχῶν, τῶν πιστευμάτων μας, τῶν προτεραιοτήτων, τῶν στόχων καί τῶν ἐπιδιώξεων πού θέτουμε στήν ζωή μας καί τῶν τρόπων πού χρησιμοποιοῦμε γιά νά τά ἐπιτύχουμε. Μία ἀναζήτηση καί μία ἀγωνία γιά τά οὐσιώδη καί τά σημαντικά τῆς ζωῆς, γι’ αὐτά πού μᾶς δίνουν χαρά, πού ξεκουράζουν καί γεμίζουν τήν ψυχή μας, πού μᾶς προσφέρουν σκοπό καί νόημα βίου, πού μᾶς χαρίζουν ἐν τέλει τήν εὐτυχία.
Τήν ἀπάντηση σέ ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα, ἐπί αἰῶνες τώρα, ὁ λαός μας εἶχε μάθει νά τήν βρίσκει στήν βίωση τῆς παραδόσεώς του. Εἶχε μάθει νά τήν βρίσκει στήν ἁπλότητα καί τήν ὀμορφιά τῆς ἑλληνικῆς φύσεως· εἶχε μάθει νά τήν βρίσκει στήν ὀλιγάρκεια καί τήν ἀσκητικότητα τοῦ ἀπέριττου, μά καί ἀρχοντικοῦ βίου· στόν μόχθο, τόν ἱδρώτα καί τήν τιμιότητα γιά τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐπιούσιου· στά σταράτα λόγια, τήν ντομπροσύνη καί τήν εἰλικρίνεια τῶν σχέσεων, στήν συμφωνία κυρίων· στίς ἀληθινές φιλίες, τήν ἀνθρωπιά, τήν ἀδόλευτη καλωσύνη, τήν ζεστή ἀγάπη καί τήν πρόθυμη προσφορά· στά καθαρά μάτια, σέ ἕνα στοργικό βλέμμα, στό σφίξιμο τῶν χεριῶν· στίς ἐποχές πού ἦταν ἀνοικτές οἱ καρδιές, τά σπίτια καί οἱ γειτονιές· στήν ἀμόλευτη χαρά ἀπό τά ἁγνά ἀστεῖα, τά παραμύθια καί τά σοφά· στά καρδιακά δημοτικά τραγούδια καί στά ρωμαίικα γλέντια· στό φιλότιμο καί τήν ἀνδρειοσύνη, τόν πόθο γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀληθινή δημοκρατία.
Τήν ἔβρισκε στίς κάτασπρες πεζοῦλες,
τίς ἀνθοστόλιστες αὐλές
καί τίς καταπράσινες καί σκιερές κληματαριές,
ὅπου οἱ παπποῦδες κι οἱ γιαγιές
μαζί μέ τίς κόρες, τίς νύφες καί τίς ἐγγονιές
τραγουδούσανε τά κάλλη καί τίς ὀμορφιές.
Εἶχε μάθει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νά βρίσκει τίς ἀπαντήσεις, τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς του στήν πατροπαράδοτη ὀρθόδοξη πίστη του, στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στήν χάρη καί τά μυστήριά Της. Ὁ λαϊκός βίος τῶν Ἑλλήνων ἦταν πάντοτε ταυτισμένος μέ τόν ἐκκλησιαστικό βίο. Ἡ δουλειά καί ἡ σχόλη του, ἡ γιορτή καί ἡ καθημερινότητά του εἶχαν τήν ἀναφορά τους στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά πανηγύρια του καί οἱ χαρές του ἦταν οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων καί οἱ μεγάλες γιορτές τῆς Ἐκκλησίας μας. Τήν ἀναψυχή καί τήν ἀνάπαυσή του τήν ἔβρισκε στά ξωκκλήσια καί τά μοναστηράκια, στίς Θεῖες Λειτουργίες, τίς ἀρτοκλασίες καί τίς λιτανεῖες.
Αὐτό πού, ἐπίσης, γνώριζε καλά καί βίωνε ὁ λαός μας –διδαγμένος ἀπό τόν Ἀριστοτέλη ἀκόμη καί τήν ἀρχαία ἑλληνική σοφία– ἦταν ἡ αἴσθηση τοῦ μέτρου. Ἡ εὐλογημένη, δηλαδή, καί πάντοτε ἐπιτυχημένη, μεσότης· ἡ ἁπλότητα, ἡ λεπτή ὀμορφιά, ἡ λιτή καί ἀπέριττη ἔκφραση· τό μεράκι καί ἡ φιλοκαλία σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς τέχνης του· τό μέτρο στήν ζωή, στίς ἀπολαύσεις, στίς δραστηριότητες, στίς ἐκδηλώσεις, στίς ἐπιδιώξεις, στά κέρδη.
Αὐτό τό μέτρο στήν ὀρθοδοξία ἐκφράζεται μέ τήν χαρμολύπη, μέ τήν σταυροαναστάσιμη πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, μέ τήν καρτερικότητα καί τήν ὑπομονή στίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις. Ἐκφράζεται μέ τήν συμφιλίωση καί τήν ὑπομονή στίς δυσκολίες καί τόν πόνο, μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ πόνου, πού πάντοτε εἶναι ὠφέλιμος καί εὐεργετικός γιά τήν ζωή μας.
«Ἐκεῖνο πού τούς μάγευε -ἔλεγε ὁ Κόντογλου γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ μας- ἤτανε ἡ ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας πού βγαίνει ἀπό τήν ὀρθοδοξία καί πού τά σκεπάζει ὅλα μέ τήν χαρούμενη πνοή της. Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἄνθος πού φυτρώνει μονάχα στίς καρδιές πού πονοῦν». Καί ὅπως μᾶς λέει καί ὁ σύγχρονος Γέροντας Μωϋσῆς Ἁγιορείτης: «ὁ πόνος εἶναι τό χνῶτο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας».
Τίποτε, ἄλλωστε, δέν εἶναι μονόπλευρο καί μονοδιάστατο στήν ζωή μας. Ὅλα ἐναλλάσσονται καί ἀλληλοπεριχωροῦνται, ὅλα ἔρχονται καί παρέρχονται. Δόξα καί πάθος, χαρά καί θλίψη, ἀνάπαυση καί πόνος, ἡδονή καί ὀδύνη, πλοῦτος καί πτωχεία, εὐτυχία καί δυστυχία ἀλληλοδιαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη μέσα στήν ζωή καί τήν καθημερινότητά μας. Δροῦνε καί συνυπάρχουν μέσα στίς ἴδιες στιγμές, ἀφήνοντας κάθε φορά τήν δική τους γλυκιά ἤ πικρή αἴσθηση. Ἡ ἀπολυτοποίηση, ὅμως, αὐτῶν τῶν αἰσθημάτων καί τῶν καταστάσεων ὁδηγεῖ στήν μιζέρια καί τόν μαρασμό, πού συναντοῦμε στούς νεοέλληνες. «Γι’ αὐτούς, ἔγραφε ὁ Κόντογλου, ἡ λύπη εἶναι λύπη, δηλαδή ἕνα πρᾶγμα πικρό κι’ ἀπελπιστικό, κ’ ἡ χαρά εἶναι χαρά, ἕνα πρᾶγμα εὐχάριστο, πού ἱκανοποιεῖ τόν ἐγωισμό τους. Δέν εἶναι σέ θέση νά καταλάβουν τόν Δαυΐδ, πού λέγει στόν Κύριο: «ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με», δηλαδή «μέ τήν θλίψη ἄνοιξες τήν καρδιά μου».
Ἐδῶ βρίσκεται, πιστεύουμε, ἡ βασική αἰτία τῆς σύγχρονης ἀπαξίας καί παρακμῆς, πού βιώνουμε ὡς λαός καί ὡς χώρα. Ἀπεμπολίσαμε ἀρχές καί ἀξίες, ἀλλάξαμε ἤθη καί συμπεριφορές, θέσαμε ἄλλους στόχους καί προτεραιότητες, νοθεύσαμε τά μέσα καί τίς διαδικασίες, ἀπωλέσαμε τό μέτρο, ἐγκαταλείψαμε τήν χαρμολύπη. Βγάλαμε τόν Θεό ἀπό τήν ζωή μας καί ἐπιχειροῦμε νά τόν γνωρίσουμε μέ τήν ἀνθρώπινη λογική μας, ἡ ὁποία φθάνει, ὅμως, στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως, ἀλλά ὄχι στόν ἴδιο τόν Θεό. Τόν Θεό τόν γνωρίζουμε μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά.
Καί γίναμε κοπιώδεις ἐκζητητές τοῦ εὔκολου καί γρήγορου καί πολλές φορές ἀθέμιτου κέρδους, τῆς εὐμάρειας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐκολίας, τῆς καλοπέρασης, τοῦ καταναλωτισμοῦ. Ποδοπατήσαμε ἀρχές, θεσμούς, δίκαια, γραπτούς καί ἄγραφους νόμους, φιλίες, οἰκογένειες, ἀνθρώπους. Κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας, στόν ἀτομισμό μας, στό ἰδιωτικό μας συμφέρον. Ἀποκοπήκαμε ἀπό τούς οἰκείους μας, τούς συναδέλφους μας, τούς γείτονές μας, τούς συντοπίτες μας. Γίναμε ἀγχώδεις, νευρικοί, ἄφιλοι, μονίμως βιαστικοί, κουραστικοί καί κουρασμένοι. Γίναμε ἀλαζόνες, αὐτάρκεις καί μονίμως αὐτοδικαιωμένοι.
Κι ὅλα αὐτά μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς συνειδήσεώς μας, τῆς ψυχικῆς μας ἠρεμίας καί ἰσορροπίας, τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς μας γαλήνης καί εὐτυχίας.
Ξορκίσαμε ἀπό τήν ζωή μας τόν πόνο καί τήν θλίψη καί κάθε τί πού μᾶς θυμίζει τόν θάνατο, ἀντιπαρήλθαμε τόν κόπο καί τήν προσπάθεια, ὀρθώσαμε γύρω μας χάρτινους πύργους μιᾶς ἐπίπλαστης εὐημερίας καί μίας εἰκονικῆς εὐτυχίας. Μιᾶς εὐτυχίας καί μιᾶς εὐημερίας, πού ἐξαντλεῖται σέ οἰκονομικά μεγέθη καί τεχνική πρόοδο, μέ ἐλάχιστο ἀντίκρισμα στήν ψυχική μας χαρά καί τήν προσωπική ἀνακούφιση καί ἐσωτερική μας ἀνάπαυση. Μεγαλώνουμε τά παιδιά μας μέ μοναδική καί μόνιμη μέριμνα τήν ἐγκεφαλική μόρφωση, ἀφήνοντας ἀτροφική καί διψασμένη τήν ψυχή τους.
Ξεχάσαμε τήν παράδοσή μας, ξεχάσαμε τήν πίστη μας, ξεχάσαμε τήν Ἑλλάδα! Γιατί, ὅπως μᾶς λέει ὁ Κόντογλου: «Ὅποιος μετρᾶ τήν εὐτυχία καί τήν χαρά τῆς ζωῆς μέ τά χοντροειδῆ μέτρα τῆς ὑλικῆς καλοπέρασης, δέν θά καταλάβει τίποτα ἀπ’ τήν Ἑλλάδα».
Ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς γνησιότερους ἐκφραστές τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τήν ὁποία εἶχε ὡς κύριο θέμα στό συγγραφικό καί καλλιτεχνικό του ἔργο, ἀγωνίστηκε ὅσο λίγοι γιά τήν προάσπιση καί τήν ἀναβίωσή της στηλιτεύοντας τήν ξενομανία καί τόν μιμητισμό, ἀλλά κυρίως τήρησε πιστά τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες της στόν προσωπικό του βίο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτό καί τόν χρησιμοποιοῦμε ὡς ὁδηγό μας στήν ἀποψινή μας περιήγηση στήν πορεία τῆς παραδόσεώς μας.
Ἔγραφε, λοιπόν, μέ διορατικότητα, ἐδῶ καί μισό αἰώνα περίπου, προφητεύοντας σχεδόν τήν σύγχρονη τραγική μας διολίσθηση καί κρίση:
«Ἡ ψευτιά καί ὁ πνευματικός ἐκφυλισμός ἁπλώνει μέρα μέ τήν ἡμέρα ἀπάνω στούς Ἕλληνες καί τούς παραμορφώνει. Ἕναν λαό πού ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά ἔθνη καί πού εἶναι γεμάτος πνευματική ὑγεία, πᾶμε νά τόν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, κι οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς πνευματικό νεῦρο, χωρίς πνευματική ἀνδροπρέπεια, χωρίς χαρακτῆρα».
Εἶναι ἡ σύγχρονη λαίλαπα τῆς ὑποτέλειας, τῆς ξενομανίας, τοῦ ραγιαδισμοῦ καί τοῦ γραικυλισμοῦ πού βιώνουμε στίς μέρες μας. Τό σύνδρομο τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ψευτοδιανόησης, πού ἔχει ἀλλοτριώσει τήν λεγόμενη «πνευματική ἡγεσία» τοῦ τόπου μας καί τήν ὁδηγεῖ στήν ἄρνηση τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, στήν ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης καί τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, στήν ἀπαξίωση τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἰδανικῶν τῆς παραδόσεώς μας καί τῆς φυλῆς μας.
Ἡ ζωή τοῦ Ἕλληνα ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν πατρογονική πίστη του, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία, τήν «περιβεβλημένη ὡς πορφύραν καὶ βύσσον» τά αἵματα τῶν μαρτύρων προγόνων του. Ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα του, τό πάθος καί τόν πόθο του γιά τήν ἐλευθερία, τήν θυσία καί τήν αὐταπάρνηση γιά τήν κατάκτηση καί τήν προάσπισή της.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως ξεχύθηκαν νά ξεριζώσουν ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα τήν ὀρθόδοξη πίστη του καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Πόλεμος κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, εἰρωνεία τῆς εὐσέβειας, ὑποβάθμιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐξάρθρωση τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας, περιθωριοποίηση καί ἀλλοίωση τῆς πνευματικῆς κουλτούρας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας καί κάθε ἄλλο ἀντίθεο καί ἀντεθνικό σχέδιο μπῆκε σ᾿ ἐφαρμογή.
Εἶναι γνωστές, ἄλλωστε, ἀπό πολύ παλιά οἱ πρακτικές καί οἱ μέθοδοι αὐτῶν πού κινοῦν τά νήματα τῆς ἱστορίας τοῦ πλανήτη καί παράγουν ἰδεολογία καί νοθευμένο τρόπο ζωῆς, τῶν διαφόρων, δηλαδή, κλειστῶν ὁμάδων προωθήσεως καί ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας μέ πρωτοπόρους τόν διεθνή σιωνισμό, τήν μασσωνία, τά οἰκονομικά λόμπυ τῶν πολυεθνικῶν, τίς λέσχες ἐπιλεγμένων ἀτόμων, ὅπως ἡ Μπίλντεμπεργκ, πού κατασκευάζουν ἡγέτες μαριονέτες, πειθήνια ἐκτελεστικά ὄργανα δικά τους, πρίν ἀκόμη οἱ λαοί τούς ἐπιλέξουν καί τούς ψηφίσουν. Προεπιλέγουν καί προκατασκευάζουν, ἔτσι, τό πολιτικό, κοινωνικό, οἰκονομικό σύστημα, τό σύγχρονο παγκόσμιο κατεστημένο πού ἐπιβάλλουν στόν κόσμο. Μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐκλεκτῶν καί δοτῶν ἡγετῶν κυβερνᾶ τόν κόσμο μιά πανίσχυρη πολιτική, οἰκονομική, κοινωνική καί θρησκευτική ὀλιγαρχία.
Σέ οἰκονομικό ἐπίπεδο, πολυεθνικές ἑταιρεῖες, οἰκονομικοί κολοσσοί, ἑταιρεῖες κατασκευῆς ὁπλικῶν συστημάτων, πανίσχυρα οἰκονομικά συμφέροντα καί νεόκοποι κροίσοι ἔχουν ἤδη ἀναλάβει καί διεκπεραιώνουν τήν οἰκονομική παγκοσμιοποίηση μέσῳ τῆς οἰκονομικῆς ἐκμετάλλευσης καί ἐξαθλίωσης τῶν ἀσθενέστερων ἀπό τούς οἰκονομικά ἰσχυρούς. Χαρακτηριστικό καί ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἡ οἰκονομική ἀνέχεια στήν ὁποία ἔχουν ὁδηγήσει τήν χώρα μας, μέ μιά Ἑλλάδα ὑπό κατάρρευση, μέ μιά κυβέρνηση ὑπό ξένη κηδεμονία καί ὑπουργούς ὑπό ἐπίβλεψη.
Ὁ σκοπός τους εἶναι ὁρατός καί προδιαγεγραμμένος: πρόκειται γιά τήν σαφή καί ὀργανωμένη ἐπιδίωξη ὄχι γιά τήν ἁπλή ἔνταξη, ἀλλά γιά τήν ὁλοκληρωτική ὑποδούλωση τῆς πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας στούς σχεδιασμούς τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων καί τῆς Νέας ἐποχῆς, γιά τήν ἔνταξη καί τήν δέσμευσή μας στήν γιγαντιαία αὐτή πολιτιστική, θρησκευτική, οἰκονομική, ἐθνική καί οἰκονομική χοάνη πού ὁμογενοποιεῖ, νωθεύει, μεταλλάσσει, παραλύει, ἀποδυναμώνει καί ἀποσυνθέτει θεσμούς, πιστεύματα, παραδόσεις, πολιτισμούς, ἤθη, ἀρχές, ἀξίες, ἐθνότητες, λαούς καί πατρίδες.
Γιά τήν βίαιη καί ἄμεση ὑπαγωγή μας στόν ἠλεκτρονικό ὁλοκληρωτισμό πού παρακολουθεῖ, χαρακτηρίζει, στιγματίζει καί ἐνοχοποιεῖ ὅ,τι καί ὅσους ἐπιθυμεῖ, ὅ,τι καί ὅσους ἀντιδροῦν καί ἀντιτάσσονται στίς ἐπιταγές του, γιά τόν βίαιο καί ἄμεσο ἐγκλεισμό μας στήν νέα παγκόσμια ἠλεκτρονική φυλακή.
Μέ αἰχμή τοῦ δόρατος τίς ἠλεκτρονικές κάρτες καί κυρίως τήν κάρτα τοῦ πολίτη, πού συνιστᾶ ὀξύτατη ἀπειλή γιά τίς ἀτομικές μας ἐλευθερίες καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα μᾶς ὁδηγοῦν ὡς ἀγέλη στό μεγάλο παγκόσμιο ἠλεκτρονικό μαντρί.
Ἄς ξέρουν, ὅμως, οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, πού κρίνουν μόνο μέ τό μυαλό καί τά νούμερα, ὅτι «ἡ τύχη μᾶς ἔχει πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θεριά πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέ μποροῦνε. Τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά». (Μακρυγιάννης)
«Μακάριος» λοιπόν «ὁ λαός ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμός (Ψαλμ. Πη΄ (πθ΄), 16). Χαρά δηλαδή στό λαό πού ξέρει νά γιορτάζει τά μεγάλα γεγονότα τῆς Ἱστορίας του. Νά μεθᾶ ἡ ψυχή του ἀπό ἐθνική ὑπερηφάνεια. Νά κάνει ἆσμα καί παιᾶνα τούς ἡρωϊσμούς καί τίς θυσίες τῆς ψυχῆς του. Νά διδάσκει τήν ἀνδρεία καί τή φιλοπατρία τῶν προγόνων του καί νά φρονηματίζει τίς γενεές πού ἔρχονται. Νά ἐμπνέεται καί νά ἀναζωογονεῖται ἀπό τίς παραδόσεις καί τίς παρακαταθῆκες τους. Νά τιμᾶ καί νά διατηρεῖ τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους. Ὁ λαός αὐτός δέν χάνεται ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Διότι ἔχει προορισμό στή ζωή καί ἔχει νά ἐπιτελέσει ἔργο στήν Ἱστορία.
Καί εἶναι παρήγορο τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί μέσα ἀπό αὐτή τήν τραγική κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας, μέσα ἀπό τά σκοτεινά σύννεφα τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τῆς εὐμάρειας, τῆς εὐδαιμονίας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐζωΐας καί τῆς αὐτάρκειας· μέσα ἀπό τά σκοτεινά σύννεφα τῆς λησμοσύνης, τῆς ἄρνησης καί τῆς ἀπαξίας, θερμαίνει ἀκόμη καί φωτοδοτεῖ ἡ ἠλιαχτίδα τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἐπιστροφῆς.
Τό σύνθημα μᾶς τό δίνει καί πάλι ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου: «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά».
Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, σθεναρή καί ἄκαμπτη ἀντίσταση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀντίσταση στόν ἀφελληνισμό καί τήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας, ἀντίσταση στήν περιθωριοποίηση καί τόν ὑποβιβασμό τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀντίσταση στήν ποδηγέτηση καί τόν ἔλεγχο τῶν ἐπιλογῶν καί τῆς συνειδήσεώς μας, ἀντίσταση στούς σχεδιασμούς καί τίς ἐπιβολές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῶν ἐγχώριων ἐντολοδόχων τους.
Ἀντίσταση ὀργανωμένη καί ὄχι ἐπιφανειακή, πού θά στηρίζεται στόν προσωπικό μας ἁγιασμό καί τόν ἀναβαπτισμό μας, στά νάματα τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. Ἀντίσταση ὀργανωμένη σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐπαγγελματικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο.
Ἄς κάνουμε τά σπίτια μας κρυφά καί νέα σχολειά κι ἄς γαλουχήσουμε τά παιδιά μας μέ τίς παραδόσεις τοῦ γένους μας ὑποκαθιστώντας ἐμεῖς τήν πλημμελή σχολική ἐκπαίδευση πού τούς παρέχεται. Νά προβάλουμε στά παιδιά μας τά πρότυπα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων μας, νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν φιλοπατρία, νά τούς διδάξουμε σωστά τήν γλώσσα μας καί τήν ἱστορία μας.
Νά τούς διδάξουμε τό ἀληθινό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ πραγματική δηλαδή καί μόνιμη πατρίδα μας. Σέ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή εἴμαστε, ἄλλωστε, ὁδίτες καί ὄχι κάτοικοι καί ἔνοικοι τῆς γῆς. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει νά πορευόμαστε ἐδῶ μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος.
Ὅλη, ἄλλωστε, ἡ φιλοσοφία, ἡ κουλτούρα, ὁ πολιτισμός, ἡ θεολογία καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας συντείνουν πάντοτε καί ἐμπνέουν τήν αἰωνιότητα, τήν ἄκτιστη Δόξα καί Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ξεχωρίζει τήν παράδοσή μας ἀπό τίς ἀντίστοιχες παραδόσεις καί τούς πολιτισμούς τῶν ἄλλων λαῶν, ὅτι μᾶς προσφέρει τόν ἱδανικότερο σκοπό καί τόν ὑψηλότερο προορισμό τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε,
Κατακλείοντας θά θέλαμε νά σᾶς συγχαροῦμε ἐκ καρδίας γιά τήν ἀποψινή σας ἐμπνευσμένη καί ἰδιαίτερα σημαντική πρωτοβουλία καί νά σᾶς εὐχαριστήσουμε γιά τήν τιμή πού μᾶς κάνατε νά μᾶς ὁρίσετε ὡς εἰσηγητή.
Παρακαλοῦμε τώρα τούς χορευτές καί τούς ὀργανοπαῖκτες νά βγάλουν ὅλη τήν τέχνη καί τό μεράκι τους γιά νά εὐφράνουν καί νά ξεκουράσουν τίς πονεμένες καί κουρασμένες ψυχές μας, νά μᾶς φυγαδεύσουν ἀπό τήν μέριμνα καί τήν στενοχώρια τῆς καθημερινότητας καί τῆς ἐπικαιρότητας καί νά μᾶς ταξιδέψουν νοσταλγικά στίς ὄμορφες καί εὐτυχισμένες στιγμές τοῦ παρελθόντος.
Αναρτήθηκε από ΚΛΑΣΣΙΚΟΠΕΡΙΠΤΩΣΗ .
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Ἁγίων Μετεώρων
Ὁμιλία στό Πανκαλαμπακιώτικο Χοροστάσι
10-7-2011
«ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»
Δρόμοι πού χαράξαμε...γιά νά ἀκολουθοῦμε.
Σήμερα βγῆκα σέ χαρά, βγῆκα σέ πανηγύρι
ἀπ’ ὄξου ΄πό τή νἐκκλησιά κι πίσ’ ἀπ’ τ’ἅγιο βῆμα
κι’ ἄκουσα πού τό λέγανε, ψιλά τό τραγουδοῦσαν,
πού θέλ’ ἀλήθεια γιά νά ζῇ, ἰδῶ νά τραγουδάει
ἰδῶ νά κλαίει τά πάθια του νά χαίρη τίς χαρές του
(δημοτικό τραγούδι)
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε, ἅγιε Πρωτοσύγκελλε καί ἐκπρόσωπε τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, ἅγιοι Καθηγούμενοι, σεβαστοί πατέρες καί ὁσιώτατες ἀδελφές, ἀξιότιμε κ. Ἀντιπεριφερειάρχα, ἀξιότιμοι κ.κ. πρώην Δήμαρχοι, Περιφερειακοί καί Δημοτικοί Σύμβουλοι, ἀξιότιμοι κ.κ. ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν καί φορέων, ἀγαπητοί ἀδελφοί καί φίλοι.
Παρότι δέν εἴμαστε, ἴσως, οἱ πλέον ἁρμόδιοι γιά νά μιλήσουμε στήν ἀποψινή ὁμήγυρη, ἀναλάβαμε, ὅμως, μέ χαρά καί προθυμία, τήν μικρή αὐτή εἰσήγηση γιατί θεωροῦμε ἰδιαίτερα σημαντική τήν συνάντηση αὐτή ὅλων τῶν χορευτικῶν συγκροτημάτων τοῦ Δήμου μας. Τό παραδοσιακό αὐτό χοροστάσι εἶναι μιά νότα ἐλπίδας καί ψυχικῆς ἀνάτασης μέσα στήν δίνη τῶν τραγικῶν στιγμῶν πού βιώνουμε στήν χώρα μας. Εἶναι τό ζωντάνεμα τῆς μνήμης καί τῆς συναίσθησης τοῦ ποιοί πραγματικά εἴμαστε, τί ἔνδοξη ἱστορία κουβαλᾶμε στούς ὤμους μας, τί πλοῦτο παραδοσιακό κατέχουμε, τί ἀκαταμάχητα πρότυπα ἡρώων καί μαρτύρων ἀποτελοῦν τήν ἔμπνευση καί τό παράδειγμά μας.
Κι ὅλα αὐτά μᾶς τά προσφέρουν τά δημοτικά μας τραγούδια καί οἱ λεβέντικοι χοροί μας, ἡ ἀνεπανάληπτη αὐτή διαχρονική ζωντανή ἔκφραση τοῦ λαοῦ μας, ὁ σφυγμός καί ἡ ἀναπνοή τῆς φυλῆς μας· αὐτή πού ὕμνησε τίς δόξες καί τά ἀνδραγαθήματα τῶν ἀγωνιστῶν, πού ἀφουγκράστηκε τόν πόνο καί τήν ἀγωνία τῶν δοκιμασμένων, πού γλέντησε τίς χαρές, τά ἀρραβωνιάσματα καί τούς γάμους, πού μοιρολόγησε τήν σκλαβιά καί τόν θάνατο, πού ζωντάνεψε κάθε κλαδί καί ἀνθό, κάθε βουνό καί ἀκρογιάλι τῆς ἀπαράμιλλης καί μοναδικῆς ἑλληνικῆς φύσης.
Μέ μιά φράση, ὅπως μᾶς τήν διατυπώνει ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου, στά δημοτικά μας τραγούδια «δίχως χαρτί καί δίχως μελάνι τραγουδιόντανε ὅσα τραγουδιοῦνται, τό πῶς ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο, τό πῶς ἀγαπᾶ, τό πῶς μακαρίζεται».
Ἡ ἀποψινή ἐκδήλωση, πού μέ τόση ἔμπνευση καί μεράκι διοργανώνεται ἀπό τήν Δημοτική μας Ἀρχή, μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία, παράλληλα μέ τήν ἀναψυχή, νά προβληματισθοῦμε καί νά φιλοσοφήσουμε γύρω ἀπό τήν παράδοσή μας, τήν πίστη μας καί τόν πολιτισμό μας. Μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἀνατρέξουψε σέ μνῆμες καί βιώματα ὡς ἐπί τό πλεῖστον ξεθωριασμένα καί ἐγκαταλελειμμένα. Μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐπανατοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στό χθές καί στό σήμερα. Νά ἀναρωτηθοῦμε καί νά ἀναζητήσουμε τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἀπέκοψε ἀπό τά ζωηφόρα νάματα τῆς παραδόσεώς μας καί μᾶς ὁδήγησε κενούς καί ἄνυδρους στήν τραγικότητα τῆς ἀλλοτριώσεως καί στήν δίνη τῆς ἀνελέητης κρίσης, πού βιώνουμε στίς μέρες μας.
Ἡ ἀπάντηση, βεβαίως, σέ ἕνα τόσο κρίσιμο καί καθοριστικό ἐρώτημα δέν θά μποροῦσε νά δοθεῖ καί νά ἐξαντληθεῖ στά πλαίσια τῆς ἀποψινῆς ἀναφορᾶς μας. Βέβαιο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἡ σύγχρονη αὐτή καί πολύπλευρη οἰκονομική, κοινωνική, θρησκευτική καί πολιτική κρίση πού βιώνουμε ὡς Ἕλληνες εἶναι πρωταρχικά μία κρίση ταυτότητος· μιά κρίση αὐτοσυνειδησίας καί αὐτοπροσδιορισμοῦ. Μία σύγχυση, δηλαδή, καί μία ἀμφισβήτηση τῶν ἀρχῶν, τῶν πιστευμάτων μας, τῶν προτεραιοτήτων, τῶν στόχων καί τῶν ἐπιδιώξεων πού θέτουμε στήν ζωή μας καί τῶν τρόπων πού χρησιμοποιοῦμε γιά νά τά ἐπιτύχουμε. Μία ἀναζήτηση καί μία ἀγωνία γιά τά οὐσιώδη καί τά σημαντικά τῆς ζωῆς, γι’ αὐτά πού μᾶς δίνουν χαρά, πού ξεκουράζουν καί γεμίζουν τήν ψυχή μας, πού μᾶς προσφέρουν σκοπό καί νόημα βίου, πού μᾶς χαρίζουν ἐν τέλει τήν εὐτυχία.
Τήν ἀπάντηση σέ ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα, ἐπί αἰῶνες τώρα, ὁ λαός μας εἶχε μάθει νά τήν βρίσκει στήν βίωση τῆς παραδόσεώς του. Εἶχε μάθει νά τήν βρίσκει στήν ἁπλότητα καί τήν ὀμορφιά τῆς ἑλληνικῆς φύσεως· εἶχε μάθει νά τήν βρίσκει στήν ὀλιγάρκεια καί τήν ἀσκητικότητα τοῦ ἀπέριττου, μά καί ἀρχοντικοῦ βίου· στόν μόχθο, τόν ἱδρώτα καί τήν τιμιότητα γιά τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐπιούσιου· στά σταράτα λόγια, τήν ντομπροσύνη καί τήν εἰλικρίνεια τῶν σχέσεων, στήν συμφωνία κυρίων· στίς ἀληθινές φιλίες, τήν ἀνθρωπιά, τήν ἀδόλευτη καλωσύνη, τήν ζεστή ἀγάπη καί τήν πρόθυμη προσφορά· στά καθαρά μάτια, σέ ἕνα στοργικό βλέμμα, στό σφίξιμο τῶν χεριῶν· στίς ἐποχές πού ἦταν ἀνοικτές οἱ καρδιές, τά σπίτια καί οἱ γειτονιές· στήν ἀμόλευτη χαρά ἀπό τά ἁγνά ἀστεῖα, τά παραμύθια καί τά σοφά· στά καρδιακά δημοτικά τραγούδια καί στά ρωμαίικα γλέντια· στό φιλότιμο καί τήν ἀνδρειοσύνη, τόν πόθο γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀληθινή δημοκρατία.
Τήν ἔβρισκε στίς κάτασπρες πεζοῦλες,
τίς ἀνθοστόλιστες αὐλές
καί τίς καταπράσινες καί σκιερές κληματαριές,
ὅπου οἱ παπποῦδες κι οἱ γιαγιές
μαζί μέ τίς κόρες, τίς νύφες καί τίς ἐγγονιές
τραγουδούσανε τά κάλλη καί τίς ὀμορφιές.
Εἶχε μάθει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νά βρίσκει τίς ἀπαντήσεις, τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς του στήν πατροπαράδοτη ὀρθόδοξη πίστη του, στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στήν χάρη καί τά μυστήριά Της. Ὁ λαϊκός βίος τῶν Ἑλλήνων ἦταν πάντοτε ταυτισμένος μέ τόν ἐκκλησιαστικό βίο. Ἡ δουλειά καί ἡ σχόλη του, ἡ γιορτή καί ἡ καθημερινότητά του εἶχαν τήν ἀναφορά τους στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά πανηγύρια του καί οἱ χαρές του ἦταν οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων καί οἱ μεγάλες γιορτές τῆς Ἐκκλησίας μας. Τήν ἀναψυχή καί τήν ἀνάπαυσή του τήν ἔβρισκε στά ξωκκλήσια καί τά μοναστηράκια, στίς Θεῖες Λειτουργίες, τίς ἀρτοκλασίες καί τίς λιτανεῖες.
Αὐτό πού, ἐπίσης, γνώριζε καλά καί βίωνε ὁ λαός μας –διδαγμένος ἀπό τόν Ἀριστοτέλη ἀκόμη καί τήν ἀρχαία ἑλληνική σοφία– ἦταν ἡ αἴσθηση τοῦ μέτρου. Ἡ εὐλογημένη, δηλαδή, καί πάντοτε ἐπιτυχημένη, μεσότης· ἡ ἁπλότητα, ἡ λεπτή ὀμορφιά, ἡ λιτή καί ἀπέριττη ἔκφραση· τό μεράκι καί ἡ φιλοκαλία σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς τέχνης του· τό μέτρο στήν ζωή, στίς ἀπολαύσεις, στίς δραστηριότητες, στίς ἐκδηλώσεις, στίς ἐπιδιώξεις, στά κέρδη.
Αὐτό τό μέτρο στήν ὀρθοδοξία ἐκφράζεται μέ τήν χαρμολύπη, μέ τήν σταυροαναστάσιμη πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, μέ τήν καρτερικότητα καί τήν ὑπομονή στίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις. Ἐκφράζεται μέ τήν συμφιλίωση καί τήν ὑπομονή στίς δυσκολίες καί τόν πόνο, μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ πόνου, πού πάντοτε εἶναι ὠφέλιμος καί εὐεργετικός γιά τήν ζωή μας.
«Ἐκεῖνο πού τούς μάγευε -ἔλεγε ὁ Κόντογλου γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ μας- ἤτανε ἡ ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας πού βγαίνει ἀπό τήν ὀρθοδοξία καί πού τά σκεπάζει ὅλα μέ τήν χαρούμενη πνοή της. Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἄνθος πού φυτρώνει μονάχα στίς καρδιές πού πονοῦν». Καί ὅπως μᾶς λέει καί ὁ σύγχρονος Γέροντας Μωϋσῆς Ἁγιορείτης: «ὁ πόνος εἶναι τό χνῶτο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας».
Τίποτε, ἄλλωστε, δέν εἶναι μονόπλευρο καί μονοδιάστατο στήν ζωή μας. Ὅλα ἐναλλάσσονται καί ἀλληλοπεριχωροῦνται, ὅλα ἔρχονται καί παρέρχονται. Δόξα καί πάθος, χαρά καί θλίψη, ἀνάπαυση καί πόνος, ἡδονή καί ὀδύνη, πλοῦτος καί πτωχεία, εὐτυχία καί δυστυχία ἀλληλοδιαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη μέσα στήν ζωή καί τήν καθημερινότητά μας. Δροῦνε καί συνυπάρχουν μέσα στίς ἴδιες στιγμές, ἀφήνοντας κάθε φορά τήν δική τους γλυκιά ἤ πικρή αἴσθηση. Ἡ ἀπολυτοποίηση, ὅμως, αὐτῶν τῶν αἰσθημάτων καί τῶν καταστάσεων ὁδηγεῖ στήν μιζέρια καί τόν μαρασμό, πού συναντοῦμε στούς νεοέλληνες. «Γι’ αὐτούς, ἔγραφε ὁ Κόντογλου, ἡ λύπη εἶναι λύπη, δηλαδή ἕνα πρᾶγμα πικρό κι’ ἀπελπιστικό, κ’ ἡ χαρά εἶναι χαρά, ἕνα πρᾶγμα εὐχάριστο, πού ἱκανοποιεῖ τόν ἐγωισμό τους. Δέν εἶναι σέ θέση νά καταλάβουν τόν Δαυΐδ, πού λέγει στόν Κύριο: «ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με», δηλαδή «μέ τήν θλίψη ἄνοιξες τήν καρδιά μου».
Ἐδῶ βρίσκεται, πιστεύουμε, ἡ βασική αἰτία τῆς σύγχρονης ἀπαξίας καί παρακμῆς, πού βιώνουμε ὡς λαός καί ὡς χώρα. Ἀπεμπολίσαμε ἀρχές καί ἀξίες, ἀλλάξαμε ἤθη καί συμπεριφορές, θέσαμε ἄλλους στόχους καί προτεραιότητες, νοθεύσαμε τά μέσα καί τίς διαδικασίες, ἀπωλέσαμε τό μέτρο, ἐγκαταλείψαμε τήν χαρμολύπη. Βγάλαμε τόν Θεό ἀπό τήν ζωή μας καί ἐπιχειροῦμε νά τόν γνωρίσουμε μέ τήν ἀνθρώπινη λογική μας, ἡ ὁποία φθάνει, ὅμως, στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως, ἀλλά ὄχι στόν ἴδιο τόν Θεό. Τόν Θεό τόν γνωρίζουμε μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά.
Καί γίναμε κοπιώδεις ἐκζητητές τοῦ εὔκολου καί γρήγορου καί πολλές φορές ἀθέμιτου κέρδους, τῆς εὐμάρειας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐκολίας, τῆς καλοπέρασης, τοῦ καταναλωτισμοῦ. Ποδοπατήσαμε ἀρχές, θεσμούς, δίκαια, γραπτούς καί ἄγραφους νόμους, φιλίες, οἰκογένειες, ἀνθρώπους. Κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας, στόν ἀτομισμό μας, στό ἰδιωτικό μας συμφέρον. Ἀποκοπήκαμε ἀπό τούς οἰκείους μας, τούς συναδέλφους μας, τούς γείτονές μας, τούς συντοπίτες μας. Γίναμε ἀγχώδεις, νευρικοί, ἄφιλοι, μονίμως βιαστικοί, κουραστικοί καί κουρασμένοι. Γίναμε ἀλαζόνες, αὐτάρκεις καί μονίμως αὐτοδικαιωμένοι.
Κι ὅλα αὐτά μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς συνειδήσεώς μας, τῆς ψυχικῆς μας ἠρεμίας καί ἰσορροπίας, τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς μας γαλήνης καί εὐτυχίας.
Ξορκίσαμε ἀπό τήν ζωή μας τόν πόνο καί τήν θλίψη καί κάθε τί πού μᾶς θυμίζει τόν θάνατο, ἀντιπαρήλθαμε τόν κόπο καί τήν προσπάθεια, ὀρθώσαμε γύρω μας χάρτινους πύργους μιᾶς ἐπίπλαστης εὐημερίας καί μίας εἰκονικῆς εὐτυχίας. Μιᾶς εὐτυχίας καί μιᾶς εὐημερίας, πού ἐξαντλεῖται σέ οἰκονομικά μεγέθη καί τεχνική πρόοδο, μέ ἐλάχιστο ἀντίκρισμα στήν ψυχική μας χαρά καί τήν προσωπική ἀνακούφιση καί ἐσωτερική μας ἀνάπαυση. Μεγαλώνουμε τά παιδιά μας μέ μοναδική καί μόνιμη μέριμνα τήν ἐγκεφαλική μόρφωση, ἀφήνοντας ἀτροφική καί διψασμένη τήν ψυχή τους.
Ξεχάσαμε τήν παράδοσή μας, ξεχάσαμε τήν πίστη μας, ξεχάσαμε τήν Ἑλλάδα! Γιατί, ὅπως μᾶς λέει ὁ Κόντογλου: «Ὅποιος μετρᾶ τήν εὐτυχία καί τήν χαρά τῆς ζωῆς μέ τά χοντροειδῆ μέτρα τῆς ὑλικῆς καλοπέρασης, δέν θά καταλάβει τίποτα ἀπ’ τήν Ἑλλάδα».
Ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς γνησιότερους ἐκφραστές τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τήν ὁποία εἶχε ὡς κύριο θέμα στό συγγραφικό καί καλλιτεχνικό του ἔργο, ἀγωνίστηκε ὅσο λίγοι γιά τήν προάσπιση καί τήν ἀναβίωσή της στηλιτεύοντας τήν ξενομανία καί τόν μιμητισμό, ἀλλά κυρίως τήρησε πιστά τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες της στόν προσωπικό του βίο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτό καί τόν χρησιμοποιοῦμε ὡς ὁδηγό μας στήν ἀποψινή μας περιήγηση στήν πορεία τῆς παραδόσεώς μας.
Ἔγραφε, λοιπόν, μέ διορατικότητα, ἐδῶ καί μισό αἰώνα περίπου, προφητεύοντας σχεδόν τήν σύγχρονη τραγική μας διολίσθηση καί κρίση:
«Ἡ ψευτιά καί ὁ πνευματικός ἐκφυλισμός ἁπλώνει μέρα μέ τήν ἡμέρα ἀπάνω στούς Ἕλληνες καί τούς παραμορφώνει. Ἕναν λαό πού ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά ἔθνη καί πού εἶναι γεμάτος πνευματική ὑγεία, πᾶμε νά τόν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, κι οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς πνευματικό νεῦρο, χωρίς πνευματική ἀνδροπρέπεια, χωρίς χαρακτῆρα».
Εἶναι ἡ σύγχρονη λαίλαπα τῆς ὑποτέλειας, τῆς ξενομανίας, τοῦ ραγιαδισμοῦ καί τοῦ γραικυλισμοῦ πού βιώνουμε στίς μέρες μας. Τό σύνδρομο τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ψευτοδιανόησης, πού ἔχει ἀλλοτριώσει τήν λεγόμενη «πνευματική ἡγεσία» τοῦ τόπου μας καί τήν ὁδηγεῖ στήν ἄρνηση τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, στήν ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης καί τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, στήν ἀπαξίωση τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἰδανικῶν τῆς παραδόσεώς μας καί τῆς φυλῆς μας.
Ἡ ζωή τοῦ Ἕλληνα ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν πατρογονική πίστη του, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία, τήν «περιβεβλημένη ὡς πορφύραν καὶ βύσσον» τά αἵματα τῶν μαρτύρων προγόνων του. Ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα του, τό πάθος καί τόν πόθο του γιά τήν ἐλευθερία, τήν θυσία καί τήν αὐταπάρνηση γιά τήν κατάκτηση καί τήν προάσπισή της.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως ξεχύθηκαν νά ξεριζώσουν ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα τήν ὀρθόδοξη πίστη του καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Πόλεμος κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, εἰρωνεία τῆς εὐσέβειας, ὑποβάθμιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐξάρθρωση τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας, περιθωριοποίηση καί ἀλλοίωση τῆς πνευματικῆς κουλτούρας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας καί κάθε ἄλλο ἀντίθεο καί ἀντεθνικό σχέδιο μπῆκε σ᾿ ἐφαρμογή.
Εἶναι γνωστές, ἄλλωστε, ἀπό πολύ παλιά οἱ πρακτικές καί οἱ μέθοδοι αὐτῶν πού κινοῦν τά νήματα τῆς ἱστορίας τοῦ πλανήτη καί παράγουν ἰδεολογία καί νοθευμένο τρόπο ζωῆς, τῶν διαφόρων, δηλαδή, κλειστῶν ὁμάδων προωθήσεως καί ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας μέ πρωτοπόρους τόν διεθνή σιωνισμό, τήν μασσωνία, τά οἰκονομικά λόμπυ τῶν πολυεθνικῶν, τίς λέσχες ἐπιλεγμένων ἀτόμων, ὅπως ἡ Μπίλντεμπεργκ, πού κατασκευάζουν ἡγέτες μαριονέτες, πειθήνια ἐκτελεστικά ὄργανα δικά τους, πρίν ἀκόμη οἱ λαοί τούς ἐπιλέξουν καί τούς ψηφίσουν. Προεπιλέγουν καί προκατασκευάζουν, ἔτσι, τό πολιτικό, κοινωνικό, οἰκονομικό σύστημα, τό σύγχρονο παγκόσμιο κατεστημένο πού ἐπιβάλλουν στόν κόσμο. Μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐκλεκτῶν καί δοτῶν ἡγετῶν κυβερνᾶ τόν κόσμο μιά πανίσχυρη πολιτική, οἰκονομική, κοινωνική καί θρησκευτική ὀλιγαρχία.
Σέ οἰκονομικό ἐπίπεδο, πολυεθνικές ἑταιρεῖες, οἰκονομικοί κολοσσοί, ἑταιρεῖες κατασκευῆς ὁπλικῶν συστημάτων, πανίσχυρα οἰκονομικά συμφέροντα καί νεόκοποι κροίσοι ἔχουν ἤδη ἀναλάβει καί διεκπεραιώνουν τήν οἰκονομική παγκοσμιοποίηση μέσῳ τῆς οἰκονομικῆς ἐκμετάλλευσης καί ἐξαθλίωσης τῶν ἀσθενέστερων ἀπό τούς οἰκονομικά ἰσχυρούς. Χαρακτηριστικό καί ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἡ οἰκονομική ἀνέχεια στήν ὁποία ἔχουν ὁδηγήσει τήν χώρα μας, μέ μιά Ἑλλάδα ὑπό κατάρρευση, μέ μιά κυβέρνηση ὑπό ξένη κηδεμονία καί ὑπουργούς ὑπό ἐπίβλεψη.
Ὁ σκοπός τους εἶναι ὁρατός καί προδιαγεγραμμένος: πρόκειται γιά τήν σαφή καί ὀργανωμένη ἐπιδίωξη ὄχι γιά τήν ἁπλή ἔνταξη, ἀλλά γιά τήν ὁλοκληρωτική ὑποδούλωση τῆς πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας στούς σχεδιασμούς τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων καί τῆς Νέας ἐποχῆς, γιά τήν ἔνταξη καί τήν δέσμευσή μας στήν γιγαντιαία αὐτή πολιτιστική, θρησκευτική, οἰκονομική, ἐθνική καί οἰκονομική χοάνη πού ὁμογενοποιεῖ, νωθεύει, μεταλλάσσει, παραλύει, ἀποδυναμώνει καί ἀποσυνθέτει θεσμούς, πιστεύματα, παραδόσεις, πολιτισμούς, ἤθη, ἀρχές, ἀξίες, ἐθνότητες, λαούς καί πατρίδες.
Γιά τήν βίαιη καί ἄμεση ὑπαγωγή μας στόν ἠλεκτρονικό ὁλοκληρωτισμό πού παρακολουθεῖ, χαρακτηρίζει, στιγματίζει καί ἐνοχοποιεῖ ὅ,τι καί ὅσους ἐπιθυμεῖ, ὅ,τι καί ὅσους ἀντιδροῦν καί ἀντιτάσσονται στίς ἐπιταγές του, γιά τόν βίαιο καί ἄμεσο ἐγκλεισμό μας στήν νέα παγκόσμια ἠλεκτρονική φυλακή.
Μέ αἰχμή τοῦ δόρατος τίς ἠλεκτρονικές κάρτες καί κυρίως τήν κάρτα τοῦ πολίτη, πού συνιστᾶ ὀξύτατη ἀπειλή γιά τίς ἀτομικές μας ἐλευθερίες καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα μᾶς ὁδηγοῦν ὡς ἀγέλη στό μεγάλο παγκόσμιο ἠλεκτρονικό μαντρί.
Ἄς ξέρουν, ὅμως, οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, πού κρίνουν μόνο μέ τό μυαλό καί τά νούμερα, ὅτι «ἡ τύχη μᾶς ἔχει πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θεριά πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέ μποροῦνε. Τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά». (Μακρυγιάννης)
«Μακάριος» λοιπόν «ὁ λαός ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμός (Ψαλμ. Πη΄ (πθ΄), 16). Χαρά δηλαδή στό λαό πού ξέρει νά γιορτάζει τά μεγάλα γεγονότα τῆς Ἱστορίας του. Νά μεθᾶ ἡ ψυχή του ἀπό ἐθνική ὑπερηφάνεια. Νά κάνει ἆσμα καί παιᾶνα τούς ἡρωϊσμούς καί τίς θυσίες τῆς ψυχῆς του. Νά διδάσκει τήν ἀνδρεία καί τή φιλοπατρία τῶν προγόνων του καί νά φρονηματίζει τίς γενεές πού ἔρχονται. Νά ἐμπνέεται καί νά ἀναζωογονεῖται ἀπό τίς παραδόσεις καί τίς παρακαταθῆκες τους. Νά τιμᾶ καί νά διατηρεῖ τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους. Ὁ λαός αὐτός δέν χάνεται ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Διότι ἔχει προορισμό στή ζωή καί ἔχει νά ἐπιτελέσει ἔργο στήν Ἱστορία.
Καί εἶναι παρήγορο τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί μέσα ἀπό αὐτή τήν τραγική κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας, μέσα ἀπό τά σκοτεινά σύννεφα τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τῆς εὐμάρειας, τῆς εὐδαιμονίας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐζωΐας καί τῆς αὐτάρκειας· μέσα ἀπό τά σκοτεινά σύννεφα τῆς λησμοσύνης, τῆς ἄρνησης καί τῆς ἀπαξίας, θερμαίνει ἀκόμη καί φωτοδοτεῖ ἡ ἠλιαχτίδα τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἐπιστροφῆς.
Τό σύνθημα μᾶς τό δίνει καί πάλι ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου: «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά».
Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, σθεναρή καί ἄκαμπτη ἀντίσταση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀντίσταση στόν ἀφελληνισμό καί τήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας, ἀντίσταση στήν περιθωριοποίηση καί τόν ὑποβιβασμό τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀντίσταση στήν ποδηγέτηση καί τόν ἔλεγχο τῶν ἐπιλογῶν καί τῆς συνειδήσεώς μας, ἀντίσταση στούς σχεδιασμούς καί τίς ἐπιβολές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῶν ἐγχώριων ἐντολοδόχων τους.
Ἀντίσταση ὀργανωμένη καί ὄχι ἐπιφανειακή, πού θά στηρίζεται στόν προσωπικό μας ἁγιασμό καί τόν ἀναβαπτισμό μας, στά νάματα τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. Ἀντίσταση ὀργανωμένη σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐπαγγελματικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο.
Ἄς κάνουμε τά σπίτια μας κρυφά καί νέα σχολειά κι ἄς γαλουχήσουμε τά παιδιά μας μέ τίς παραδόσεις τοῦ γένους μας ὑποκαθιστώντας ἐμεῖς τήν πλημμελή σχολική ἐκπαίδευση πού τούς παρέχεται. Νά προβάλουμε στά παιδιά μας τά πρότυπα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων μας, νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν φιλοπατρία, νά τούς διδάξουμε σωστά τήν γλώσσα μας καί τήν ἱστορία μας.
Νά τούς διδάξουμε τό ἀληθινό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ πραγματική δηλαδή καί μόνιμη πατρίδα μας. Σέ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή εἴμαστε, ἄλλωστε, ὁδίτες καί ὄχι κάτοικοι καί ἔνοικοι τῆς γῆς. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει νά πορευόμαστε ἐδῶ μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος.
Ὅλη, ἄλλωστε, ἡ φιλοσοφία, ἡ κουλτούρα, ὁ πολιτισμός, ἡ θεολογία καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας συντείνουν πάντοτε καί ἐμπνέουν τήν αἰωνιότητα, τήν ἄκτιστη Δόξα καί Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ξεχωρίζει τήν παράδοσή μας ἀπό τίς ἀντίστοιχες παραδόσεις καί τούς πολιτισμούς τῶν ἄλλων λαῶν, ὅτι μᾶς προσφέρει τόν ἱδανικότερο σκοπό καί τόν ὑψηλότερο προορισμό τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε,
Κατακλείοντας θά θέλαμε νά σᾶς συγχαροῦμε ἐκ καρδίας γιά τήν ἀποψινή σας ἐμπνευσμένη καί ἰδιαίτερα σημαντική πρωτοβουλία καί νά σᾶς εὐχαριστήσουμε γιά τήν τιμή πού μᾶς κάνατε νά μᾶς ὁρίσετε ὡς εἰσηγητή.
Παρακαλοῦμε τώρα τούς χορευτές καί τούς ὀργανοπαῖκτες νά βγάλουν ὅλη τήν τέχνη καί τό μεράκι τους γιά νά εὐφράνουν καί νά ξεκουράσουν τίς πονεμένες καί κουρασμένες ψυχές μας, νά μᾶς φυγαδεύσουν ἀπό τήν μέριμνα καί τήν στενοχώρια τῆς καθημερινότητας καί τῆς ἐπικαιρότητας καί νά μᾶς ταξιδέψουν νοσταλγικά στίς ὄμορφες καί εὐτυχισμένες στιγμές τοῦ παρελθόντος.
Αναρτήθηκε από ΚΛΑΣΣΙΚΟΠΕΡΙΠΤΩΣΗ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου