Τρίτη, Ιουλίου 26, 2011

Πώς να ζει κανείς με έναν τέτοιο άνθρωπο;(Μια νεοεποχίτισσα στην Ορθοδοξία)



Η επιστολή μίας γυναίκας της οποίας ο άνδρας δεν πιστεύει, γίνεται εφαλτήριο για να αναρωτηθούμε όλοι μας «Πως είναι δυνατόν να ζούμε με έναν τέτοιο άνθρωπο;» Αλλά αυτός ο «απαράδεκτος» άνθρωπος, ίσως να μην είναι άλλος από... τον κακό εαυτό μας!



"
Έγινα Ορθόδοξη Χριστιανή πριν από τριάμιση χρόνια. Προηγουμένως όμως, αναζητούσα τον Θεό σε πολλά άλλα μέρη. Μετά την γέννηση του γιου μου, αρρώστησα βαριά, και εν καιρώ ακινητοποιήθηκα. Τα βιβλία των διαφόρων Νέο-Εποχίτικων συγγραφέων με έβγαλαν από την κατάθλιψη που ένοιωθα, και μου έδωσαν καινούργια ελπίδα.Ο νέος «πνευματικός δάσκαλός» μου ήταν ο Λαζάρεφ. Έμαθα και για την Λουίζα Χέη, τους Ρέριχ… Παρέα με τον γιο μου, παρακολουθούσα μια ομάδα που συνδύαζε φυσική άσκηση και πνευματική εξέλιξη. Κάθε νέο βιβλίο, μου παρείχε όλο και περισσότερη γνώση για τον κόσμο, για άλλους ανθρώπους και για τον Θεό.Θυμάμαι ένα από τα μαθήματα φιλοσοφίας. Οι συμμαθητές μου τσακώνονταν με τον δάσκαλο για κάποια απορία τους, και εγώ γελούσα, γεμάτη περηφάνεια, καθώς σκεφτόμουν πόσο περισσότερη γνώση είχα εγώ από αυτούς. Επί πλέον, διαμόρφωσα την ίδια καταδεκτική στάση προς τον σύζυγό μου. Αχ, πόσο ήθελα να τον διαφωτίσω, να του δείξω «τον σωστό τρόπο» που έπρεπε να ζει! Πόσο ευχόμουν να μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε ένα συναρπαστικό και υπέροχο μέλλον μαζί! Όμως αυτός, σαν αποφασισμένος Αγνωστικιστής (που δεν ήταν σίγουρος αν ο Θεός υπήρχε ή δεν υπήρχε, και ούτε επιθυμούσε να συζητήσει το θέμα) δεν είχε καμία επιθυμία να αλλάξει. Κορόιδευε τα ερωτήματά μου και θύμωνε, όποτε τον πίεζα να ανοιχτεί σε κουβέντα. Ενοχλήθηκε δε πάρα πολύ, όταν επιχείρησα να περάσω την Νέο-Εποχίτικη γνώση μου στον γιο μας. Χύθηκαν δάκρυα, οι καβγάδες έπεφταν βροχή. Ο σύζυγός μου επίσης μου επισήμαινε την σωματική μου εξάρτηση.
Τώρα πια, θυμάμαι εκείνη την εποχή με ντροπή. Αναπολώ την φρίκη και τον ξαφνικό φόβο που ένοιωθα για το άτομό μου (αργότερα, κατάλαβα πως περπατούσα στην κόψη ξυραφιού, και πως μόνο κάποιο θαύμα –ή πιθανόν οι προσευχές των πεθαμένων Χριστιανών συγγενών μου- με προφύλαξαν από την Νέο-Εποχίτικη αίρεση), και θυμάμαι με ένθερμη ευγνωμοσύνη τον σύζυγό μου, ο οποίος μέσα στον σκεπτικισμό του μπόρεσε να φυτέψει ένα σπόρο αμφιβολίας μέσα στο μυαλό μου, αλλά και συνέχιζε να με αγαπά – εμένα, ένα ανάπηρο άτομο που τώρα άγγιζε την τρέλα (τώρα βλέπω πώς η τρέλα σταδιακά ελέγχει τέτοιους ενεργούς αποκρυφιστές).
Θα αναρωτιέστε, προς τι μια τόσο μακροσκελής εισαγωγή; Λοιπόν, η νέα μεταστροφή μου στην Ρωσική Ορθοδοξία, οι νέοι φίλοι, βιβλία κλπ, είχαν θεωρηθεί από τον σύζυγό μου σαν κάτι όχι καινούργιο, αλλά σαν μια συνέχιση της ίδιας αναζήτησης, σαν κάτι κοσμικό που σύντομα θα το αντικαθιστούσε κάτι πιο νέο και συναρπαστικό.
Ο σύζυγός μου συνέχισε να κριτικάρει τις ιδέες μου, τους φίλους μου και τα βιβλία μου. Ο νέος αντίπαλός του τώρα ήταν ο Κουράεφ και όχι ο Λαζάρεφ. Ε, και, λοιπόν; Άρχισαν πάλι οι καβγάδες. Τώρα όμως, έχω αποκτήσει κάποια εμπειρία, και καταλαβαίνω πως όλα είναι αλλιώτικα, αληθινά, και ενεργά, και οι νέοι φίλοι μου είναι καλύτεροι από τους παλιούς. Υπήρχε λιγότερος κίνδυνος – η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι κάποια σέκτα και ο σύζυγός μου αυτό το καταλάβαινε. Έτσι, οι καβγάδες μας ήταν λιγότερο θορυβώδεις.
Ο σύζυγός μου θα έφευγε για κάποιο μακρινό ταξίδι, για εννέα μήνες. Πιθανόν αυτός να ήταν ο λόγος που δεν καβγαδίζαμε πριν αναχωρήσει, και μάλιστα, μία εβδομάδα πριν την αναχώρησή του, παντρευτήκαμε σε εκκλησία. Μάλλον αυτό ήταν το δώρο του σε μένα, εν όψει του παρατεταμένου χωρισμού μας.
Έφυγε, και εγώ άρχισα να ασχολούμαι πολύ με την εκκλησία. Ο γιος μου ήταν στο σπίτι της γιαγιάς του (επειδή εγώ είχα ακόμα κάμποσους μήνες νοσοκομειακής θεραπείας μπροστά μου), η έρευνα για το πτυχίο μου είχε σχεδόν τελειώσει, και δεν υπήρχαν εμπόδια που να μην με αφήνουν να διαβάζω βιβλία ή να πηγαίνω στην εκκλησία. Όλες αυτές οι ασχολίες απαιτούσαν μεγάλα ποσά χρημάτων και πολύ χρόνο. Η γειτόνισσά μου, που με είχε καθοδηγήσει, έγινε σαν Ανάδοχός μου, ή και πιο κοντινή. Λίγο πριν την επιστροφή του συζύγου μου, φέραμε ιερέα να κάνει αγιασμό στο διαμέρισμα. Όταν γύρισε σπίτι ο σύζυγός μου, τον υποδέχθηκε το άρωμα από το θυμίαμα παντού μέσα στο σπίτι, τα ράφια της βιβλιοθήκης γεμάτα από Χριστιανικά βιβλία, δύο συστάδες από εικονίσματα – η μια σε άλλο δωμάτιο – και εμένα, με μάτια να λάμπουν, μεταμορφωμένη, και να αδημονώ να μοιραστώ ολόκληρη την εμπειρία και γνώση που είχα αποκτήσει κατά την απουσία του.
Έδειχνε κάποια ανοχή στις αλλαγές αυτές, τουλάχιστον μέχρι που ο οκτάχρονος γιος μας επέστρεψε από την γιαγιά του. Οφείλω να πω, ότι το αγόρι προθύμως συνδέθηκε με την Ορθοδοξία, και άρχισε να διαβάζει προσευχές, να γονατίζει μπροστά στις εικόνες, να έρχεται στην εκκλησία και να φοράει το σταυρουδάκι του πάντοτε πάνω του. Και μετά...
Μία μέρα, ο πατέρας κάλεσε τον γιο του να πάνε μαζί στο ποτάμι. Ήταν μια ζεστή ημέρα, και θα πήγαιναν, φορώντας μόνο τα σορτς τους. Ζήτησε από το παιδί να αφήσει στο σπίτι το σταυρουδάκι του, για να μην το χάσει, ή να μη σπάσει, ή κάτι τέτοιο… Δεν θέλω να ξαναφέρω στη μνήμη μου την υπόλοιπη εκείνη ημέρα. Ποτέ δεν είχαμε κάνει τέτοιους τρομακτικούς καβγάδες, είτε πριν είτε μετά από το περιστατικό εκείνο. Προέκυψε τριήμερος πόλεμος ανάμεσά μας. Έβρισκα την απαίτηση του συζύγου μου να φύγει ο σταυρός από τον λαιμό του παιδιού μου αδιανόητη, και το ξεκαθάρισα στο παιδί μας. Πολλοί από τους φίλους μου, συμπεριλαμβανομένου και του ιερέα, υποστήριξαν την απόφασή μου.
Είναι πολύ πιθανό, ο ιερέας να μην είχε αντιληφθεί το σύνολο των συνθηκών γύρω από τον πόλεμο αυτό – αυτός απλώς σχολίασε πως ο σταυρός δεν θα έπρεπε να βγει, τελεία και παύλα. Εγώ εξέλαβα την απάντηση του ιερέα ως οριστική, μιας και δεν υπήρχε χρόνος να κάνουμε παρατεταμένη κουβέντα επί του θέματος. Ο σύζυγός μου όμως, ένοιωσε ενοχλημένος και ταπεινωμένος, ένοιωθε πως στρέφαμε τον γιο του εναντίον του, και πως του βάζαμε τρελές ιδέες μέσα στο μυαλό του – όπως π.χ., πως ο Θεός είναι πάνω απ’ όλα και πως αυτός – ο πατέρας – έρχεται δεύτερος. Για τον σύζυγό μου, η λέξη «Θεός» ήταν απλώς μια σκέψη, ένας κενός θόρυβος που προερχόταν από τους φίλους μου, έτσι, όταν άκουγε για την κυριαρχία του Θεού, ήταν σαν να άκουγε πως εμείς κυριαρχούσαμε πάνω από αυτόν. Τώρα, μπορώ να δω πόσο μπερδεμένα ήσαν τα πράγματα. Τότε όμως, δεν είχα ιδέα.
Ένοιωσα απίστευτα άσχημα. Ο σύζυγός μου πέταξε έξω σχεδόν όλες τις εικόνες, το καντήλι, ξέσχισε μερικά βιβλία που τα θεωρούσε επικίνδυνα, και μου έδωσε οδηγία να στείλω τα άλλα βιβλία στην γειτόνισσά μου. Μου απαγόρευσε να προφέρω μπροστά του τις λέξεις «Θεός» και «Εκκλησία». Δεν ήξερα τι να κάνω, τι να σκεφθώ… Δεν υπήρχε πια χρόνος για μικρούς σκυλοκαβγάδες. Φάνηκε, πως μπήκε μέσα στο σπίτι μας ένας αληθινός μπελάς. Φοβόμουν για τον σύζυγό μου, τον γιο μου, τον εαυτό μου… Και σε λίγο, θα έπρεπε να φύγουμε και οι τρεις για την Γερμανία για μεγάλο διάστημα. Αναρωτιόμουν συχνά, αν θα βρισκόταν καν ευκαιρία να επισκεφθώ κάποια εκκλησία εκεί. Καταφέραμε να ειρηνεύσουμε πάλι, αλλά η ειρήνη ήταν μόνο επιφανειακή. Ο σύζυγός μου άρχισε να επιμένει να πάρω πίσω όσα λόγια είχα πει για την κυριαρχία του Θεού. Δεν μπόρεσα να κάνω τέτοιο πράγμα. Ούτε μπορούσα να του ζητήσω ειλικρινά συγγνώμη, βρίσκοντας τον εαυτόν μου ένοχο, αλλά χωρίς να μπορώ να εντοπίσω την προέλευση της ενοχής μου αυτής.
Δεν υπήρχε λύση πρόχειρη. Ο γιος μου και εγώ αποσυρθήκαμε στις «κατακόμβες»: προσευχόμασταν σιωπηλά και μυστικά, όταν ο σύζυγός μου έλειπε από το σπίτι. Εξήγησα στο παιδί πως ο πατέρας του ήταν καλός άνθρωπος, αλλά απλώς δεν πίστευε στον Θεό, και πως χρειάζεται να προσευχηθούμε εμείς για αυτόν, επειδή δεν ήταν ένοχος ο ίδιος, αλλά έπασχε από ένα είδος αρρώστιας. Του είπα πως και εγώ περπατούσα με δυσκολία, αλλά κανείς δεν με κορόϊδευε. Όμως, μέσα στην καρδιά μου, ένοιωθα το χάσμα που μεγάλωνε ανάμεσα σε μένα και τον σύζυγό μου, και δεν έβλεπα να υπάρχει τρόπος να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, ποτέ πια.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν φύγαμε για την Γερμανία. Πρέπει να προσθέσω όμως, πως λίγο πριν από την αναχώρησή μας, ο σύζυγός μου με άφησε να επισκεφθώ μια τοπική, θαυματουργή εικόνα, και μου έδωσε χρήματα για το ταξί. Καλή η χειρονομία αυτή, αλλά όχι αρκετή. Άλλωστε, το προσκύνημα αυτό δεν θεράπευσε την αρρώστια μου. Ο σύζυγός μου δεν έκανε κανένα σχόλιο, όμως υποψιάστηκα πως κατά βάθος χάρηκε.
Όταν φτάσαμε στο νέο τόπο, τόλμησα να βάλω τρεις μικροσκοπικές εικόνες στο λιγότερο εμφανές σημείο, με την ελπίδα πως δεν θα εκνεύριζαν τον σύζυγό μου. Προετοίμαζα τον εαυτό μου ψυχολογικά, πως θα ζούσε ένα χρόνο -ή και περισσότερο- αποχωρισμένη από το γνώριμο περιβάλλον των Ορθοδόξων Χριστιανών και την ζωή της Εκκλησίας όταν, δύο μέρες μετά την άφιξή μας, ήρθε τρέχοντας στο σπίτι ο γιος μου, λέγοντας πως μόλις είχε γνωρίσει μια Χριστιανή, και πως μας είχε καλέσει να πάμε εκείνη κιόλας την Κυριακή στην εκκλησία. Ξοπίσω από το παιδί, ήρθε και η ίδια η γυναίκα. Ήταν η Λάρισσα, μια μετανάστρια από την Μόσχα όπως εμείς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, το σπίτι μας βρισκόταν ακριβώς δίπλα σε μια τοπική Ορθόδοξη κοινότητα, και προς μεγάλη μου χαρά, η εκκλησία εκείνη υπαγόταν στο Πατριαρχείο της Μόσχας. «Ας προσευχηθούμε, Σβέτα» ήταν τα πρώτα λόγια της Λάρισσας, αφού είχαμε ανταλλάξει τις πρώτες απαραίτητες πληροφορίες για τα άτομά μας. Αυτός ήταν ο τρόπος που γνώρισα την στενή φίλη μου, και –τρόπον τινά- πνευματική αδελφή μου.
Το βραδάκι, ρώτησα ήρεμα τον σύζυγό μου αν θα μας επέτρεπε να κάνομε ένα μικρό ταξιδάκι στην κοντινή κωμόπολη, για να λειτουργηθούμε. «Όχι» ήταν η απάντηση που πήρα. Και μετά, σαν συμπλήρωμα, μια ένθερμη ομιλία για το πώς ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκουραζόταν από όλες τις ανοησίες μας, και με μια επίμονη επιθυμία να μην υπάρχει κανένα εκκλησιαστικό πνεύμα τριγύρω. Δεν μπορούσε να ανεχθεί εκείνα τα ταξίδια μας στην εκκλησία μια φορά στους τρεις μήνες, και αν του ζητούσαμε να πηγαίνουμε πιο συχνά, θα είμασταν εμείς υπεύθυνοι για τα όποια επακόλουθα.
Όμως δεν μπορούσαμε να σιωπούμε τελείως. Άνθρωποι από την ενορία με επισκέπτονταν στο σπίτι, και σύντομα έγιναν οι νέοι μου φίλοι. Η ομάδα μου αυτή προσπαθούσε να συμπεριφέρεται πολύ ευγενικά και αθόρυβα γύρω από τον σύζυγό μου, καθ’ ότι η ένταση ήταν εμφανής. Τώρα, ήταν το ζήτημα του αγιασμού του σπιτιού μας. Επρόκειτο κάποιος ιερέας να λειτουργήσει στην πόλη μας, και θα μπορούσε μετά να έρθει και στο σπίτι μου. Φοβόμουν να το αναφέρω… Κάπως, με την βοήθεια της Λάρισσας, ο σύζυγός μου συμφώνησε να έρθει ο ιερέας.
Όταν ήρθε ο ιερέας, δεν μου έκανε και σπουδαία εντύπωση. Έμοιαζε τρομερά νέος. Όμως, ο ιερέας είναι ιερέας, έτσι, αποφάσισα να μοιραστώ τις στενοχώριες μου μαζί του.
Συνολικά, το θέμα ήταν η ερώτηση του τίτλου της αφήγησης αυτής:
«ΠΩΣ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ;»
«Πολύ απλά» μου απάντησε ο ιερέας, «ΜΕ ΑΓΑΠΗ»
Όταν έφυγε ο ιερέας, αμέσως σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου της εργασίας του συζύγου μου. «Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ» του κλαψούρισα στο ακουστικό. «Ήμουν ένας απόλυτος βλάκας. Ο πάτερ Α. μου το εξήγησε προ ολίγου, και μου είπε να το εξομολογηθώ σε σένα και στον Θεό, και επίσης σου στέλνει τους θερμούς χαιρετισμούς του, καθώς και την συμπάθειά του, που έχεις μια τόσο ηλίθια σύζυγο.»
«Αλήθεια; Μα τότε στ’ αλήθεια υπάρχουν και ευφυείς άνθρωποι ανάμεσα στους Ορθόδοξους Χριστιανούς!» απάντησε ο σύζυγός μου.
Δεν έγινε τίποτε άλλο εκείνη την ημέρα… όμως ένοιωσα πως έφυγε από τους ώμους μου ένα μεγάλο φορτίο, και μου ήταν πλέον εύκολο να αναπνέω και να ζω. Συνέχισα να διαβάζω βιβλία, να σκέπτομαι, και να προσεύχομαι. Η ενοριακή μου ζωή ολόκληρη ήταν πάντα κρυμμένη από τα μάτια του συζύγου μου. Όμως μετά, λίγο-λίγο, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι φίλοι μου έφεραν μια μεγάλη εικόνα, και ο σύζυγός μου δέχθηκε να τοποθετηθεί σε ένα εμφανές μέρος. Μπορούσα να καλώ τον ιερέα να λειτουργήσει μέσα στο σπίτι μας, και εγώ μπορούσα να πηγαίνω στην εκκλησία όσο συχνά επιθυμούσα. Βέβαια, δεν μπορούσα να πηγαίνω και πολύ συχνά, καθ’ ότι η αρρώστια μου χειροτέρευε. Η ίδια αρρώστια επίσης δεν μου επέτρεπε να νηστεύω. Ο σύζυγός μου και εγώ συζητούμε πολύ για την θρησκεία. Πολλές φορές με προκαλούσε να συζητούμε διάφορα θέματα. Αν και μερικές φορές κατέληγαν σε δάκρυα οι συζητήσεις μας, ήταν καλύτερα από πριν.
Συνέχιζε να πιστεύει πως η Αγία Γραφή ήταν μια συλλογή από μύθους, αλλά αυτά τα σχόλια δεν με ενοχλούσαν τόσο. Πίεσα τον εαυτό μου να είμαι όλο και πιο σιωπηλή. Επεδίωκα να μιλάω και να επιμένω λιγότερο, και να προσεύχομαι περισσότερο. Και να αγαπώ… να αγαπώ… να αγαπώ… Όπως έμαθα από την πείρα μου, όλα τα παθιασμένα λόγια μας είναι κενά, αν δεν υπάρχει αγάπη…
Το πρώτο σοκ ήρθε, όταν ο γιος μου έκανε πάλι κάποια αταξία, και ο σύζυγός μου μπήκε με φόρα στο δωμάτιό μας, στάθηκε μπροστά στις εικόνες και με ρώτησε:
«Ποια είναι η κυρίως εικόνα από αυτές;»
Του έδειξα την μεγάλη εικόνα του Χριστού Σωτήρος. Ο σύζυγός μου την ξεκρέμασε, και, παίρνοντας ένα σφυρί μαζί του, την πήγε στο δωμάτιο του παιδιού. Έτρεξα πίσω του, και αυτό που είδα, δεν το πίστευα: κάρφωσε μια μεγάλη πρόκα στο ντουβάρι, και κρέμασε πάνω του την εικόνα.
«Εδώ!» βροντοφώναξε στο έκπληκτο παιδί. «Ίσως να το σκεφτείς καλύτερα αυτό που έκανες, μπροστά στον Θεό σου – οι μικρές δεν φαίνεται να σου κάνουν και πολύ εντύπωση!» (Αναφερόταν στις μικρές χάρτινες εικονίτσες πάνω στο τραπέζι του γιου μου).
Ενάμιση χρόνο αφ’ ότου ήρθαμε στην Γερμανία, στους τελευταίους μήνες της παραμονής μας εδώ, ο σύζυγός μου εκνευριζόταν όταν ακυρώναμε τις επισκέψεις μας στην εκκλησία. Αποφάσισε, πως όχι μόνο ήταν χρήσιμο, αλλά και απαραίτητο, να δοθεί θρησκευτική εκπαίδευση στο παιδί μας.
Φέτος το καλοκαίρι, πήρε την Αγία Γραφή και άρχισε να την διαβάζει μόνος του. Μου είπε πως ένας από τους φίλους, του συνέστησε να το κάνει – σαν κάτι καλό πριν πάει για ύπνο.
Την επόμενη φορά που έφυγε για μεγάλο ταξίδι το φθινόπωρο, συμφώνησε να πάρει μαζί του την εικόνα της Παναγίας. (Εορτάζεται την ίδια μέρα με τα γενέθλιά του).
Δεν ξέρω αν θα προσέλθουμε ποτέ στο Άγιο Δισκοπότηρο με τα Άγια Δώρα, ή αν θα σταθούμε μαζί στην ημερήσια προσευχή, ή ακόμα αν θα τηρήσουμε τις νηστείες και θα εορτάσουμε τις εκκλησιαστικές εορτές μαζί. Ξέρω μόνο πως ο σύζυγός μου είναι πολύ καλύτερα και πιο ειλικρινής απ’ ότι είμαι εγώ στην δική του ζωή. Και μπορεί να αγαπά καλύτερα από μένα, μπορεί και είναι ταπεινός και υπομονετικός.
Έτσι τώρα υπάρχει ένα άλλο ερώτημα που με βασανίζει: ΠΩΣ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑ ΑΤΟΜΟ ΣΑΝ ΕΜΕΝΑ;
Και είναι ένα ερώτημα που χρειάζεται άμεση απόφαση – πριν αρχίσει ο σύζυγός μου να το μελετά ο ίδιος. Επειδή, ποιος ξέρει;
Κύριε, βοήθησέ μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου