Ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ἀγάπησε ἡ Ἐκκλησία ὅσο τοὺς Ψαλμούς. Ὁ Παν. Σιμωτᾶς θυμίζει πὼς “οἱ πιστοὶ ἀπομνημόνευαν τοὺς Ψαλμοὺς μὲ δική τους πρωτοβουλία, ὅπως βεβαιώνουν ὁ Μ. Βασίλειος (Patrologia Graeca 29.212), ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 56.57), ὁ Γρηγόριος Νύσσης (PG 44.440), κ.ἄ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μάλιστα ἀναφέρει ὅτι, ἐνῶ πολλοὶ δὲν γνώριζαν οὔτε κἂν τὰ ὀνόματα τῶν ἄλλων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπεστήθιζαν καὶ ἀπήγγελλαν τοὺς Ψαλμούς (PG 56.57). Τὴν ἀρχαία αὐτὴ συνήθεια βλέπουμε νὰ συνεχίζεται μέχρι τῶν χρόνων τοῦ ‘κρυφοῦ σχολειοῦ’. Τέλος ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε πὼς τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν εἶναι τὸ μόνο μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολήθηκαν τόσο πολὺ οἱ νεοέλληνες λόγιοι” (ΘΗΕ 12.457 “Ψαλμῶν, βίβλος”).
Θεολογικὴ σπουδαιότητα μεγάλη χαρακτηρίζει τὰ περισσότερα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὥστε δὲν ἐξηγεῖ ἀπὸ μόνη της τὴν μεγάλη δημοτικότητα τῶν Ψαλμῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μὲν τὴν ἀξία αὐτή, ὀφείλεται ὅμως στὴν συγκεκριμμένη ποιητικὴ μορφὴ τοῦ κειμένου, τὸν λυρικὸ χαρακτῆρα, ἐκφραστικὸ ἄκρως προσωπικῶν αἰσθημάτων, καὶ τὴν ἀμεσότητα ποὺ προϋποθέτει καὶ καλλιεργεῖ στὴν σχέση μὲ τὸν Θεό.
Στοὺς Ψαλμοὺς εἶναι σὰν νὰ ἔχει ὑποχωρήσει ἀκόμη καὶ τὸ ἐκκλησίασμα ὁλόκληρο, ὥστε βρίσκεται κανεὶς μόνος του μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ οἰκεῖος τρόπος τῆς προφορᾶς τους δὲν εἶναι τὸ μέλος ἀλλὰ ἡ ἁπλὴ ἀπαγγελία, καὶ ὅσο γίνεται πιὸ χαμηλόφωνα, ἐφόσον πρόκειται σχεδὸν γιὰ ἰδιωτικὲς προσευχές, ποὺ ταιριάζουν στὸν ἐνδιάθετο λόγο, μὲ τὸ περιεχόμενό τους νὰ ἀποτελεῖ κατὰ μέγα μέρος αἴτημα γιὰ προσωπικὴ συμπαράσταση.
ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα.ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με, κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου καὶ σῶσόν με.ἐπὶ σὲ ἐπεστηρίχθην ἀπὸ γαστρός, ἐκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εἶ σκεπαστής· ἐν σοὶ ἡ ὕμνησίς μου διαπαντός.
Λυρικὰ ποιήματα καὶ προσευχὲς οἱ πιὸ ἐσωτερικὲς καὶ προσωπικὲς ὅπως εἶναι, οἱ Ψαλμοὶ ἐπαναλαμβάνουν τὰ θέματά τους, ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὴν μνημειακὴ πυκνότητα καὶ συμβολιστικὴ ἰδανικότητα τοῦ λόγιου ἔργου. Ἀσχέτως συγκεκριμμένων θεμάτων ποὺ διαφέρουν, στὸ σύνολό τους ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τοῦ ἀνθρώπου συμφιλιωμένου μὲ τὸν Θεό, ζῶντας σὲ οἰκειότητα μαζί Του καὶ ἀνανεωμένη ἐμπιστοσύνη, στὸν Ἴδιο ἐπιλύοντας ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ βίου, μὲ τὸν Ἴδιο ὀμορφαίνοντας τὴν ὕπαρξη.
πληρωθήτω τὸ στόμα μου αἰνέσεως, ὅπως ὑμνήσω τὴν δόξαν σου ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν μεγαλοπρέπειάν σου.Μὲ ἐπιμονὴ οἱ Ψαλμοὶ ὑπερβαίνουν ὁποιαδήποτε θεωρούμενη ὡς προσωπικὴ τοῦ ἀνθρώπου ἱκανότητα καὶ ἰσχύ, διαδηλώνοντας συνεχῶς πλήρη ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Θεό.
ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες…, διαπαντὸς ἐλπιῶ ἐπὶ σέ…, τὸ στόμα μου ἐξαγγελεῖ τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν σωτηρίαν σου…
Πληθωρική, ἀκατάπαυστη ἐξύμνηση, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος τῶν Ψαλμῶν δὲν σκέφτεται τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ψυχρὴ ἀπόσταση τῆς ἰδεολογίας, ἀλλὰ ἔχοντας ζωντανὴ προσωπικὴ πεῖρα τῆς προσωπικῆς Του ὕπαρξης καὶ τῆς φροντίδας Του.
ὁ Θεός, τίς ὅμοιός σοι;… ἐζωοποίησάς με, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές με…, ἐπλεόνασας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν μεγαλωσύνην σου καὶ ἐπιστρέψας παρεκάλεσάς με καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές με.
Ποιός θὰ ἀναγνώριζε τὸ σύνολο τῶν κοσμικῶν δυνάμεων νὰ φανερώνονται βουλὲς καὶ μέριμνες προσωπικές Του, καὶ δὲν θ’ ἀπέμενε ἔκθαμβος; Κι ὁ πιὸ ὑψηλὸς ἀνθρώπινος ὕμνος, δὲν θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ δοξάσει τὴν Παρουσία Του. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει τὸ μεγάλο ποτάμι τῶν Ψαλμῶν, ἀπὸ τὴν γνώση ὅτι κανένας ὕμνος τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀρκεῖ, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τέλος ἡ προσευχή — ἀπὸ τὴν θέληση νὰ γεμίσει ὅλος ὁ χρόνος μὲ προσευχή, οὔτε στιγμὴ νὰ μήν ὑπάρξει λησμονιᾶς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπόστασης…
καὶ γὰρ ἐγὼ ἐξομολογήσομαί σοι ἐν σκεύει ψαλμοῦ τὴν ἀλήθειάν σου, ὁ Θεός…, ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου ὅταν ψάλω σοι, καὶ ἡ ψυχή μου, ἣν ἐλυτρώσω…, ἃ ἐδίδαξάς με ἐκ νεότητός μου καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἀπαγγελῶ τὰ θαυμάσιά σου…
Οἱ Ψαλμοὶ εἶναι ἐρωτικὴ ἐξομολόγηση, ἐν δυνάμει ἄπειροι ὅπως Ἐκεῖνος ποὺ ὑμνοῦν, δὲν θέλουν νὰ ἔχουν τέλος. Ἄσχετους, ποὺ δὲν ἔχουν στὸν χριστιανισμὸ παρὰ μόνο (τὸ πολὺ) μιὰ κοσμοθεωρία, διατριβὲς καὶ πραγματεῖες, ἀκόμα καὶ ἠθικολογικές, τοὺς ἐνδιαφέρουν ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μοιάζει στὴν ἀνέτοιμη ἀκοή τους ἀτέρμονη μονοτονία τῶν Ψαλμῶν.
Δὲν θὰ ἤθελα νὰ κλείσω τὸ σημείωμα αὐτὸ χωρὶς ἀναφορὰ στὰ ἑλληνικὰ τοῦ κειμένου, ἀπέχοντας δύο καὶ μισὴ χιλιετίες ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, καὶ ὅμως τόσο πιὸ οἰκεῖα μας, ἀσυγκρίτως πιὸ κοντινά μας κι ἀπὸ τοῦ Κάλβου τὴν μετάφραση, γιὰ νὰ περιοριστῶ σὲ κάτι ἀξιόλογο, ποὺ ἂν αὐτὸ δὲν στέκεται οὔτε κατὰ διάνοια, εὔκολα καταλαβαίνει κανεὶς τί συμβαίνει στὶς μεταφράσεις τοῦ συρμοῦ, πόσο κακοποιεῖται ἐκεῖ ὁ ὀργανισμὸς τῶν προσευχῶν μας.Ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου ὅταν ψάλω σοι, δηλώνει τὸ πρωτότυπο, κι ὁ Κάλβος μεταφράζει, θέλουσι τὰ χείλη μου ἀγαλλιάσειν ὅταν ψάλω εἰς ἐσέ.
Προτοῦ ἀκόμη ἐξηγήσει τὶς αἰτίες της, ὁ εὐαίσθητος ἀναγνώστης ἔνοιωσε τὴν διαφθορὰ ποὺ εἰσάγει ἡ νέα διατύπωση. Θὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς διαφθείρεται καὶ γιατί, ὅμως προηγουμένως ἂς σκεφτοῦμε: ἦταν τόσο ἀκατανόητο τὸ πρωτότυπο καὶ τόσο ἀναγκαία ἡ μετάφραση — ἔστω γιὰ τὴν πιὸ πεζὴ κατανόηση, ὅταν δὲν ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄσχετοι ὀνομάζουν ‘περιεχόμενο’, κακῶς ὑπονοῶντας το ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ‘μορφή’, χρειαζόταν μετάφραση;
Τίποτα δὲν προσθέτει στὴν κατανόηση τοῦ ‘περιεχομένου’ ἡ μετάφραση τοῦ Κάλβου — ἀκόμη καὶ ὁ μέλλοντας διατηρεῖται στὸ ἀγαλλιάσειν ἐξίσου ἀπρόσιτος γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν στοιχειωδῶς τὰ ἑλληνικά — καὶ δὲν κερδίσαμε κἂν γνώση τοῦ προορισμοῦ ἀκριβέστερη περνῶντας ἀπὸ τὸ σοι στὸ εἰς ἐσέ — σὰν νὰ μήν ὑπῆρχαν τὰ τόσα δόξα σοι, ποὺ ἔχουν κάνει τὴν λέξη γνωστὴ στοὺς πάντες, γιὰ νὰ μή ποῦμε γιὰ τὸ ἴδιο τὸ σύ. Δὲν κερδίσαμε τὸ παραμικρὸ στὴν μετάφραση, χάσαμε ὅμως ἀρκετά…
Τὸ πρωτότυπο ἀρχίζει μὲ ὅ,τι ἀπασχολεῖ τὴν σκέψη πρὶν ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Κυριότητα ἔχει ἡ ἀγαλλίαση ποὺ φέρει ὁ ὕμνος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται πραγματικὰ στὸν ζωντανὸ Θεό, ὑπερχειλίζοντας ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη στὴν σχέση του μαζί Του. Ἴσως εὑρισκόμενος σὲ θλίψεις, γιὰ ὅποιο λόγο ἀνίκανος νὰ ὑμνήσει κι ὅμως ἤδη προσευχόμενος ἀναλογίζεται πόσο ἀπέχει ἀπὸ τὴν προσευχή, ἔστω σὰν σκιὰ μνήμης ὑποδεχόμενος τὴν ἀγαλλίαση, τὴν ὁποία ὁ Κάλβος ἐξορίζει τέσσερεις λέξεις μετά, ἀρχίζοντας μὲ ὅ,τι ἀκριβῶς ὁ Ψαλμωδὸς ἀπωθεῖ!, μὲ ἀοριστία (θέλουσι), ἀντὶ τῆς πληρότητος καὶ βεβαιότητος τῆς χαρᾶς (ἀγαλλιάσονται).
Ἡ καταστροφὴ τοῦ νοήματος ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ, ἀλλὰ δὲν παύει ἐδῶ. Θἄλεγε κανεὶς ὅτι ὁ Κάλβος ἐργάστηκε πεισματικὰ γιὰ νὰ διαλύσει τὸ νόημα, μή τυχὸν κι ἀφήσει κάτι ὄρθιο! Ὁ ψαλμωδὸς ἀρχίζει μὲ τὴν ἀγαλλίαση ποὺ θὰ ὑπερχειλίσει στὰ λόγια του, στὴν σκέψη του, στὴν καρδιὰ καὶ στὸν βίο του, γιὰ νὰ τελειώσει μὲ τὴν αἰτία της, ποὺ εἶναι ἡ ὑποδοχὴ τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ στὴν προσευχή. Ὁ Κάλβος προτάσσει τὴν ἀοριστία, ἡ ὁποία παύει ὄχι, ἔστω, στὴν ἀγαλλίαση, ἀλλὰ στὰ ἔρημα χείλη, γιὰ νὰ φανεῖ ἐπιτέλους ἡ ἀγαλλίαση ὅσο πιὸ ἀδύναμα ἦταν δυνατὸ νὰ φανεῖ, καὶ κατόπιν ἡ αἰτία της μὲ τὴν ἀνάλυση ἀπὸ τὴν οὐσιωδῶς μία λέξη τοῦ πρωτοτύπου (ψάλωσοι) σὲ τρεῖς (ψάλω εἰς ἐσέ), ὁπότε ἡ αἰτία μετατοπίζεται, ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ ἀποδίδεται στὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἀποκλειστικὰ (εἰς ἐσέ), ὡς ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἦταν δυνατὸ νὰ προσεύχεται καὶ ἀλλοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό!
Μὲ τὰ ρεζιλίκια αὐτὰ θέλουν οἱ δῆθεν προοδευτικοὶ καραντούβαροι νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ὑψηλότερη ποίησή μας, σὰν νὰ μήν ἔφταιγε ἡ ἀπιστία ποὺ δὲν καταλαβαίνουν, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα. Δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν, δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν, κι οὔτε πρόκειται. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρει καὶ τρώγονται μὲ τὶς μεταφράσεις, εἶναι νὰ διαλύσουν κι ἄλλο τὴν Ἐκκλησία, νὰ πληγώσουν, ὅσο μποροῦν περισσότερο, τὴν παράδοση καὶ τὴν πίστη.(http://hellenism.byzantinewalls.org/archives/477)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου