Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017

Οι εμπειρίες μου από τους Οσίους Παΐσιο και Πορφύριο [εργασία]

alt
Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΚΑΝΕ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΔΩΡΟ!
ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ!
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!

Κωνσταντίνου ἀναγνώστου




Οἱ ἐμπειρίες μου ἀπό τούς Ὁσίους Παΐσιο καί Πορφύριο













Ἰωάννινα Δεκέμβριος 2017
Λίγα εἰσαγωγικά γιά τόν σιο Παΐσιο

      «Ἔτσι τόν σκίασε ἡ Θεία χάρη, καθώς ὁ ἴδιος λέει: «Μιά νύχτα, ἐνώ προσευχόμουν ὄρθιος, ἔνιωσα ἕνα φῶς νά κατεβαίνει ἀπό πάνω καί νά μέ περιλούζει ὁλόκληρο. Αἰσθανόμουν μιά ἀγαλλίαση καί τά μάτια μου ἔγιναν δύο βρύσες πού ἔτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Ἔβλεπα καί ζοῦσα αἰσθητά τήν χάρη». Ἡ ἁπλότητα καί περιεκτικότητα τῆς περιγραφῆς τῆς θείας ἐπισκέψεως, εἶναι δηλωτική καί τῆς γνησιότητός της. Ἡ ἀγάπη του ὅμως ἡ μεγάλη γιά τήν ἱερά ἡσυχία, τήν μεγαλύτερη ἄσκηση καί τήν ἐρημική ζωή, τόν ἔκανε ν’ ἀναχωρήσει ἀπό τό Μοναστήρι τῶν πρώτων ἄθλων του μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου του. Ἡ ἡσυχία θέλγει πάντα ἀπό νωρίς τούς ἐραστές τοῦ Θεοῦ, τούς φίλους καί πιστούς ἀκολούθους του. Ἀγαποῦν τό ἀμέριμνο, τό ἡσύχιο, τό ἀδιάσπαστο».
      «Ἡ χάρη πού ἔχει ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τήν δική μου, ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, γιατί αὐτή τήν ἀπέκτησε μετά ἀπό κόπο καί ἀσκητικούς ἱδρῶτες, ἐνώ ἐμένα ὁ Θεός μοῦ τήν ἔδωσε ἐντελῶς δωρεάν ὅταν ἤμουν πολύ μικρός, μόνο καί μόνο γιά νά βοηθηθοῦν οἱ ἀδελφοί.
      Γι’ αὐτό καί ἔτρεχαν οἱ πάντες εἰς τήν ὁσμήν τούτου τοῦ μύρου·νά μεταλάβουν λίγο καί νά μυρίσουν καί αὐτοί, ν’ ἀλλάξει ἡ ζωή τους.
Εἶχε δίκαιο, λοιπόν, ὁ παπα-Τύχων, πού τόν ἀποκαλοῦσε «γλυκό Παΐσιο», καί ὅλοι βέβαια γεύθηκαν τῆς γλυκύτητος αὐτῆς, ἀναλόγως ὁ καθένας μέ τήν διάθεσή του».
*****
Ὁ Τίμιος Σταυρός καί ὁ λογισμός

      Πρωτεύοντα ρόλο στήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καί στήν θεραπεία της διαδραματίζουν ἡ λογική καί οἱ λογισμοί[1]. Ἐκεῖ γίνεται ἡ προσβολή τοῦ πονηροῦ, οἱ ἁπλοί λογισμοί γίνονται σύνθετοι καί στήν συνέχεια συλλαμβάνεται ἡ ἐπιθυμία πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρτίας[2].
      Ὁ Γέροντας ἔλεγε: «ὅτι πρέπει νά ξεμπαζώσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τά πάθη[3]. Ὅσο καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο ἡ θεία χάρη ἐνεργεῖ. Αὐτά εἶναι ἀνάλογα. Ὅταν καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη ὁ ἄνθρωπος, βλέπει καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βλέπει νά πραγματοποιοῦνται καί ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός[4]».
Κάθε ἁμαρτία ἔχει ἀρχή τόν λογισμό, ἀλλά καί οἱ φιλονικεῖες, οἱ στενοχώριες καί τά ψυχολογικά προβλήματα.
      Ἕνας ἄσχημος λογισμός μπορεῖ να σοῦ δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Θά σταθῶ σέ μιά δική μου ἐμπειρία.
      «Ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας μου, μοῦ εἶχε δώσει εὐλογία ἕναν Σταυρό πού εἶχε ἕνα κομματάκι ἀπό τόν Τίμιο Ξύλο. Λόγω τῆς ἀπροσεξίας μου τό ἔχασα. Ἀπό τότε δέν σταματοῦσα νά τό ζητάω ἀπό τήν Παναγία μας. Ὅταν γιά πρώτη φορά ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα, τό 1975, στόν τίμιο Σταυρό[5], μόλις μέ εἶδε μοῦ εἶπε: «Τί ζητᾶς ἐπίπονα ἀπό τήν Παναγία μας»;
- Γέροντα τοῦ ἀπάντησα, ἐγώ σέ ὅ,τι δυσκολεύομαι τήν Παναγία φωνάζω.
- Ὑπάρχει κάτι πού τό ζητᾶς συνέχεια, φθάνεις σέ σημεῖο νά τῆς τραβᾶς καί τό φουστάνι της, σάν τά μικρά παιδιά πού ζητοῦν κάτι ἀπό τήν μάννα τους, βρέ παιδάκι μου θά τῆς τό σχίσεις καί χαμογελοῦσε.
- Γέροντα δέν μπορῶ νά θυμηθῶ κάτι. Τότε ξεκουμπώνει τό ζωστικό του καί βγάζει τόν ξύλινο Σταυρό πού φοροῦσε. Νά, αὐτό τῆς ζητᾶς, πάρτο γιά νά σέ φυλάει. Μόνο νά μήν τό πεῖς σέ κανέναν γιατί θά ἔρθουν καί θά μοῦ ζητοῦν καί θά ἔρθω σέ δύσκολη θέση. Τό πῆρα μέ πολλή χαρά καί μάλιστα ἔβαλα καί γερό σχοινί καί τό ἔκανα κόμπο κοντά στό λαιμό γιά νά μήν μοῦ φύγει. Ὅταν μετά ἀπό χρονια ἔκανα μπάνιο στήν θαλασσα, κάποια στιγμή τόν κοιτοῦσα, καί μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός: «Εἶδες τί ἔχεις ἐσύ;» Δέχθηκα τόν λογισμό καί ὁ Σταυρός ἔφυγε ἀπό ἐπάνω μου ἔπεσε στήν θάλασσα καί ἐξαφανίσθηκε! Προσπάθεια πολλές ἡμέρες γιά νά τό βρῶ ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα.
      Πόσο δίκαιο εἶχε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης πού ἔλεγε: «ἐν τῷ λογισμῷ ἀχρειούμεθα ἤ βελτιούμεθα!»
*****
Ὁ λογισμός

      Μία ἄλλη φορά, ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στόν τίμιο Σταυρό. Μέ δέχθηκε, μοῦ πρόσφερε τήν ἀγάπη του. Φεύγοντας γυρίζω ἀπότομα καί ἄρχιζα νά φωνάζω: «Γέροντα εἶμαι δαιμονισμένος, σῶσε με», καί ἔτρεχα πρός τό κελλί τοῦ Γέροντα. Ὁ Γέροντας μέ ἀγκάλιασε μοῦ ἔβαλε τό χέρι του στό κεφάλι μου, καί μοῦ λέγει: «Ἐάν ἤξερες τί βλέπω ἐπάνω στό κεφάλι σου, δέν θά ἔλεγες αὐτά πού εἶπες. Εἶναι τοῦ πειρασμοῦ». Καί σηκώνοντας ὁ Γέροντας τό χέρι του ἀπό τό κεφάλι μου μοῦ ἔφευγε καί ὁ λογισμός, σάν ἕνα μεγάλο βάρος.
      Σχόλιο
      Γιά τόν λογισμό ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἔλεγε: «Νεκρούς μή φοβοῦ, δέν εἶναι πράγματα καί ἀλήθειες, ἀλλά τῆς φαντασίας παίγνια καί διαβόλου λόγια. Ἐάν ἀντισταθῆ τινάς εἰς αὐτούς εὐθύς διασκορπίζονται…[6]». Δηλαδή εἶναι εἶναι λόγια τῶν δαιμόνων στά ὁποῖα μέ τήν φαντασία τά ζωγραφίζει καί τά κάνει πιό ἑλκυστικά μέ σκοπό νά παρασύρουν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία, νά τοῦ δημιουργήσουν προβλήματα καί ἀρρώστειες.
      Σέ ἕνα τροπάριο τοῦ Θεοτοκαρίου ἀναφέρεται γιά τούς λογισμούς: «Νέφος ἀστάτων λογισμῶν, ἐπιπεσόν τῇ ἀθλία ψυχῆ μου, ἐκταράττει καί δεινῶς συνέχει με, καί σκοτοῖ καί θλίβει πανύμνητε· ἀλλ’ ἡ Χριστόν ἥλιον κυήσασα, διάλυσον τοῦτο, καί οἴκτῳ τῷ σῷ με Κόρη διαφύλαξον[7]».
      Πρέπει νά εἴμαστε πολλοί προσεκτικοί νά ἐλέγχομε κάθε λογισμό ἰδιαίτερα αὐτόν πού προκαλεῖ σύγχυση, θλίψη, ἄγχος γιατί εἶναι τοῦ διαβόλου. Γιά νά τόν παραχωρεῖ ὁ Θεός κάποιος λόγος ὑπάρχει. Ἤ νά μᾶς μάθει πώς νά τόν ἀντιμετωπίζουμε, καί ἡ καλύτερη καί ἀποτελεσματικότερη ἀντιμετωπιση εἶναι ἡ ἀδιαφορία. Καμμία συζήτηση μαζί του ἔστω κι’ ἄν φαίνεται σάν καλός. Ἤ μέσω αὐτοῦ να ἐρευνοῦμε σέ ποιά πάθη εἴμαστε αἰχμαλωτισμένοι καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά τά πολεμήσουμε. Πηγή τῶν λογισμῶν εἶναι τά πάθη πού τά κινοῦν εἰδικοί δαίμονες, ἡ κακή μας ἐσωτερική κατάσταση, ἀδυναμίες μας καί οἱ ἐλλείψεις μας.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τά βλέπει ὅλα μέ καλούς λογισμούς, ἐξαγνίζεται καί χαριτώνεται ἀπό τόν Θεό. Μέ τούς ἀριστερούς λογισμούς κατακρίνει καί ἀδικεῖ τούς ἄλλους. Ἐμποδίζει τήν Θεία χάρη νά ἔρθει, καί ἔρχεται ὁ διάβολος καί τόν ἁλωνίζει[8]
*****
Μαρία

      Μία νέα ἀρραβωνιασμένη ἔπαθε ἰνομυώματα στά γεννητικά της ὄργανα καί τῆς ἀφαιρέθηκε ἡ μία σάλπιγγα. Ἡ στενοχώρια ὅλων τῶν συγγενῶν ἦταν μεγάλη. Τότε ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα καί τοῦ εἶπα γιά τό γεγονός πού συνέβη. Τότε ὁ Γέροντας μέ καθησύχασε λέγοντάς μου: «Μήν ἀνησυχεῖτε, νά πεῖς στήν κοπέλλα ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλά καί θά ἀποκτήσει καί δύο παιδιά», ὅπως πραγματικά καί ἔγινε. Ἡ προόραση τοῦ Γέροντα πραγματοποιήθηκε.
*****
Οἱ ἐξετάσεις τοῦ αἵματος

      Ἡ μεγαλύτερη ἀρετή γιά τόν ἀγαπημένο μου ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο εἶναι ἡ διάκριση[9], τήν ὁποία ἡ θεία χάρης στόλισε τόν Γέροντα. Σέ μία ἐξέταση τοῦ αἵματος πολύ στενοῦ συγγενικοῦ μου προσώπου ὅταν πῆγα νά πάρω τά ἀποτελέσματα, ὁ γιατρός μοῦ εἶπε ὅτι ἡ κατάσταση εἶναι πολύ σοβαρή καί δύσκολη. Ἡ γῆ «ἄνοιξε» καί μέ «κατάπιε», ἡ ἀγωνία στό ἀποκορύφωμα. Ἔφυγα ἐπειγόντως γιά τό Ἅγιο Ὄρος καί συνάντησα τόν Γέροντα. Τοῦ εἶπα γιά τά δυσάρεστα ἀποτελέσματα καί ἡ ἀπάντηση ἦρθε: «Ὁ γιατρός ἔκανε λάθος στά μπουκάλια αἵματος, οἱ ἐξετάσεις αὐτές ἀνήκουν σέ ἄλλο πρόσωπο. Μίλησε στό γιατρό νά τό ἐπαναξετάσει τό θέμα».
Πράγματι ἐπέστρεψα καί εἶπα στόν γιατρό νά κάνει ἔρευνα γιά τίς ἐξετάσεις καί ἄν χρειασθεῖ νά ξαναπάρει αἷμα καί νά γίνουν ἀπό τήν ἀρχή πάλι οἱ ἐξετάσεις.
      Μετά ἀπό λίγη ὥρα μοῦ τηλεφώνησε ὁ γιατρός καί μοῦ ἐπιβεβαίωσε ὅτι πράγματι ἔγινε λάθος καί μοῦ ζήτησε συγνώμη. Ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Γέροντα, ἐπαληθεύθηκε.
*****
Ὁ διάβολος

      Σέ κάποια ἄλλη στιγμή ἤμουν στήν Ἱ. Μονή Ἰβήρων. Σηκώθηκα τό βράδυ γιά μιά σωματική ἀνάγκη. Στό δρόμο προσευχόμουν. Ξαφνικά βλέπω ἐμπρός μία μαύρη ψηλή σκιά νά ἔρχεται πρός τό μέρος μου ἀπειλητικά. Μοῦ «κόπηκε τό αἷμα», ἀπό τόν φόβο μου. Μόλις καί μετά βίας πρόλαβα καί τραυλίζοντας εἶπα: «Κύυυριε Ἰηηησοῦ….», καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἡ σκιά. Ποῦ μετά νά κοιμηθῶ. Περίμενα νά φέξει ὁ Θεός τήν ἡμέρα καί νά πάω τρέχοντας στόν Γέροντα. Μόλις τόν εἶδα τόν ἀγκάλιασα τρέμοντας ἀπό τόν φόβο. «Γιά κοίταξε, λέγει, ἕναν Ἡπειρώτη φοβι-τσιάρη, σάν γύφτος τρέμει». Ἦρθε ἕνα μικρό ταγκαλάκι καί τόν σκούντισε καί αὐτός τό ἔβαλε στά πόδια. Ποῦ νά ἔβλεπε καί τά μεγαλύτερα πού ἔρχονται τά βράδια στό κελλί καί μέ κτυποῦν, μάχες γίνονται»!
Παίρνοντας τό χέρι του ἀπό τό κεφάλι μου μαζί μοῦ ἔπαιρνε καί τόν φόβο καί τήν ἀγωνία καί μία γλυκειά εἰρήνη ἔνιωσα μέσα μου. Τό μόνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι: «Δόξα νά ἔχεις Θεέ μου γιά τήν ἀγάπη Σου, πού δέν ἔχει ὅρια, πού δείχνεις γιά ἕνα δημιούργημα πού τόσες φορές σέ ξανασταύρωσε μέ τά ἔργα, τά λόγια, τίς σκέψεις».
      Θά ἦταν καί ἀχαριστία μου νά μήν εὐχαριστήσω καί τόν πιστό Του δοῦλο, τόν Γέροντα Παΐσιο, πού τόσους ἀγῶνες ἔκανε γιά τήν ἀγάπη Του, καί ποῦ μᾶς τόν ἔστειλε γιά παρηγοριά καί βοήθεια, «τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσε ὁ Κύριος» ψέλνει ὁ Προφητάναξ Δαβίδ.
*****
Τό κομποσχοίνι

      Σέ μία ἀπό τίς τελευταῖες μου ἐπισκέψεις στόν Γέροντα, ὅταν πῆγα στήν Παναγούδα ὁ Γέροντας μιλοῦσε μέ κάποιον κι’ ἐγώ κάθισα περίπου 20 μέτρα πιό πέρα. Ὁ Γέροντας ἐνῶ μιλοῦσε προσευχόταν μέ τό κομποσχοίνι του πού ἦταν διπλωμένο καί φαινόταν σάν 100άρι. Μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός νά τοῦ τό ζητήσω καί νά τοῦ δώσω τό δικό μου, γιά νά τό ἔχω ὡς εὐλογία. Ἀμέσως ὁ Γέροντας μέ κοίταξε καί μοῦ εἶπε: «Αὐτό πού σκέφτεσαι δέν γίνεται, γιατί τό δικό μου εἶναι 300άρι καί τό δικό σου 100άρι. Τήν ἑπομένη ἡμέρα πρίν πάω στό κελλί τοῦ Γέροντα πῆγα στίς Καρυές καί ἀγόρασα ἕνα 300άρι κομποσχοίνι. Ὁ Γέροντας ἦταν μόνος του, ἔβγαλα τό κοσμποσχοίνι πού ἀγόρασα καί τό ἔδειχνα κουνώντας το στόν Γέροντα.
Ὁ Γέρονταςμέ λυπηρό ὕφος μοῦ λέγει: «Ἄν ἤξερες τί μοῦ ζητᾶς δέν θά μοῦ τό ζητοῦσες». Θά προτιμοῦσα μέ ἕνα ξύλο νά μέ κτυποῦσες δυνατά στό κεφάλι παρά νά ἀκούσω τά θλιμένα λόγια του. «Ἄς εἶναι μοῦ εἶπε, πάρτο νά μέ θυμᾶσαι». Γεμᾶτος χαρά τό πῆρα, ἀλλά μέ προβλημάτισαν τά λόγια του.
      Δέν γνώριζα ὅτι οἱ Γέροντες στό τέλος τῆς ζωῆς των ἀφήνουν ὡς εὐλογία τό κοσμποσχοίνι των στό πνευματικό τους παιδί. Γι’ αὐτό μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι δέν γνωρίζω τί τοῦ ζητῶ, κι’ αὐτό ἦταν τοῦ παπα – Τύχωνα, τοῦ πνευματικοῦ του.
- Γέροντα, ποιά σημασία έχει το κομποσχοίνι;
- «Τό κομποσχοίνι εἶναι μιά κληρονομιά, μιά εὐλογία, πού μᾶς ἔχουν ἀφήσει οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Καί μόνο γι’ αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία».
      Τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου Γέροντα κάνει θαύματα.
      Μιά ἡμέρα μέ πῆρε τηλέφωνο μιά πολύ οἰκογενειακή μας φίλη καί μοῦ εἶπε ὅτι ἔπεσε και κτύπησε στόν ἀστράγαλο καί ὁ γιατρός τῆς εἶπε μᾶλλον θά χρειασθεῖ ἐγχείρηση. Παίρνω τό κομποσχοίνι πηγαίνω στό σπίτι της, ἦταν πρησμένο και πονοῦσε πάρα πολύ. Ἐπικαλέστηκα τόν Γέροντα καί σταύρωσα τό κτυπημένο πόδι της. Μετά ἀπό λίγο μέ πῆρε τηλέφωνο καί μοῦ εἶπε ὅτι τό πρήσιμο ἔφυγε καθώς καί ὁ πόνος. Ὅταν πῆγε στό γιατρό τῆς ἔβγαλε ἀκτινογραφία καί τό πόδι της ἦταν σέ ἄριστη κατάσταση.
      Ἕνας φίλος μου ἀπό ἄλλη πόλη ἦρθε νά μέ δεῖ. Εἶχε κάνει ἐγχείρηση ἀνοικτῆς καρδιᾶς. Πρίν μέ ἀποχαιρετήσει μοῦ εἶπε ὅτι αἰσθάνεται ἕνα βάρος καί πόνο στό στῆθος. Παίρνω ἀμέσως τό κομποσχοίνι καί ἐπικαλέστηκα τήν βοήθεια τοῦ Ὁσίου καί τόν σταύρωσα στό στῆθος. Ἀμέσως αἰσθάνθηκε μία γλυκειά δροσιά στό στῆθος καί ἔφυγε τό βάρος καί ὁ πόνος. Νά εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός ὁ ὁποῖος διά τῶν ἁγίων Του μᾶς ἐπισκέπτεται καί μᾶς θεραπεύει.
*****
Τά ἅγια Λείψανα

      Ἐπισκεπτόμενος τόν Γέροντα μετά ἀπό τήν συζήτηση, μοῦ λέγει: «Ἐσύ ἔχεις γιατρούς στό σπίτι σου γιατί τούς περιφρονεῖς;»
      «Ποιοί εἶναι οἱ γιατροί πού ἔχω τοῦ ἀπήντησα».
      «Στό σπίτι σου ἔχεις δύο δωμάτια. Τά ἅγια Λείψανα, (τά ὁποῖα μοῦ τά ἔδωσε ὁ μακαρίτης μοναχός ἀδελφός μου), γιατί τά ἔχεις ἐκεῖ πού κοιμᾶσθε; Νά τά μεταφέρεις στό ἄλλο δωμάτιο καί νά τούς ἀνάβεις κανδυλάκι συνέχεια. Ἐάν τά εὐλαβεῖσαι τούς ἁγίους θά συμβαίνουν δύο πράγματα: Ὅποιος ἔχει πρόβλημα ὑγείας θά τόν σταυρώνεις μέ τό λαδάκι καί ἤ θά γίνεται καλά ἤ ὁ γιατρός θά κάνει σωστή διάγνωση».
      Ἐπιστρέφοντας στά Γιάννινα τό εἶπα στήν σύζυγο, ἐξομολογηθήκαμε κοινωνήσαμε καί τά μεταφέραμε στό ἄλλο δωμάτιο.
Ἐνῶ καθόμασταν ἔξω ἀπό τό σπίτι, μία ἄρρητη εὐωδία αἰσθανθήκαμε ὅλοι. Τί ὡραῖο θυμίαμα! εἴπαμε. Νά ρωτήσουμε ἀπό πού τό προμηθεύτηκαν νά πᾶμε νά τό ἀγοράσουμε
Μπαίνοντας μέσα στό σπίτι διεπίστωσα ὅτι ἡ ἄρρητη εὐωδία ἔβγαινε ἀπό τά ἅγια Λείψανα.
      Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα ἀπό τότε συμβαίνει ὅ, τι μοῦ εἶχε πεῖ. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».
*****
Τόπροορατικό του χάρισμα

      Ἦταν καλοκαίρι ἐγώ μέ τόν μεγάλο μου γυιό καί ὁ κουμπάρος μου ἀπό τήν Γερμανία μέ τόν μεγάλο του γυιό πήγαμε νά δοῦμε καί νά πάρουμε τήν εὐχή του. Σκεφθήκαμε τί νά τοῦ προσφέρουμε; Ἀποφασίσαμε νά πάρουμε ἕνα κρύο καρπούζι στίς Καρυές γιά νά δροσιστοῦμε ὅλοι. Κατεβήκαμε στήν Παναγούδα, συναντήσαμε τόν Γέροντα πού ἦταν μόνος. Βγάλαμε τό καρπούζι καί εἶπα στόν κουμάρο μου νά τό τεμαχίσει σέ πέντε κομμάτια.
      Ἐπεμβαίνει ὁ Γέροντας καί μᾶς λέει ὄχι σέ πέντε ἀλλά σέ ὀκτώ κομμάτια. Ἀπορήσαμε, ἀλλά περιμέναμε νά δοῦμε τί θά γίνει.
      Σέ λίγη ὥρα ἀκούσαμε βήματα καί ἦταν ἄλλοι τρεῖς πού ἐρχόταν νά δοῦνε τόν Γέροντα. Ἔτσι μᾶς λύθηκε ἡ ἀπορία. Ὁ Γέροντας «ἔβλεπε» τόν ἐρχομό τῶν τριῶν προσκυνητῶν καί ἤθελε νά μοιρασθοῦμε ὅλοι τό καρπούζι.
      Θαυμάσαμε τό προορατικό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος ἀλλά καί τήν ἀγάπη του γιά τόυς συνανθρώπους του, πάντοτε ἤθελε νά προσφέρει δέν κρατοῦσε τίποτε γιά τον ἐαυτό του

      Στήν Παιδαγωγική Ἀκαδημία πού ἐργαζόμουν κάποτε μιλήσαμε γιά τήν ὕπαρξη χαρισματικῶν μοναχῶν ἐάν ὑπάρχουν στό Ἅγιο Ὄρος σήμερα. Τούς ἀπάντησα ὅτι πάντοτε ὑπῆρχαν καί θά ὑπάρχουν χαρισματικοί γέροντες μέ τήν διαφορά λόγω τῆς ταπεινώσεώς των «κρύβονται». Μερικοί καθηγητές ἔφεραν τίς ἀντιρρήσεις των. Εἶπα σέ κάποιον πού τοῦ εἶχα τό θάρρος: «Θέλεις ὅταν θά πάω στό Ἅγιο Ὄρος νά πᾶμε μαζί;»
Ἡ ἀπάντησή του ἦταν θετική.
Συνενοηθήκαμε καί ἀποφασίσαμε νά πάμε. Θά πάρω καί τόν γυιό μου, τόν Ἀποστόλη, μοῦ εἶπε.
      Πράγματι φθάνοντας στήν Παναγούδα καί πρίν πλησιάσουμε τόν Γέροντα ὁ ὁποῖος μόλις μᾶς εἶδε ἐφώναξε: «Καλῶς τόν Ἀποστόλη ἀπό τά Γιάννενα».
Γυρίζει ὁ πατέρας του καί μοῦ λέει: «Τί ἦταν αὐτό; Πώ πώ!».
      Ἀκόμη εἴμαστε στήν ἀρχή, τοῦ εἶπα, νά προσέχεις τά λόγια τοῦ Γέροντα καί θά ἀκούσεις πολλά, θαυμάσια.
*****
Ἡ δοξολογία

      Σέ ὅλες τίς ἐπισκέψεις πού ἔκανα στόν Γέροντα μέ ἐντυπωσίασε τό «δόξα σοι ὁ Θεός» δέν ἔφευγε ἀπό τά χείλη του. Αὐτό ἔβγαινε ἀπό τήν καρδιά του, ἀκόμη και ὅταν συνομιλοῦσε.
      Ὅταν ἐμπιστευόμαστε τήν ζωή μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τότε εἴμαστε τά φιλότιμα[10] παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπιστοσύνη ἕλκει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος κατευθύνει τά πράγματα ἔτσι ὥστε νά λύνονται ὅλα τά προβλήματα κατά τόν καλύτερο τρόπο, τήν ὥσρα πού πρέπει. Ἀπό τήν ἀκράδαντη ἐμπιστοσύνη στήν θεία Πρόνοια πηγάζει καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
      Στήν δοξολογία ὑπάρχει και μετάνοια, ἡ ὁποία, ἐπειδή ἔχει ταπείνωση, φέρνει θεία παρηγοριά. Τό «δόξα σοι ὁ Θεός «σημαίνει» συγχώρεσε, Θεέ μου τις ἁμαρτίες μου γιά νά σέ δοξολογῶ ὅπως Σέ δοξολογοῦν οἱ Ἄγγελοι.
      -«Δόξα σοι ὁ Θεός» θά πεῖ «νά γίνει γνωστός ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους». Βλέπεις καί ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Χριστός: «Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς…καί νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ», «Ἐγώ Πατέρα, Σέ ἔκανα γνωστό ἐπί τῆς γῆς, κάνε με γνωστό κι Ἐσύ, γιά νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι».
      Τό «δόξα σοι ὁ Θεός» νά μή λείπει ποτέ ἀπό τά χείλη σας. Ἐγώ, ὅταν πονάω, τό «δόξα σοι ὁ Θεός» τό ἔχω γιά χάπι τοῦ πόνου∙τίποτε ἄλλο δέν μέ πιάνει. Τό «δόξα σοι ὁ Θεός» εἶναι ἀνώτερο καί ἀπό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἔλεγε ὁ παπα- Τύχων: «Τό Κύριε ἐλέησον» ἔχει ἑκατό δραχμές, τό «δόξα σοι ὁ Θεός» ἔχει χίλιες δραχμές εἶναι δηλαδή πολύ πιό ἀκριβό». Ἤθελε νά πεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπό ἀνάγκη, ἐνώ δοξολογεῖ τόν Θεό ἀπό φιλότιμο, καί αὐτό ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Συνιστοῦσε μάλιστα νά λέμε τό «δόξα σοι ὁ Θεός», ὄχι μόνον ὅταν εἴμαστε καλά, ἀλλά καί ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατί καί τίς δοκιμασίες τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά φάρμακα ταῆς ψυχῆς.
      Ἔτσι ὁ Θεός μᾶς δίνει πολλές εὐλογίες[11]».
*****
Ὁ μετεωρισμός κατά τήν προσευχή

      Μέ προβληματίζει στήν πνευματική μου ζωή ὁ διασκορπισμός τοῦ νοῦ μου κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς δηλ. ὁ μετεωρισμός. Γι’ αὐτό σέ μία ἐπίσκεψη ρώτησα τόν Γέροντα γιά τόν προβληματισμό μου πῶς θά συγκρατῶ τόν νοῦ μου.
      Καί ὁ Γέροντας μοῦ ἀπάντησε: «Πρίν ἀπό τήν προσευχή νά διαβάζεις κάτι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἤ τό Γεροντικό ἤ ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Ἔτσι θά καπακώνονται οἱ μέριμνες καί ὁ νοῦς μεταφέρεται σέ θεῖο χῶρο. Θά κατανυγεῖς καί θά παρακινηθεῖς στήν προσευχή. Ἡ καρδιά θερμαίνεται καί ὁ νοῦς παρακολουθεῖ τά λόγια τῆς προσευχῆς».
      Σχόλιο
      «Εἶναι δύσκολο νά χαλιναγωγήσει κανείς τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος τρέχει μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα, πρέπει νά τόν πᾶς κοντά στούς πονεμένους, στούς ἄρρωστους, στούς ἐγκαταλελειμμένους, στούς κεκοιμημένους ἐκεῖ πού ὑπάρχει πόνος, Νά προσπαθεῖς νά κάνεις τόν πόνο τοῦ ἄλλου δικός σου καί ἔτσι ὁ νοῦς δέν θά φεύγει ἀπό ἐκεῖ. Ἐπίσης νά θυμᾶσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τήν δική σου ἀχαριστία καί ὁ νοῦς θερμαίνεται καί παρακολουθεῖ τά νοήματα τῆς προσευχῆς».
      «Τό ὅτι ὁ νοῦς ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα προσευχῆς φεύγει ἀπό τήν καρδιά, χάνει τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί μετεωρίζεται δηλαδή περιπλανιέται καί ρεμβάζει, φανερώνει ἀδυναμία αὐτοσυγκεντρώσεως καί ὑποσυνείδητα ἔχει ἀδιαφορία γιά τήν προσευχή. Ἡ ψυχή κατά βάθος δέν ἐκτιμᾶ τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί δέν τήν αἰσθάνεται τόσο ὡς ἀνάγκη. Βιάζεται, λοιπόν νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτήν τό συντομότερο κάνοντάς την ὅπως ὅπως.
      Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», καί ἄλλες σύντομες προσευχές γεννοῦν στήν καρδιά αἰσθήματα θεῖα, μέ τά ὁποῖα δεσμεύεται ἡ προσοχή, παραμένοντας στήν μνήμη τοῦ Κυρίου[12]».

      Γέροντα πῶς νά προσεύχομαι μέ κομποσχοίνι; «Τό κομποσχοίνι ἔχει μεγάλη δύναμη· εἶναι τό ὅπλο μας καί οἱ κόμποι εἶναι οἱ σφαῖρες, μέ τίς ὁποῖες θεριζονται τά ταγκαλάκια. Θά κάνεις τρία κομποσχοίνια στόν Κύριο καί ἕνα στήν Παναγία μας».
*****
Ἡ μπλούζα

      Σέ μία ἐπίσκεψή μου πῆρα μαζί μου και τον μεγάλο μου γυιό νά πάρει τήν εὐχή τοῦ Γέροντα.
Μᾶς δέχτηκε μέ πολύ ἀγάπη μᾶς κέρασε καί μιλοῦσε μέ τόν μικρό. Σέ μιά στιγμή κάποιος μοναχός τοῦ ἔφερε ἕνα δέμα. Τό ἀνοίγει καί περιεῖχε μία μάλλινη μπλούζα μαύρη πολύ χονδρή ἀπό τήν Ἀμερική.
Ἀμέσως τήν ἔδωσε στό παιδί, πάρτην τοῦ εἶπε. Ἐγώ ἀντέδρασα, ὄχι Γέροντα ἐσεῖς τήν ἔχετε ἀνάγκη ἐμεῖς πρῶτα ὁ Θεός αὔριο φεύγουμε.
Πάρτην παιδί μου γιατί θά σοῦ χρειασθεῖ, εἶσαι ἀνυπάκουος μοῦ λέει. Τελικά τήν πῆρα καί τήν ἔβαλα στό σακκίδιο.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα φθάνοντας στήν Δάφνη μᾶς πιάνει ἕνα ἀνεμόβρεχο πού πρώτη φορά συνάντησα στήν ζωή μου, μᾶς κτυποῦσε ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Ἐγώ γιά νά προφυλάξω τό παιδί ἔβγαλα τό σακκάκι μου καί κουκούλουσα τό παιδί νά μήν βραχεῖ.
Μπαίνοντας στό καράβι διεπίστωσα ὅτι τό παιδί εἶχε βραχεῖ. Σκέφθηκα γιά νά φθάσουμε στό σπίτι χρειαζόταν πάρα πολλές ὧρες καί τό παιδί θά ἔμεινε ἔτσι σκέφθηκα καί θά κρυώσει.
Τότε μοῦ ἦρθε στόν νοῦ μου τά λόγια τοῦ Γέροντα: «πάρτην θά σοῦ χρειασθεῖ». Ἔβγαλα τά βρεγμένα ροῦχα του καί τοῦ φόρεσα τήν μπλούζα τοῦ Γέροντα πού τοῦ ἐρχόταν μέχρι τούς ἀστραγάλους. Ἔτσι μπορέσαμε καί φθάσαμε στό σπίτι τήν ἐπομένη ἡμέρα.
      Σχόλιο
      Βλέπομε στήν ἐνέργεια αὐτή τοῦ Γέροντα τήν ἀνυπόκριτη καί θυσιαστική ἀγάπη του πού ἔδωσε τήν μπλούζα πού τόσο ἀνάγκη εἶχε λόγω τῆς ἀρρώστειας του σέ ἕνα παιδάκι πού θά ἐρχόταν σέ δυσκολία σέ κάποια ὥρα. Γιά νά ἀναπαύσει τόν συνάνθρωπό του προτίμησε νά στερήσει τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό ἡ πνευματική ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἁγνή, ἡ ἀκριβή ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἀθάνατη καί μένει «εἰς αἰώνας αἰώνων».
*****
Ὁ κατάσκοπος

      Ὁ Γέροντας μοῦ εἶχε ὑποδείξει δύο μέρη ὅταν δέν τόν εὕρισκα στό καλύβι. Σ’ αὐτά τά μέρη τό ἕνα ἦταν ἕνα γειτονικό κελλί καί τό ἄλλο μέρος ἦταν μέ πολλούς θάμνους ὅπου πήγαινε νά προσευχεῖ καί νά πάρει δυνάμεις γιά τήν συνέχεια. Ἐκεῖ στούς θάμνους τόν συνάντησα. Βλέποντάς τον νά εἶναι σέ «ἔξαλλη» κατάσταση. Μοῦ λέει: «ἀκοῦς ἐκεῖ ἡ Τουρκική ἀντικατασκοπεία «Μίτ» νά μοῦ στείλει ἄνθρωπό τους γιά νά πληροφορηθεῖ ἐάν ἐγώ εἶπα ὅτι τό 1/3 τῶν Τούρκων θά σκοτωθεῖ, τό 1/3 θά πάει ἀπό ἐκεῖ πού ἦρθαν καί τό ἄλλο 1/3 θά γίνουν χριστιανοί.
Μοῦ παρουσιάστηκε σάν Γερμανός μηχανικός, ὁ ὁποῖος γνώριζε καί Ἑλληνικά. Τότε φώναξα ἕναν μοναχό πού γνώριζε Γερμανικά καί τοῦ εἶπα: «Πάτερ ὅ, τι σοῦ λέει ὁ κύριος νά μοῦ τά λές ἀργά γιά νά τά καταλαβαίνω».
      Ὁ Γέροντας στήν ἐρώτησή του γιά την κατάσταση τοῦ Τουρκικοῦ λαοῦ τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶπα κάτι δικό μου, αὐτό τό εἶπαν οἱ πατέρες μας καί θά γίνει ὅπως εἶπαν. Κρίμα πού εἶσαι σάν μία μύγα ἐπάνω στίς κοπριές». Ἦταν ἀβάπτιστος.
*****
Γιά τήν Κωνσταντινούπολη

      Τό 1992 ἦταν ἡ τελευταία φορά πού τόν συνάντησα, καί μοῦ εἶπε νά πᾶμε στό ἐκκλησάκι νά προσκυνήσω τίς εἰκόνες καί μέ ἔβαλε στό δωμάτιό του. Ὁ Γέροντας καθόταν σταυροπόδι ἐπάνω στό κρεββάτι.
Ὅταν σηκώθηκα νά τοῦ δώσω μία εὐλογία, εἶχα προμηθευτεῖ καί ἕνα εἰδικό μικρό μαγνητόφωνο ἑνός φίλου μου, μέ τό ὁποῖο σκόπευα νά τόν μαγνητοφωνήσω. Μοῦ λέει: «Φέρε μου αὐτό τό μαγνητόφωνο πού ἔχεις στό κάτω μέρος τοῦ σακκιδίου σου».
Τίνος εἶναι;
Εἶναι τοῦ Βαγγέλη τοῦ εἶπα, πού ἦταν πολύ γνωστός στόν Γέροντα.
Τό κράτησε καί μοῦ εἶπε, πολύ ὡραῖο ἀλλά δέν θά λειτουργοῦσε γιατί τό ἔκανες χωρίς εὐλογία.
Εὐλόγησον τοῦ εἶπα καί ἀρχίσαμε νά συζητοῦμε.
Βρέ Γέροντα, τοῦ λέω, τί θά γίνει μέ τό θέμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως πότε θά τήν πάρουμε;
      «Τό θέμα θά ἀρχίσει ἀπό ἕνα πρόβλημα στήν Θράκη τό ὁποῖο δέν θά λύνεται μέ διπλωματικά μέσα. Τότε θά ἐπέμβουν οἱ Τοῦρκοι ἐναντίον μας. Μετά ἀπό τήν κίνηση τῆς ἐπέμβάσεως τῆς Τουρκίας θά κατέβουν οἱ Ρῶσοι καί πολεμήσουν μέ τούς Τούρκους. Ἐμεῖς θά φθάσουμε μέχρι τό σημεῖο τῆς γενικῆς ἐπιστρατεύσεως καί αὐτό χάριν τῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν καί τῶν μικρῶν παιδιῶν. Τότε θά ἐπέμβουν καί οἱ «δῆθεν φίλοι μας οἱ Εὐρωπαῖοι» καί μέ τά χέρια του ἔκανε τό σημεῖο τῶν εἰσαγωγικῶν, μέ τήν πρόφαση ὅτι ἐπεμβαίνουν σέ χώρα μέλους τῆς Εὐρώπης καί θά ἐπέμβουν, ὄχι νά βοηθήσουν ἐμᾶς ἀλλά γιά νά πάρουν μερίδιο ἀπό τά πετρέλαια καί τό φυσικό ἀέριο. Αὐτοί δέν πλήρωσαν γιά τά ἐγκλήματα πού ἔκαναν, τότε θά λειτουργήσει γι’ αὐτούς ὁ πνευματικός νόμος. Καί ἐκεῖ θά γίνει ἡ μεγάλη σφαγή. Πού εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός θά πλέει τρίχρονο δαμάλι στό αἷμα πού θά χυθεῖ. Τότε θά μᾶς ἐπιστραφοῦν ὅλα τά μέρη πού μᾶς πῆραν. Καί ἡ Πόλη θά μᾶς δοθεῖ γιατί ἔτσι συμφέρει στίς μεγάλες δυνάμεις. Δέν θά τήν πάρουμε ἀλλά θά μᾶς τήν δώσουν. Αὐτό θά γίνει ἐπί τῶν ἡμερῶν σου, ἐσύ θά τά δεῖς, ἐγώ δέν θά ζῶ».

      Ἐκεῖ εἶδα στό παράφυρό του εἶχε σκεπασμένο τό πολύ λιτό γεῦμα του πού ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα καί ἀποτελεῖτο ἀπό μισή ντομάτα, μεσαίου μεγέθους, τρεῖς ἐληές καί μισή φέτα ψωμί.
      Σχόλιο
      «Διά δέ τό φαγητό δέν ἀναφέρω, διότι αὐτό θά τό ρυθμίσετε ἀνάλογα μέ τήν ἀντοχή σας. Τό μόνο θά πρέπει νά μήν φθάνει κανείς σέ σημεῖο ζάλης, ὅταν δέν ὑπάρχει πόλεμος (πνευματικός), γιά νά ἔχει διαύγεια νά πολεμᾶ καλύτερα, διότι ἡ πάλη γίνεται μέ λογισμούς καί χρειάζεται ὁ νοῦς νά βοηθιέται στίς ἀρχές τῆς πνευματικῆς ζωῆς, διά νά βροῦμε τήν ἀλήθεια. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος βρεῖ τήν ἀλήθεια, τόν Χριστό, ἡ λογική δέν τοῦ χρειάζεται πλέον. Τό ἴδιο καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχώρησει, δέν τοῦ χρειάζεται τέτοια διαύγεια πού ἀναφέρω νά ἐπιδιώκετε, διότι βγαίνει πλέον ἀπό τόν ἑαυτό του καί κινεῖται ἔξω ἀπό τήν ἕλξη τῆς γῆς καί φωτίζεται ὄχι ἀπό τόν αἰσθητόν ἥλιο, ἀπό δημιούργημα, ἀλλά ἀπό τόν Δημιουργό».
==============================================================================
Ὁ Παναγιωτάκης

      Ὁ Γέροντας πῆρε τόν μικρό Παναγιώτη ἀπό τήν Κόνιτσα νά τόν μάθει τήν τέχνη τοῦ ἐπιπλοποιοῦ, τόν ὁποῖο σέ κάποια στιγμή τόν εἶχε «Γέροντα». Πάντα τόν ρωτοῦσε ἐάν θά κάνουν κάποια ἐργασία.
Μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς περιστατικά ἀπό τή διαμονή του στήν Ἱ. Μονή Στομίου κοντά στον Γέροντα:
      Μιά βραδιά μᾶς ἐπισκέφθηκαν τρεῖς Φιλανδοί, ὁ ἕνας ἦταν καί πολύ ψηλός στό ἀνάστημα. Τούς κέρασε ὁ Γέροντας καί λέει στόν «ψιλό»: «Τώρα πού θά κατεβαίνετε πρός τήν Κόνιτσα νά προσέξεις τά κλαδιά τῶν δένδρων». Ἔφυγαν οἱ ἄνθρωποι, εἶχε ἤδη σκοτεινιάσει. Δέν πέρασε πολύ ὧρα ἀκούστηκε κτύπος στήν πόρτα, βγῆκε ὁ Γέροντας καί βλέπει τούς τρεῖς Φιλανδούς, ὁ ἕνας ἦταν γεμᾶτος αἵματα στό κεφάλι. Ἔ! εὐλογημένε σοῦ εἶπα νά προσέξεις, τόν ἔβαλε μέσα τοῦ περιποιήθηκε τήν πληγή, καί ἔφυγαν.
      Σχόλιο.
      Ἡ ἁπλότητα τοῦ Γέροντα καί ἡ συνεχής ἄσκηση τοῦ δημιουργοῦσε πνευματική κατάσταση πού ἐπικοινωνοῦσε μέ ἀνθρώπους πού δέν γνώριζαν Ἑλληνικά, εἶχε ὡς «διερμηνέα» τό Πανάγιο Πνεῦμα. Ὁμιλοῦσε Ἑλληνικά καί ὁ ἄλλος τ’ ἄκουγε στήν γλώσσα του. Καί τά λόγια τοῦ συνομιλητοῦ του πού ἦταν σέ ἄλλη γλῶσσα ὁ Γέροντας τ’ ἄκουγε στά Ἑλληνικά.
      Αὐτό μοῦ συνέβη καί σέ μένα σέ μιά ἐπίσκεψή μου στήν Παναγούδα. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε μέ κάποιον. Ὅταν τελείωσαν τήν συζήτηση ἐρχόταν πρός τό μέρος μου καί τοῦ λέγω: «τελειώσατε;» Ὁ ἄνθρωπος μιλοῦσε ξένες γλῶσσες ἐάν ξέρω γιά νά ἐπικοινωνήσουμε. Ἐγώ ὅμως δέν ἤξερα. Καί ἦρθα σέ ἀπορία πῶς μιλοῦσε μέ τόν Γέροντα; Μετά μέ πληροφόρησαν ἄλλοι πού γνώριζαν τόν Γέροντα ὅτι μπορεῖ μέσω τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά ἐπικοινωνεῖ μέ ἀνθρώπους πού δέν γνώριζαν ἑλληνικά.
*****
      «Πολλές βραδιές μέ κερί διάβαζε, μοῦ εἶχε ἀνάψει κι ἐμένα καί καθόμουν ἀπέναντί του καί τόν παρακολουθοῦσα. Τό κερί τοῦ Γέροντα ἔσβηνε συνέχεια, ἐνῶ τό δικό μου ἦταν ἀναμμένο. Ὁ Γέροντας προσευχόταν, σηκωνόταν ἥρεμα καί τό ἄναβε.
      Σχόλιο
      Βλέπομε τήν ὑπομονή τοῦ Γέροντα στήν ἐπίθεση τοῦ πειρασμοῦ, τήν ἀντιμετώπιζε μέ ἡρεμία καί τό ὑπερήφανο πνεῦμα μή ἀντέχοντας τήν ταπείνωσή του, ἔφευγε ἄρον ἄρον.
*****
      Κάποια βραδιά βλέπω τόν Γέροντα νά φεύγει ἀπό τήν πίσω μεριά τοῦ Μοναστηριοῦ. Τόν ἀκολουθῶ καί βλέπω ἕνα περίεργο γεγονός. Ὁ Γέροντας νά εἶναι μέσα σέ μιά κουβέρτα καί νά πηγαίνει πέρα δῶθε, σάν σέ κούνια πρός τόν γκρεμό καί πρός τό μέρος τοῦ Μοναστηριοῦ. Γέροντα θά σκοτωθεῖς καί ἄρχισα νά κλαίω. Μή φοβᾶσαι Παναγιωτάκη, δέν θά πάθω τίποτε. Βλέποντας αὐτό τό γεγονός ἔφυγα κλαίγοντας μόνος μου καί πῆγα στό σπίτι μου στήν Κόνιτσα φοβισμένος πολύ. Τήν ἄλλη μέρα πρωΐ - πρωΐ, ἦρθε ὁ Γέροντας καί μέ πῆρε πάλι πίσω.
*****
      Ὅταν μόναζε στό Στόμιο Κονίτσης καί ἔρριχναν τήν πλάκα, οἱ μάστοροι λένε στόν Γέροντα: «Δέν θά μᾶς φτάσει τό τσιμέντο χρειαζόμαστε 15 σακκιά. Νά βάλλουμε λιγότερο;
Τότε ὁ Γέροντας πῆγε στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ζήτησε βοήθεια.
      Ἐπιστρέφοντας λέγει στούς μαστόρους: «Ὄχι θά βάλλετε τό κανονικό καί ἡ Παναγία θά βοηθήσει».
Ἔρριξαν τήν πλάκα καί περίσσευσαν καί πέντε σακκιά τσιμέντο. Ἡ πίστη τοῦ Γέροντα, μέ τήν εὐχή τῆς Παναγίας θαυματούργησε.
*****
      Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπό τόν στρατό, ἔψαχνε νά βρεῖ δουλειά, ἦταν ἐπιπλοποιός, γιατί δέν ἤθελε νά τρώει τό ψωμί τῆς οἰκογένειας τζάμπα.
Πληροφορήθηκε ὁ Γέροντας ὅτι ὁ Στέφανος Πασχάλης ἤθελε νά κατασκευάσει τό πάτωμα καί τό νταβάνι τῆς ἀποθήκης του. Ὁ Γέροντας τότε πῆγε στόν πατέρα του καί τοῦ εἶπε γιά τήν περίπτωση αὐτή τοῦ κ. Στεφάνου.
Ὁ πατέρας του πῆγε καί συνάντησε τόν κ. Στέφανο καί τοῦ εἶπε: «Στέφανε ὅταν ἀποφασίσεις νά ἐπισκευάσεις τό σπίτι εἶναι καί ὁ Ἀρσένιος».
Ἀφοῦ τόν κέρασε εἶπε στόν πατέρα του νά ἔρθει ὁ Ἀρσένιος αὔριο νά τό ἐπισκευάσει.
Ἔτσι ὁ Ἀρσένιος πρωΐ – πρωΐ πῆγε στό σπίτι τοῦ κ. Στέφανου γιά νά πιάσει δουλειά.
Ἐργαζόταν ἀπό τό πρωΐ μέχρι πού ἄρχιζε νά σκοτεινιάζει.
      Μιά μέρα ἡ σύζυγος τοῦ κ. Στεφάνου θέλησε νά περιποιηθεῖ τόν Ἀρσένιο καί τοῦ ἑτοίμασε τό μεσημέρι μιά καλή μερίδα κρέας.
Μόλις τήν εἶδε ὁ Ἀρσένιος τῆς λέγει: «Μήπως ἔχεις κανένα κρεμύδι καί λίγο ψωμί; Αὐτό θέλω». Ἡ νοικοκυρά δέν γνώριζε ὅτι ἦταν Τετάρτη.
      Μιά ἄλλη μέρα βλέποντας τήν ὡραία ἐξωτερική ἐμφάνιση τοῦ Ἀρσενίου τοῦ λέει: «Ἄντε Ἀρσένιε νά σοῦ βροῦμε καί καμμιά καλή κοπέλα νά παντρευτεῖς». Τότε ὁ Ἀρσένιος ἀπευθύνθηκε στόν γυιό της πού τόν βοηθοῦσε καί τοῦ εἶπε: «Πές τῆς μάννας σου νά σταματήσει γιατί ἔχουμε δουλειά, ἄς πάει νά πιεῖ κανέναν καφέ».
      Ἦταν μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τήν Παρασκευή δούλευε μόνο τά πρωϊνά γιατί πήγαινε καί ἔπαιρνε τόν παπούλη γιά τούς Χαιρετισμούς. Ὁ παπούλης ἦταν τακτικός στίς ἀκολουθίες καί νοιαζόταν γιά τό λογικό του ποίμνιο, μόνο ἔπινε ρακί. Ὁ Ἀρσένιος μέ σεβασμό τοῦ ἔλεγε: «Ἄντε παπούλη νά πᾶμε γιατί ἔχουμε πολλά γράμματα νά διαβάσουμε». Καί πήγαιναν στήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν.
      Ὅταν τελείωσε ἡ ἐπισκευή τοῦ πατώματος καί τοῦ νταβανιοῦ ἐκείνη τήν χρονιά ὁ κ. Στέφανος συγκέντρωσε ἀπό τό χωράφι του 4.000 ὁκάδες ρύζι καί τό ἅπλωσε στό πάτωμα πού εἶχε ἐπισκευάσει ὁ Ἀρσένιος. Ὅταν ἦρθε ὁ ἔμπορος βρῆκε τό ρύζι νά εἶναι τό καλύτερο σέ ποιότητα καί τό ἀγόρασε σέ πολύ καλή τιμή. Ἀπό τότε ξελασπώθηκε οἰκονομικά ὁ κ. Στέφανος.
      Σχόλιο:
      Ἀπό αὐτό τό γεγονός βλέπομε τήν φιλοτιμία τοῦ Ἀρσενίου νά μήν ἐπιβαρύνει τήν οἰκογένειά του χωρίς νά προσφέρει καί αὐτός κάτι.
      Τήν ταπείνωσή του. Γιά τήν ἐπισκευή τό εἶπε στόν πατέρα του.
      Τηροῦσε τήν νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς. Ἀπέφευγε τίς συζητήσεις πού ἦταν κοσμικές, ἦταν πολύ προσεκτικός και διακριτικός στά λόγια πού ἄκουγε.
      Ἐργατικός καί προσευχόμενος καί αὐτό εἶχε ἐπίδραση στήν ἐργασία του νά εὐλογηθεῖ ἀπό τόν Θεό.
      Ἦταν φιλακόλουθος καί ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά τόν ἱερέα.

      «Στό Στόμιο ἔδωσε σέ φτωχό τήν φανέλλα πού φοροῦσε καί ἔμεινε μέ τό ζωστικό. Κατεβαίνοντας στήν Κόνιτσα γιά δουλειές, πέρασε ἀπό τό ταχυδρομεῖο. Βρῆκε ἕνα δέμα μέ φανέλλες. Ἡ ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι μεγάλη. Εἶναι μίμηση τοῦ μοναδικοῦ Ἐλεήμονος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀποκαλύπτει τήν πνευματική κατάσταση τοῦ χριστιανοῦ ὁ ὁποῖος ἔχει κληθεῖ ἀπό τόν Θεό νά ζήσει ἀγαπώντας καί διακονώντας τούς ἀδελφούς του. Ἡ ἐλεημοσύνη, εἶναι τόσο δυνατή πού σβήνει τήν φωτιά τῶν ἁμαρτημάτων. Αὐτή ἐγκαθιστᾶ τούς ἐραστές της κοντά στόν ἴδιο τόν βασιλιά. Γι’ αὐτό ἡ Γραφή λέει: «ὁ ἐλεών φτωχόν δανείζει Θεό» (Παροιμ. 19,17).
      «Ἀλλά, λέει ὁ Γέροντας, καί ὅταν κανείς δέν ἔχει τίποτε νά δώσει σέ ἕναν φτωχό καί πονάει ἡ καρδιά του, τότε κάνει ἀνώτερη ἐλεημοσύνη, διότι κάνει ἐλεημοσύνη μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Γιατί, ἐάν εἶχε κάτι καί τό ἔδινε, θά αἰσθανόταν καί χαρά, ἐνώ, ὅταν δέν ἔχει νά δώσει, αἰσθάνεται πόνο στήν καρδιά».
==============================================================
Ὁ Βασίλειος

      Ὁ Βασίλειος εἶναι ἔνας καρδιακός φίλος μου ἀπό τά παλαιά. Ἐργαζόταν στό τελωνεῖο καί εἶχε πολλές ἐπαφές μέ τόν Γέροντα. Όταν ἐπέστρεφα ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος περνοῦσα ἀπό τό σπίτι του καί συζητούσαμε τί εἶδα, τί ἄκουσα ἀπό τόν Γέροντα. Γι’ αὐτό τόν παρακάλεσα νά μοῦ γράψει κάτι ἀπό τίς δικές του ἐμπειρίες.

      «1977 Σεπτέμβριος. Ἐπισκεφθήκαμε τό Ἅγιον Ὄρος μέ τόν μεγαλύτερο γιό μου ἡλικίας τότε 9 ἐτῶν. Ἤθελα νά γνωρίσω τό παιδί στόν παπούλη λόγω ἑνός προβλήματός του.
      Ἡ γνωριμία μέ τόν Γέροντα ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος σταθμός στήν ζωή, πού ἐπηρέσασε ἀποφασιστικά τήν ὅλη πορεία τῆς δικῆς μου ζωῆς καί ὅλης τῆς οἰκογενείας μου. ΟΛΑ τά καλά στό σπίτι μου καί τήν οἰκογένειά μου ὀφείλονται σέ αὐτόν.
      Ὡς γνωστόν τά χρόνια αὐτά ὁ Γέροντας ἔμενε στό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στήν Καψάλα, ἐκκλησιαζόμενος στήν Ἱερά Μονή τοῦ Σταυρονικήτα. Ἔτσι ἀπό τίς Καρυές κατευθυνθήκαμε στήν παραπάνω Μονή, ὅπου μείναμε δύο βράδια. Οἱ Ἀκολουθίες ἐκεῖ ἄρχιζαν στίς 2 τήν νύχτα. Ἀπό τό βράδυ εἶπα στό παιδί, ὅτι πρέπει νά ξυπνήσουμε στίς δύο καί τόν παρεκάλεσα νά μήν ξυπνήσει τόσο πολύ πρωΐ καί ὅτι γύρω στίς 4 - 5 ἡ ὥρα θά ἀνέβω στό δωμάτιο πού μᾶς εἶχαν δώσει νά τόν ξυπνήσω γιά νά παρακολουθήσει καί ὁ ἴδιος τό ὑπόλοιπο τῆς Ἀκολουθίας. Τό παιδί, μοῦ τό ἀρνήθηκε αὐτό. Γνώριζα ὅτι ἀπό μικρός αἰσθανόταν στήν ἀπουσία ἐμοῦ ἤ τῆς συζύγου ἀνασφάλεια. Ἔτσι γύρω στίς 2.20 κατεβήκαμε στό Καθολικό.
      Τό βαθύ σκοτάδι τῆς ἐκκλησίας φώτιζαν μόνο τά καντηλάκια. Μέ πολύ δυσκολία λόγω τοῦ λίγου φωτισμοῦ προσκυνήσαμε καί δυσκολότερα ἐντοπίσαμε κενά στασίδια. Δέν εἶχαν περάσει 1 - 2 λεπτά ἀπό τήν στιγμή πού καθίσαμε καί μᾶς πλησιάζει ἕνας μοναχός. Μόνο ὅταν μέ πλησίασε σέ ἀπόσταση 30 ἑκατοστῶν κατάλαβα ὅτι ἦταν ὁ παπούλης. Βάζω μετάνοια καί στό αὐτί μοῦ λέγει "πάρε τό παιδί καί πηγαίνετε νά κοιμηθεῖτε 2 ὧρες". Ἀπάντηση δική μου: "μά Γέροντα τώρα ἤρθαμε". Ἐπανέλαβε τήν ἴδια πρόταση. Νέα ἀπάντηση δική μου: ἡ ἴδια. Ὁ παπούλης ἔφυγε καί ἐμεῖς μείναμε ἀκίνητοι στά στασίδια. Δέν πέρασαν δύο λεπτά καί τό παιδί ἄρχισε σύγκορμα νά τρέμει καί τό στοματάκι του νά ἀνεκατεβαίνει μέ ἔντονο κρότο τῶν δοντιῶν. Ἁρπάζω τό παιδί στήν ἀγκαλιά μου ἀνεβαίνουμε στό δωμάτιο. Τόν ἔβαλα στό κρεββάτι καί τό σκέπασα καλά. Ἡ τρεμούλα τοῦ παιδιοῦ ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ. Πέφτω καί ἐγώ στό κρεββάτι. Μᾶς πῆρε ὁ ὕπνος ἀφοῦ τό παιδί εἶχε ἡρεμήσει τελείως.
      Μετά 2 ὧρες ξυπνήσαμε, κατεβήκαμε καί παρακολουθήσαμε τό ὑπόλοιπο τῆς Ἀκολουθίας. Μέ τό τέλος της, εἴδαμε τόν Γέροντα στό προαύλιο τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του καί τοῦ ἔλεγε διάφορες ἱστορίες, χαριτωμένες χαρούμενες καί ξεκαρδιστικές.
      Γιά τό γεγονός τῆς νύχτας αὐτῆς τῆς τρεμούλας τοῦ παιδιοῦ τί ἦταν αὐτό, γιατί συνέβη, ποιοί παράγοντες συνετέλεσαν σέ αὐτό, ρώτησα τόν Γέροντα μετά ἀπό πολλά χρόνια καί συγκεκριμένα πρό τῆς κοιμήσεώς του, τόν Σεμπτέμβριο τοῦ 1993. Χωρίς ὅμως νά μοῦ δώσει σχετική ἀπάντηση.
*****
      «1978. Ἡ οἰκογένεια ἐγκαταστημένη στήν Θεσσαλονίκη, ἀριθμοῦσε τό ἔτος αὐτό τρία παιδιά, ἡλικίας 10, 5 καί 2 ἐτῶν.
      Ὁ γυναικολόγος ἰατρός μετά τή γέννηση τοῦ τρίτου παιδιοῦ μᾶς εἶπε κατηγορηματικά: Ἄλλη ἐγκυμοσύνη δέν ἐπιτρέπεται.
      Σειρά ἰατρικῶν ἐξετάσεων πού ἔγιναν ἀπέδειξαν ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα.
      Τοῦτο στίς δύο ἐγκυμοσύνες πού ἀκολούθησαν ἀντιμετωπίστηκε ἀπό τόν ἰατρό μέ ἐπέμβαση καί παραμονή τῆς συζύγου στό κρεβάτι γιά συνολικό χρονικό διάστημα σέ κάθε ἐγκυμοσύνη ἕξι - ἑπτά μηνῶν.
      Ἐγκυμοσύνη ὅμως μετά ἀπό 2 ἔτη ἦλθε.
      Ἐδῶ παρενθετικά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ γέννηση τοῦ τρίτου παιδιοῦ μας τό ἔτος 1976 μᾶς ἔφερε πολύ κοντά χάριτι Θεοῦ, στόν εὐλογημένο Γέροντα Παΐσιο.
      Ὅταν οἱ ἐξετάσει ἀπεδειξαν ὅτι ἔχουμε νέα ἐγκυμοσύνη βρεθήκαμε μπροστά στό δίλημμα. Θεός ἤ ἐπιστήμη. Ἀπόφαση συμμορφώσεως μέ τήν ἐπιστήμη δέν χωροῦσε στό μυαλό μας, ἐφ' ὅσον ὁδηγοῦσε στό ἔγκλημα.Ὅμως ἡ προσευχή μᾶς φώτισε τόν νοῦ μας καί ἡ σκέψη μας ἐστράφη στόν Γέροντα Παΐσιο.
Τήν καταγραφή σέ ἐπιστολή τοῦ προβλήματός μας ἀκολούθησε ἀπαντητική τοῦ Γέροντα μέ ἀρνητική θέση στίς προτάσεις τῆς ἐπιστήμης. Ἐπί πλέον πολύ καθησυχαστικά τά ὅσα μᾶς ἔγραψε μέ ὡραῖες συμβουλές καί παραινέσεις του.
      Ἀκολούθησε αὐτοπρόσωπος ἐπίσκεψή μου στό Ἅγιο Ὄρος μέ τόν Γέροντα χαρούμενο, ἐπαναλαμβάνοντας καί προφορικά ὅτι ὁ Θεός θά διαψεύσει τίς θεωρίες τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί νά μή σταθοῦμε ἀντίθετοι στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Ἄσε τους νά λένε» ἡ χαρακτηριστική του φράση.
      Οἱ ἐννέα μῆνες κυήσεως κύλησαν ὁμαλά καί ἕνα ὑγιές ἀγοράκι προστέθηκε στήν οἰκογένειά μας. Ἡ εὐτυχία μας ἀνείπωτη. Οἱ εὐχαριστίες μας στόν Θεό καί τόν Γέροντα δέν παύουν νά ἀποτελοῦν καθημερινό μας μέλημα. Συχνά ἀναφωνοῦμε τό ψαλμικό: «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ».
*****
      «1983 Σεπτέμβριος. Πῆγα στόν Γέροντα ἀφοῦ μιλήσαμε σέ ὅ, τι μέ ἀπασχολοῦσε, τήν ἑπομένη ἡμέρα πρωΐ - πρωΐ κατηφορίζαμε γιά τήν Ἱβήρων στά πράγματα εἴχαμε καί τόν π. Ἡσαΐα. Φθάνουμε ἔγκαιρα στην μονή καί περιμέναμε τό καραβάκι γιά τήν Ἱερισσό καί μετά μέ τό αὐτοκίνητό μου γιά τήν Σουρωτή. Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Μονές κατεβάζουν καί στοιβάζουν (ντανιάζουν) στούς ἀρσανάδες τους τά πρός πώληση ξύλα πού ἔχουν κόψει ἀπό τό δάσος τους. Περιμένοντας μέ τόν Γέροντα τό καραβάκι νά ἔρθει ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα καθίσαμε σέ μιά μεγάλη ντάνα ξύλων. Συζητούσαμε διάφορα πού τώρα δέν θυμᾶμαι. Σέ κάποια στιγμή ὁ Γέροντας θέλοντας προφανῶς νά μέ βοηθήσει πνευματικά μοῦ λέει: «θά σοῦ πῶ κάτι πού μοῦ συνέβη πρίν χρόνια ἐδῶ στήν ἴδια περίπου θέση πού καθόμαστε τώρα. Τότε ἐμόναζα στήν Ἱ. Μονή Φιλοθέου. Ἀλλά δέν θά τό πεῖς». Ὕστερα ἀπό ὁλονύκτια ἀγρυπνία πού εἴχαμε ἔπρεπε νά πάω σέ κάποιο ἄλλο Μοναστήρι γιά ἐπείγουσα δουλειά τοῦ Μοναστηριοῦ. Χωρίς νά φάω τίποτε κατέβηκα ἐδῶ καί καθόμουν, ὅπως καί ἐμεῖς τώρα, περιμένοντας τό καραβάκι. Σέ κάποια στιγμή μοῦ ἔρχεται ὁ λογισμός, Παναγία μου νά εἶχα λίγο ψωμί νά φάω. Ἀλλά ἀμέσως μάλωσα τόν ἑαυτό μου. Παΐσιε γιατί ἐνοχλεῖς τήν Παναγία; Καθήμενος στά ξύλα περιμένοντας τό καραβάκι μέ πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησα ἀπό τόν θόρυβο τῆς μηχανῆς τοῦ καραβιοῦ πού πλησίαζε στόν ἀρσανά, βρῆκα στά πόδια μου καί στό ράσο ἐπάνω ψωμί καί σταφύλια.
      Συγκλονίστηκα ἀπό τό θαυματό αὐτό γεγονός πού συνέβη στόν Γέροντα. Ὁ θαυμασμός καί ἡ εὐλάβειά μου πρός τό πρόσωπό του εἶχαν ἀπογιωθεῖ καί ἡ παράλυτη πίστη μου ἄρχισε νά σταθεροποιεῖται. Στό ἴδιο θυμᾶμαι χαρακτηριστικά ὅτι μέ μιά ἀσυνήθιστη ταχύτητα γιά τίς δυνατότητες τοῦ αὐτοκινήτου μου φθάσαμε στή Σουρωτή σέ 1 ὥρα».
==================================================================
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος

Εἰσαγωγικά γιά τόν Ὅσιο Πορφύριο

      «– Γέροντα, εἶπε κάποιος ἀδελφός στόν ἅγιο Παΐσιο, θέλω νά σᾶς δῶ γιά κάποιο μου πρόβλημα πού τό συζήτησα καί μέ τόν Γέροντα Πορφύριο.
      - Ἄν τό συζήτησες μέ τόν Γέροντα Πορφύριο δέν χρειάζεται καί μ' ἐμένα, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἔγχρωμη δορυφορική τηλεόραση, ἐνώ ἐγώ εἶμαι ἀσπρόμαυρη.
      Ἕνα πνευματικό παιδί τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου εἶπε: «Εἶχε ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶδα ὅλα τά θαύματα ἐκτος ἀπό ἕνα πού μπορεῖ νά εἶχε γίνει, ἀλλά δέν εἶχε πέσει στήν ἀντίληψή μου, ἑπομένως δέν μπορῶ νά τό πῶ. Δέν εἶχα δεῖ ἀνάσταση νεκροῦ. ὅλα τ’ ἄλλα τά εἶχα δεῖ. Ἰάσεις ἀπό κοντά, μακρυά, παρελθόντα, μέλλοντα, τά πάντα, ἤτανε ἀνοιχτό βιβλίο, ὄχι στόν Γέροντα Πορφύριο, στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ὁποῖο τόν φώτιζε. Εἶχε καί ὅλες τίς ἀρετές. Εἶχε ἀγάπη, εἶχε ταπείνωση, εἶχε προσευχή, εἶχε ἐλεημοσύνη, θυσία, πίστη, ὑπακοή, ὑπομονή στίς ἀρρώστιες καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές πού ἀκοῦμε, τή διόραση καί τή γνώση τῶν πάντων.».

      Τό 1989 γυρνώντας ἀπό τήν δουλειά μου, κουβαλώντας καί ψώνια, ἄφησα τίς σακκοῦλες γιά νά ἀνοίξω τήν ἐξώπορτα. Σηκώνοντας τίς σακκοῦλες αἰσθάνθηκα ἕναν πόνο ὁξύ στό στῆθος, ἄρχισα νά ἱδρώνω καί νά ζαλίζομαι.
Ἡ πρώτη μου ἀντίδραση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δέν εἶναι τίποτε θά περάσει. Ξάπλωσα καί σέ μισή ὥρα περίπου ἄρχιζε ὁ πόνος νά περνᾶ. Αἰσθανόμουν μία συνεχῆ κούραση καί δύσπνοια. Πῆγα σέ γνωστούς γιατρούς καί μοῦ εἶπαν περισσότερο εἶναι ἡ ἰδέα σου. Μετά ἀπό ἐξετάσεις (στεφανιογραφία κ. ἄλλες) τά στεφανιαία ἀγγεῖα ἔκαναν ἔντονους σπασμούς, ἀρρυθμία. Μοῦ δώσανε τριῶν εἰδῶν φάρμακα. Τά συμπτώματα ὅμως δέν ἔφυγαν.
      1990 – 1991, ἕνα πρωΐ παίρνω τηλέφωνο τόν π. Πορφύριο στό Μήλεσι. Μόλις σήκωσε τό τηλέφωνο μοῦ λέει: «Μήν μοῦ πεῖς τίποτε, καί ἄρχιζε νά μοῦ λέει τήν ζωή μου πού ἔβλεπα σάν κινηματογραφικό φιλμ. Ἡ διάγνωσή του: Παιδί μου ἔχεις χαμηλό ὀξυγόνο στό αἷμα σου καί μία βλάβη στό παρασυμπαθητικό νεῦρο τῆς καρδίας σου. Δέν γνωρίζω τήν αἰτία, ἀλλά ὁ Θεός θά σέ προειδοποιεῖ, θά αἰσθάνεσαι κάτι πίσω ἀπό τό κεφάλι καί ἐσύ νά ἔλθεις σέ ἐπαφή μέ ὀξυγόνο, γιατί θά εἶναι καί ἡ τελευταία σου ἀναπνοή μετά.
      Οἱ γιατροί σοῦ δώσανε αὐτά τά φάρμακα, πού μοῦ τά κατωνόμασε, μήν τά πάρεις γιατί ἡ διαγνωσή τους εἶναι ἐσφαλμένη. Θά πᾶς στήν Ἀγγλία στόν κ. Τόνυ Ἀντωνίου μοῦ ἔδωσε τήν διεύθυνσή του καί τό τηλέφωνό του. Κλείνοντας μοῦ λέει: «Ἐσύ παιδί μου θά τρελλάνεις τούς γιατρούς».
      Στήν ἐρώτησή μου πῶς θά βοηθήσω ἐγώ τόν ἑαυτό μου; Θά μοῦ περάσει;
Ἡ ἀπάντησή του: «Μέ τακτική ἐξομολόγηση, προσευχή, καί πνευματική ζωή».
      Ἔστειλα τίς ἐξετάσεις μου στό γιατρό στό Λονδίνο καί περίμενα.
1992 ἐγώ περίμενα ἀπάντηση ἀπό τόν γιατρό.
      Μετά πληροφορήθηκα τήν κοίμηση τοῦ π. Πορφυρίου καί μέ τήν καρδιά μοῦ εἶπα: «Ἄ! ρέ Γέροντα Πορφύριε ἐσύ ἀναπαύτηκες ἐγώ ταλαιπωροῦμαι, τί θά γίνει τώρα;
Ἐκείνη τήν ὥρα κτυπᾶ τό τηλέφωνο. Ἐδώ Τόνυς Ἀντωνίου ἀπό τό Λονδίνο. Πέστε μου τί σᾶς συμβαίνει. Ἐγώ ἄρχιζα νά ὁμιλῶ γρήγορα γιατί μέ τήν σκέψη ὅτι χρεώνεται. Κε…σᾶς παρακαλῶ ὁμιλεῖτε ἀργά γιά νά σᾶς καταλάβω, ἐγώ πληρώνω, καί μήν τό σκέφτεσθε καθόλου. Μετά μοῦ εἶπε νά πάω νά τόν ἐπισκεφθῶ.
      Πῶς νά πάω; Γλῶσσα δέν γνωρίζω γνωστούς δέν ἔχω. Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ τά οἰκονόμησε ἔτσι ὥστε ἀνοίχθηκε ὁ δρόμος, βρέθηκαν τά χρήματα, ἄνθρωπος νά μέ φιλοξενήσει, νά μέ πάει στόν γιατρό.
      Πῆγα στό Λονδίνο βρῆκα τόν γιατρό, ὅταν τόν ρώτησα ἄν γνωρίζει τόν π. Πορφύριο, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀρνητική. Μετά ἀπό ἐξετάσεις μέ ἔστειλε σέ ἕναν Ἄγγλο νευρολόγο. Ἡ διάγνωσή του: «Πάσχετε ἀπό τό σύνδρομο χρόνιας κόπωσης».
Ἀπό ἐκεῖ μετά ἐπισκέφθηκα ἕξι φορές τή Γερμανία σέ Γερμανούς γιατρούς, (καί μέ εὐλογία καί σέ ὁμοιοπαθητικούς, φυσικά χρήματα χαμένα καί κούραση), τελικά κατέληξα στό Πανεπιστημιακό νοσοκομείο τοῦ Γκέτιγκεν ὅπου ἔγινε ἡ διάγνωση: «Κατά τήν κόπωση ἀνεβάζω πνευμονική ὑπέρταση».
      Πῆγα στό νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων σ’ ἕναν φίλο παθολόγο καί καρδιολόγο (ἔχει δύο εἰδικότητες) τοῦ εἶπα τό πρόβλημα μου. Ἄρχισε τίς ἐξετάσεις καί τέλος φθάσαμε στό τέστ κοπώσεως. Τοῦ εἶπα γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου, τήν χρόνια κόπωση. «Μήν λές χαζαμάρες», αὐτοί πού ἔχουν ἔλλειψη ὀξυγόνου ἔχουν ἁλλοιωμένα χαρακτηριστικά, μελανό χρῶμα, ἐσύ εἶσαι μιά χαρά. Εἶσαι ὁ κατά φαντασίαν ἀσθενής».
Μπροστά στήν ἀπόφασή μου, φώναξε ἕναν πνευμονολόγο μοῦ πῆραν αἷμα, (ἀρτηριακό), λίγο πιό κάτω ἀπό τήν παλάμη. Τό ἀποτέλεσμα: ὀξυγόνο 73 καί τό διοξείδιο 32.
«Μπά λάθος ἔχει τό μηχάνημα εἶπε ὁ γιατρός. Φώναξε τόν ὑπεύθυνο τῆς ΜΕΘ καί τοῦ εἶπε πότε ἔκαναν σέρβις στό μηχάνημα. Χθές Χρῆστο ἦταν ἡ ἀπάντηση. Τόν βλέπεις αὐτόν ἔχει ὑποξαιμία. Κάθισε νά σοῦ κάνουμε ἀκόμη μία; Ναί τοῦ ἀπαντῶ. Τό ἀποτέλεσμα τό ἴδιο. «Χρῆστο, τοῦ εἶπα, μετά τήν κόπωση θά φθάσει τό ὀξυγόνο πάνω ἀπό 100». Αὐτό ἐπιστημονικά εἶναι ἀδύνατο. Ἐγώ σχίζω τά πτυχία μου.
Τελικά δέν τό ἔβγαλα τό τέστ κοπώσεως, στό 2ο στάδιο ἔμεινα. Ἄρχισα τότε νά αἰθάνομαι κάτι σάν μούδιασμα, μέ δύσπνοια πίσω στό κεφάλι καί λέω στόν φίλο μου τόν γιατρό κάνε μου κι’ ἄλλη μία εξέταση σέ παρακαλῶ. Μπροστά στήν ἀπόφασιστικότητά μου, κάφθηκε ἦρθε ἄλλος πνευμονολόγος μοῦ πῆρε αἷμα ἀπό τό ἄλλο χέρι καί τό ἀποτέλεσμα ἔδειξε ὀξυγόνο 107. Τότε συγκέντρωσε ὅλους τούς καρδιολόγους καί πνευμονολόγους τοῦ νοσοκομείου καί προσπαθοῦσαν νά βροῦν τί συμβαίνει. Μετά από πολύ ὥρα τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι δέν βρέθηκε ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς διαταραχῆς. Παράξενο πρόβλημα εἶπαν.
      Η κατάστασή μου χειροτέρευε καί ἔψαξα νά βρῶ ἕνα κέντρο. Πῆγα στήν Ἀθήνα στόν καθηγητή καρδιολογίας κ. Κρεμαστικό ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἐξετάσεις μοῦ εἶπε: «Κάτι ἔχεις ἀλλά δέν μπορῶ νά τό ἐντοπίσω».
      Μοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς καθηγητές πού ἀσχολοῦνται μέ τήν πνευμονική ὑπέρταση, ἕνας στήν Γαλλία, καί δύο στήν Ἀμερική. Μέ περάσανε ἀπό ἰατρικό συμβούλιο και μοῦ χορήγησαν ἔγγραφο ὅτι ἡ περίπτωσή μου δέν ἀντιμετωπίζεται στήν Ἑλλάδα καί μέσω τοῦ ὑπουργείου ὑγείας μέ ἔστειλαν στήν Ἀμερική. Κεραυνός ἐν αἰθρία, γλῶσσα δέν γνωρίζω, ἄνθρωπο δέν ἔχω πῶς θά τά καταφέρω; Θεέ μου φώτισέ με και βοήθησέ με τί νά κάνω. Σκεπτικός με εἶδε κάποιος μοναχός καί μοῦ εἶπε: Ὁ Γέροντας,ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ γνωστός μου, ἀπό ἕνα μοναστήρι εἶναι ἐδῶ, θέλεις νά τόν δεῖς;
Καί βέβαια τοῦ ἀπαντῶ. Βλέποντάς με ὁ Γέροντας μοῦ λέει: Τί σοῦ συμβαίνει γιατί εἶσαι ἔτσι; Τοῦ εἶπα τήν ἱστορία τῆς ὑγείας μου καί τήν ἀπόφαση νά πάω στήν Ἀμερική. Πῶς ὅμως Γέροντα;
Μήν ἀνησυχεῖς ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Βλέπεις αὐτή τήν κυρία πού κάθεται ἀπέναντί μου εἶναι ἑλληνοαμερικάνα και πολύ γνωστή μου, ἐρχόμαστε ἀπό τήν πατρίδα της ἐξομολόγησα τήν μητέρα της πού κοιμήθηκε, αὐτή θά μᾶς βοηθήσει.
Αὐτή θά σέ φιλοξενήσει καί θά σέ πάει στούς γιατρούς. Μήν ἀνησυχεῖς. Πράγματι πῆρε τίς ἐξετάσεις μαζί της καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες μοῦ ἀπαντᾶ ὅτι εἶχε βρεῖ ἕναν Ἕλληνα καθηγητή  πατριώτη μου και τά κανόνισε.
Με τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔφυγα γιά τήν Ἀμερική. Μέ πῆγαν στό νσοκομεῖο τῆς Βαλτιμόρης ὅπου ὑπῆρχε ἕνας Ἰσραηλινός καθηγητής εἰδικός γιά τήν πνευμονική ὑπέρταση. Ὁ ὁποῖος δέν μπόρεσε νά βρεῖ τήν αἰτία καί μέ τήν παρέμβαση τοῦ Ἕλληνα καθηγητοῦ μοῦ χορήγησε ἔγγραφο γιά τήν εἰσαγωγή μου στό μοναδικό ἐρευνητικό Κέντρο (Ν.Ι.Η) τό 1995. Ἡ εἴσοδος γιά τούς ἀλλοδαπούς δύκολη. Ἡ περίπτωση τοῦ κάθε ἀσθενοῦς περνοῦσε ἀπό 11μελῆ ἐπιτροπή Ἀμερικανῶν καθηγητῶν γιατρῶν γιά ἀσθένειες πού εἶναι σπάνιες.
Ἡ θέση γιά τό νοσοκομεῖο ἦταν μία, καί οἱ αἰτήσεις δύο, ἡ δική μου καί τοῦ συγγενοῦς τοῦ ἀντιπροέδρου τῆς Ἀμερικῆς Ἄρ Γκόρ.
      Τήν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Διονυσίου 17 Δεκεμβρίου 1995, ἡ ἐπιτροπή ἐνέκρινε τήν δική μου αἴτηση, ἡ ἄλλη θά γινόταν δεκτή τό νέο, ἔτος. Ἐρχόταν οἱ Ἕλληνες γιατροί καί δέν πιστεύανε στό γεγονός. Μοῦ ἔλεγαν: «Πές μας ποιός εἶσαι; Ποιός εἶναι αὐτος πού σέ ὑποστηρίζει; «Ὁ Θεός τούς ἀπαντοῦσα δέν ἔχω κανένα ἄλλον γνωστό». Καί μία ἄλλη λεπτομέρεια στίς 30 Δεκεμβρίου ὁ πρόεδρος Κλίντον ὑπέγραψε ἀπόφαση πού ἀπαγορεύει τήν δωρεάν νοσηλεία σέ ἀλλοδαπούς, ἐκτός ἐκείνων πού ἔχουν νοσηλευθεῖ.
      Μετά ἀπό πολλές ἐξετάσεις ἡ διάγνωση: «σύνδρομο εὐαίσθητης καρδίας» καί νά τούς ἐπισκεφθῶ σέ ἕναν χρόνο, δίνοντάς μου φάρμακο τήν ἡμιπραμίνη. Αὐτό μοῦ δημιουργοῦσε πολλές συναισθηματικές διαταραχές. Ὁπότε πῆρα τήν ἀπόφαση καί τήν διέκοψα.
      Τό 1996 πού ξαναπῆγα μετά ἀπό ἐξετάσεις, μέ ἐρώτησαν ποιά εἶναι ἡ διάγνωση τῶν Ἑλλήνων γιατρῶν; Τους ἀπάντησα: Οἱ 99 ὅτι εἶμαι κατά φαντασίαν ἀσθενής καί ἕνας μοῦ εἶπε γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου καί βλάβη στό παρασυμπαθητικό νεῦρο τῆς καρδίας. Μοῦ λένε ἐμεῖς μποροῦμε νά τό διαπιστώσουμε μέ ἕνα τέστ, ἀλλά εἶναι ἐπικίνδυνο πρέπει νά υπογράψεις ὅτι θέλεις νά γίνει. Ἔκανα τόν σταυρό μου καί ὑπέγραψα. Μετά ἀπό 14 ὧρες ἐξαντλητικῶν ἐξετάσεων, τήν ἑπομένη ἦρθε ὁ καθηγητής καί μοῦ λέει: «Σέ παρακαλῶ πές μου τό ὄνομα τοῦ Ἕλληνα γιατροῦ πού σοῦ εἶπε γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου καί τήν βλάβη στό παρασυμπαθητικό, γιατί πώς μπόρεσε καί ἔκανε αὐτή τήν διάγνωση πού μόνον ἐδώ στήν Ἀμερική ὑπάρχουν αὐτά τά μηχανήματα καί γίνεται αὐτό τό τέστ ἀκετυλχολύνης. Τί νά τοῦ πῶ;
Αὐτός ὁ καθηγητής ἦταν Ἰνδός ἐξειδικευμένος στά νεῦρα τῆς καρδιᾶς. Τό ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες γιατροί τοῦ Ν.Ι.Η καί μέ ἐπισκέφθηκαν. Σέ αὐτούς τούς εἶπα ὅτι εἶναι ὁ μακαριστός π. Πορφύριος. Ὅλοι ἔκαναν τόν σταυρό τους, καί εἶπαν ἡ πίστη μας εἶναι ἡ ἀληθινή.
      Ἡ τελική ἀπάντηση τοῦ καθηγητοῦ ἦταν: Γιά σᾶς ἡ ἰατρική δέν μπορεῖ νά σᾶς βοηθήσει,προσπαθεῖστε μόνος σας νά ἀντιμετωπίσετε τήν κατάστασή σας.
      1998 Ἰανουάριος. Ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε, δύσπνοια μέ ἐπιθανάτιο ρόγχο, καί διαπίστωσα ὅτι σέ κάθε συναισθηματική ἀλλαγή ἔκλαιγα μέ ἕνα σκοτεινό αἴσθημα λύπης νά κυριεύει τό μυαλό μου. Πῆγα στόν φίλο μου τόν γιατρό τόν Χρῆστο καί μέ ἔστειλε σέ ἕναν φίλο του ψυχίατρο τοῦ νοσοκομείου γιά νά δεῖ τήν περίπτωσή μου. Ἡ διάγνωσή του κατάθλιψη. Δοκίμασα ὅλα τά ἀντικαταθλιπτικά καί μέ συνδυασμό φαρμάκων.
Μετά ἀπό πολλές ἐπισκέψεις – καί συζητήσεις, ἐγώ ἔβλεπα ὅτι κάτι δέν πηγαίνει καλά. Σταμάτησαν μέν τά δάκρυα ἀλλά ἡ ἔντονη λύπη συνεχιζόταν κατά περιόδους.
      Σέ μία ἐπίσκεψη τοῦ λέω γιατρέ μοῦ μιλᾶς γιά συναισθηματικές διαταραχές, ἄγχος, καί ἀποτέλεσμα τίποτε. Αὐτά τά ἀόριστα πράγματα χωρίς συγκεκριμμένες αἰτίες, δέν βγάζουν πουθενά. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἔχουν μιλήσει καί γράψει γιά τήν κατάθλιψη γιατί δέν τό ψάχνετε;.Ἡ ἀπάντησή του: Ἐμεῖς σπουδάσαμε 6 χρόνια ἰατρική, 4-5 χρόνια ψυχιατρική μεταπτυχιακές σπουδές καί μέ διδακτορική διατριβή καί μέ αὐτά βαδίζω.
Κοίταξε τοῦ λέω μπορεῖς νά μοῦ πεῖς, τοῦ μιλοῦσα στόν ἑνικό λόγω τῆς γνωριμίας πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τίς πολλές ἐπισκέψεις μου, πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁποιαδήποτε μορφή φόβου; Μοῦ εἶπε, λέμε στόν ἀσθενή νά περάσει ἀπό αὐτό πού φοβᾶται καί θά τοῦ περάσει.
Αὐτό τό λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν 20ο λόγο του περί δειλίας: «Σέ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νά φοβῆσαι, μή διστάζεις νά πηγαίνεις, ὅταν ἀκόμη δέν ἔχει ξημερώσει. Ἐάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στό σημεῖο αὐτό, τότε θά γηράσει μαζί σου τό νηπιακό καί ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος.Ἐνώ βαδίζεις πρός τά ἐκεῖ ὁπλίζου μέ το ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τούς ἐχθρούς, διότι δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στήν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ἀρρώστεια αὐτή, νά ἀνυμνήσεις τόν Λυτρωτή σου διότι ἐάν τόν εὐγνωμονεῖς, θά σέ σκεπάζει παντοτινά». (κεφ. 6).
      Μπορεῖς νά μοῦ πεῖς γιατρέ μου, συγκεκριμένα τήν αἰτία τοῦ φόβου, δειλίας; Θά σοῦ ἀπαντήσω τήν ἄλλη φορά πού θά ἔρθεις. Ἀπάντηση δέν μοῦ ἔδωσε.
Τοῦ λέω: «Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας τό λένε: «Ὁ δειλός ἄνθρωπος σημαίνει ὅτι πάσχει ἀπό δύο ἀσθένειες τῆς ὁλιγοπιστίας καί τῆς φιλοσωματίας. Ὅποιος νικᾶ τίς δύο ἀσθένειες, βεβαιώνεται ὅτι ὁλοψύχως πιστεύει στόν Θεό καί περιμένει τά μέλλοντα ἀγαθά[13]».
      Στήν ἑπόμενη ἐπίσκεψη μοῦ εἶπε: «Πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος στόν παπα – Τύχωνα ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα καί συζητήσαμε καί μοῦ εἶπε αὐτά ἀκριβῶς πού μοῦ εἶπες. Τί νά σοῦ πῶ; Δέν εἶσαι γιά μένα, ἔλα νά σοῦ γράφω τά φάρμακα. Ἡ διαφορά μέ τούς ἄλλους καταθλιπτικούς εἶναι ὅτι σέ σένα ἡ κατάθλιψη τήν δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ὁργανισμός σου, ἔτσι ἀντιδρᾶ, γι’ αὐτό καί δέν σέ πιάνουν τά φάρμακα.
Σημειωτέον ὅτι ἐγώ διαπίστωσα ὅτι τά τετρακυκλικά φάρμακα, καί ἡρεμιστικά κάνουν τόν ἄνθρωπο «φυτό», καί τοῦ «παγώνουν» τήν ὅρεξη γιά προσευχή καί ἐκκλησιασμό. Γι’ αὐτό τόν λόγο τά περιόρισα στήν κατώτατη δοσολογία.
      Ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1998 μέχρι σήμερα Ὀκτώβριος τοῦ 2013 ἡ «κολλητή μου φίλη» δέν μέ ἄφησε καί πάντα ἔρχεται ἄλλοτε πιό δυναμικά ἄλλοτε πιό ἤπια. Σέ αὐτές τίς καταστάσεις βάζει καί ὁ διάβολος «τήν οὐρά του» και ἀνακατεύει τήν κατάσταση κάνοντάς την πιό δύσκολη συνοδευόμενη μέ κακούς λογισμούς.
Μιά βραδιά ἦρθε «ἡ μαύρη φίλη μου, ἡ κατάθλιψη» πάρα πάρα πολύ δυναμικά μέ ἔντονη λύπη, τά ἔβλεπα ὅλα μαῦρα, μέ ἄσχημους λογισμούς ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε γιά σένα, ἀπαγοήτευση καί τάση γιά αὐτοκαταστροφή, καθαρά ἐπήρεια δαιμονική.
Μέσα σ’ αὐτή τήν πολύ δύσκολη, κατάστασή μου, τά μεσάνυκτα πῆρα τηλέφωνο τόν π. Λουκᾶ στήν Ἱ. Μονή Φιλοθέου καί τοῦ λέω: «σῶσε με ἔχω φθάσει σέ ἀδιέξοδο».
«Κοίταξε παιδί μου, μοῦ ἀπαντᾶ, εἶναι μία δοκιμασία, ἕνας σταυρός, πού μπορεῖς νά τόν σηκώσεις. Ἔχεις σκεφθεῖ πόσοι καταθλιπτικοί δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως πού ἔχεις ἐσύ; Νά σκέπτεσαι καί τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως καί νά προσεύχεσαι γι’ αὐτούς καί ὁ Θεός θέλει νά γίνεις ἕνα κανάλι πού νά διοχετεύει τήν χάρη Του στούς καταθλιπτικούς».
Πραγματικά μοῦ ἔφυγε αὐτή ἡ λύπη, τό σκοτάδι ἀπό τό μυαλό μου καί οἱ ἄσχημοι λογισμοί.
      Μελετώντας τούς Ἁγίους πολλοί Ἅγιοι πέρασαν ἀπό αὐτό τό καμίνι τῆς καταθλίψεως: ὁ ἅγιος Παΐσιος, (Παναγῆς Μπασιᾶς), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ταῆς Κροστάνδης, ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός, ἡ ἁγία Ὁλυμπιάδα ἡ διακόνισσα, ἡ προστάτιδα τῶν καταθλιπτικῶν, μαθήτρια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ὁποῖος ταῆς ἔστειλε 11 ἐπιστολές ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του. Στήν 10η ἐπιστολή τῆς γράφει: «Πράγματι, ἡ κατάθλιψη εἶναι φοβερό βασανιστήριο τῶν ψυχῶν, εἶναι ἕνας πόνος ἀνέκφραστος καί ποινή πικρότερη ἀπό κάθε ἄλλη ποινή καί τιμωρία. Γιατί μιμεῖται τό σκουλήκι, πού ἔχει δηλητήριο καί προσβάλλει ὄχι μόνον τό σῶμα, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν ψυχή. Εἶναι σαράκι πού κατατρώγει ὄχι μόνον τά κόκκαλα, ἀλ-λα καί τήν σκέψη. Εἶναι ἕνας δήμιος καθημερινός πού δέν ξεσχίζει μόνον τά πλευρά, ἀλλά καταστρέφει καί τήν δύναμη ταῆς ψυχῆς. Εἶναι καί νύχτα παντοτινή, σκοτάδι χωρίς τό παραμικρό φῶς, τρικυμία καί ζάλη, πυρετός κρυφός, πού καίει περισσότερο ἀπό κάθε φλόγα, πολεμος χωρίς ἀνακωχή, ἀρρώστεια πού κάνει σκοτεινά πολλά ἀπό αὐτά πού βλέπουμε. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος καί ὁ καθαρός ἀέρας φαίνεται ὅτι ἐνοχλοῦν ἐκείνους πού ἔχουν αυτήν τήν διάθεση καί μεταβάλλει τό μεσημέρι σέ μεσάνυκτα.
      Γι’ αὐτό καί ὁ θαυμάσιος προφήτης Ἀμώς δηλώνοντας αὐτό ἔλεγε: «ὁ ἥλιος θά δύσει γι’ αὐτούς τό μεσημέρι» (Ἀμώς 8,9), ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἥλιος ἐξαφανίζεται οὔτε ὅτι διακόπτει τόν συνηθισμένο δρόμο του, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ λυπημένος ἄνθρωπος τό καταμεσήμερο φαντάζεται ὅτι εἶναι νύχτα. Ἡ σκοτεινή νύχτα δέν εἶναι τέτοια, ὅπως εἶναι ἡ νύχτα τῆς ἀθυμίας, ἡ ὁποία δέν προέρχεται ἀπό φυσικό νόμο, ἀλλά ἀπό σκοτισμό τῆς διάνοιας. Γι’ αὐτό καί εἶναι φοβερή καί ἀφόρητη, ἔχει πρόσωπο ἄσπλαχνο, εἶναι σκληρότερη ἀπό κάθε τύραννο, δέν ὑποχωρεῖ γρήγορα σέ κανένα ἀπό ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά τήν διαλύσουν, ἀλλά κρατεῖ πολλές φορές τήν ψυχή πού ἔχει κυριεύσει στερεώτερα ἀπό διαμάντι, ὅταν αὐτή δέν ἀκολουθεῖ τήν κατά Θεόν φιλοσοφία. Σήκω ἐπάνω καί ἅπλωσε τό χέρι σου στόν λόγο μου καί προ-σφερέ μου αὐτήν τήν καλή συμμαχία, γιά νά σέ ἀπαλλάξω τελείως ἀπό τήν αἰχμαλωσία ταῶν πικρῶν σκέψεων.
      Γνωρίζοντας αὐτά τά πράγματα, εὐσεβεστάτη κυρία μου, νά κοπιάζεις καί νά ἀγωνίζεσαι καί νά βιάζεις τόν ἑαυτό σου, ἔχοντας τήν συμμαχία τῶν λόγων μου, ὥστε νά διώχνεις καί νά ἀπομακρύνεις μέ πολλή ὁρμή τίς ἀπαισιόδοξες σκέψεις πού σέ ταράσσουν καί σοῦ προκαλοῦν θόρυβο και ζάλη[14]».
      Γιατί ὁ Θεός παραχωρεῖ αὐτή τήν δοκιμασία;
      «Γεννήτρια ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἡδονή καί ἡ πονηρία. Ὅποιος τίς ἔχει μέσα του δέν πρόκειται νά ἰδεῖ τόν Κύριον. Καθόλου δέν θά μᾶς ὡφελήσει ἡ ἀποχή ἀπό τήν πρώτη, δηλ. την ἡδονή, ἐάν δέν ἀπομακρύνωμε καί τήν Δευτέρα, δηλ. την πονηρία». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λόγος κστ α΄ μέρος, κεφ. 30).
Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία, ἐπειδή ἐμείς δέν μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, (δηλ. ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς καί δέν μπορεῖ νά δεῖ, σάν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς πού εἶναι, γι’ αὐτό καί δέν παίρνουμε σωστές ἀποφάσεις καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνώ θά πρέπει ὁ νοῦς νά στρέφεται συνέχεια στόν Θεό, νά ἐπιστρέψουμε ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς Παραβολῆς στόν Θεό Πατέρα μας). Ἔχομε βάλει κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν ἑαυτό μας, καί ὄχι τόν Χριστό. Ὁ ἐχθρός, ὁ διάβολος, κάθεται ἀπέναντι ἀπό τά μάτια μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, καί παρατηρεῖ ποιά πόρτα (αἴσθηση) εἶναι ἀνοικτή καί μπαίνει καί ἁλωνίζει.
Εἴτε τό πρόβλημα εἶναι ἀπό σωματική ἀρρώστεια ἤ ἀπό ψυχολογικούς λόγους. Ἡ ἀγάπη Του παραχωρεῖ αὐτόν τόν Σταυρό γιά νά μᾶς ξυπνήσει ἀπό τόν λήθαργο πού μᾶς δημιουργοῦν οἱ τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶν ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία καί ἡ ἄγνοια.
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας π. Παΐσιος ὅταν μοῦ εἶπε «νά φυλάγομαι ἀπό τόν κρυφό ἐγωϊσμό!»
      Πῶς ἀντιμετωπίζεται;.
      Λέει ὁ π. Πορφύριος: «Ὅλα τά κακά αἰσθήματα, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπογοήτευση, πού πᾶνε νά κυριεύσουν τήν ψυχή, φεύγουν μέ τήν ταπείνωση. Αὐτός πού δέν ἔχει ταπείνωση, ὁ ἐγωϊστής, δέν θέλει νά τοῦ κόψεις τό θέλημα, νά τόν θίξεις, νά τοῦ κάνεις ὑποδείξεις. Στενοχωρεῖται, νευριάζει, ἐπαναστατεῖ, ἀντιδρᾶ, τόν κυριεύει ἡ κατάθλιψη.
Ἡ κατάσταση αὐτή θεραπεύεται μέ τήν θεία χάρη. Πρέπει ἡ ψυχή νά στραφεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία θά γίνει μέ τό ν’ ἀγαπήσει τόν Θεό μέ λαχτάρα. Πολλοί Ἅγιοί μας μετέτρεψαν τήν κατάθλιψη σέ χαρά μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Παίρνανε δηλαδή τήν ψυχική δύναμη, πού ἤθελε νά τήν συντρίψει ὁ διάβολος, καί τήν δίνανε στόν Θεό καί τή μεταβάλλανε σέ χαρά καί ἀγαλλίαση.
Ἡ προσευχή, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μεταβάλλει σιγά σιγά τήν κατάθλιψη καί τήν γυρίζει σέ χαρά, διότι ἐπιδρᾶ ἡ χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἐδώ χρειάζεται νά ἔχεις τή δύναμη, ὥστε ν’ ἀποσπάσεις τήν χάρη τοῦ Θεού, πού θά σέ βοηθάει νά ἑνωθεῖς μαζί Του. Χρειάζεται τέχνη.
Ὅταν δοθεῖς στόν Θεό καί γίνεις ἕνα μαζί Του, θά ξεχάσεις τό κακό πνεῦμα, πού σέ τραβοῦσε ἀπό πίσω, κι ἐκεῖνο ἔτσι περιφρονημένο θά φύγει.
Στήν συνέχεια, ὅσο θ’ ἀφοσιώνεσαι στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τόσο δέν θά κοιτάζεις πίσω σου, γιά νά δεῖς αὐτόν πού σέ τραβάει. Ὅταν σέ ἑλκύσει ἡ χάρης, ἑνώνεσαι μέ τόν Θεό. Κι ὅταν ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό καί δοθείς σ’ Ἐκεῖνον, πάνε ὅλα τ’ ἄλλα, τά ξεχνᾶς καί σώζεσαι. Ἡ μεγάλη τέχνη, λοιπόν, τό μεγάλο μυστικό, γιά ν’ απαλλαγεῖς ἀπό τήν κατάθλιψη καί όλα τ’ ἀρνητικά, εἶναι νά δοθεῖς στήν αγάπη τοῦ Θεοῦ».

      Σχόλιο
      Ἡ πεῖρα μου μέ δίδαξε ὅτι πολλοί ἀπό τούς ψυχιάτρους δέν πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά σέ μία ἀνώτερη δύναμη καί φυσικά οὔτε στήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς. Καί διερωτῶμαι: Πῶς ἀσχολοῦνται μέ τήν «θεραπεία τῆς ψυχῆς» πού δεν γνωρίζουν καθόλου, οὔτε τόν ρόλο της, τίς δυνάμεις της, γιατί μᾶς δόθηκε;
Μία μέρα εἶπα σέ ἕναν φοιτητή τῆς ἰατρικῆς πού συζητούσαμε γιά τήν ψυχή: Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ποιός εἶναι ὁ ὁρισμός της; Ὄχι ἀόριστες λέξεις ἀλλά συγκεκριμένες. Δέν ξέρω μοῦ λέει. Τό δυστύχημα εἶναι ὄχι ὅτι ἐσύ δέν ξέρεις ἀλλά καί καθηγητές σου στήν σχολή δέν ξέρουν. Γιά νά σοῦ τό ἀποδείξω, πήγαινε μετά τό τέλος τοῦ μαθήματος στόν καθηγητή ψυχιατρικῆς καί νά εἶστε μόνοι σας καί πές του. «Κύριε καθηγητά μᾶς μιλήσατε γιά ψυχιατρική καί τήν ψυχή. Μπορεῖτε σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ πεῖτε τόν ὁρισμό ταῆς ψυχῆς πού ἐσεῖς προσπαθεῖτε νά θεραπεύσετε;» Σοῦ λέω νά εἶσθε μόνοι γιατί μπορεῖ ὁ καθηγητής νά τό πάρει διαφορετικά, ὅτι πᾶς νά τόν μειώσεις, νά τόν κοροϊδέψεις, καί μπορεῖ νά στραφεῖ ἐναντίον σου.
Πράγματι πῆγε ὁ φοιτητής καί τοῦ ζήτησε τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν δέν ὑπάρχει ὁρισμός. Ἕνας μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ὁὁρισμός ταῆς ψυχῆς. Θα χαρῶ νά μοῦ τόν φέρεις τοῦ εἶπε. Πόσο μεσάνυχτα εἶχε! Ἦρθε ὁ φοιτητής καί μοῦ τό εἶπε. Ἔλα νά σοῦ δώσω τόν ὁρισμό ταῆς ψυχῆς πού τόν αναφέρουν οἱ Ἅγιοι: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνοντας τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς λέει ὅτι «εἶναι οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στόν ὁργανικό καί αἰσθητικό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική ταῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαια παραμένει τό σώμα στήν ζωή. Ἡ ψυχή εἰσάγει ζωτική δύναμη στόν σωματικό ὀργανισμό γιά τήν ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεων». (Γρηγ. Νύσσης ἔργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 228, 250). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό σῶμα κινεῖται ἀπό τήν δύναμη καί τήν ἐνέργεια ταῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, γενητή, δημιουργημένη ἀπό τόν Θεό, εἶναι νοερά καί ζῶσα οὐσία, πού μεταδίδει τήν ζωή στό σῶμα, ἕως ὅτου διατηρεῖται ἡ ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος, μέ τήν βοήθεια καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἕναν ὁλοκληρωμένο ὁρισμό γιά τήν ψυχή μᾶς δίνει ὁ Ὅσιος Νικήτας Στηθᾶτος. Γράφει: «Οὐσία δέ ψυχῆς ἐστίν, ὡς καί ἄλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, ἁπλή, ἀσώματος, ζῶσα, ἀθάνατος, ἀόρατος, σωματικοῖς ὀφθαλμοίς μηδαμῶς θεωρουμένη, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος, ὁργανικῶ κεχρημένη σώματι καί παρεκτική τούτω ζωῆς κινήσεως, αὐξήσεως, αἰσθήσεως καί γεννήσεως, νοῦν ἔχουσα μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον, πατέρα καί προβολέα τοῦ Λόγου, αὐτεξούσιος φύσει, θελητική τε καί ἐνεργητική καί τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή». (Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 98).
      Ἄλλος ὁρισμός: «Ἡ ψυχή, ἐπίσης, εἶναι ζῶσα ὕπαρξη, ἁπλή, ἀσώματη ἡ φύση της εἶναι ἀόρατη μέ τά μάτια τοῦ σώματος εἶναι λογική καί νοερή, χωρίς σχῆμα κατοικεῖ σέ ὁργανικό σῶμα καί τοῦ παρέχει ζωή, ἀνάπτυξη, ἀντίληψη καί γέννηση δέν ἔχει τόν νοῦ σάν κάτι διαφορετικό ἀπό τόν ἑαυτό της, ἀλλά σάν τό πιό καθαρό στοιχεῖο της διότι, ὅπως εἶναι τό μάτι στό σῶμα, ἔτσι εἶναι καί ὁ νοῦς γιά τήν ψυχή. Εἶναι αὐτεξούσια καί ἔχει θέληση καί ἐνέργεια εἶναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα μέ τήν θέλησή της, διότι εἶναι κτιστή. Ὅλα αὐτά τά ἔχει λάβει μέ φυσική τάξη ἀπό τήν χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἡ ὁποία τῆς ἔδωσε καί τήν ὕπαρξη καί τήν φύση». (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνό Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, κεφ 26).
Ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: Αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μας, ἡ ὑπερηφάνειά μας.
      Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία πού ἔγραφε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν Ὀλυμπιάδα εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιά νά ἔρθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ.
      Τό φάρμακο τό ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός πού εἶναι ὁ Δημιουργός μας καί Αὐτός γνωρίζει τό «μηχάνημα» (ἄνθρωπο) πού κατασκεύασε καί γνωρίζει πώς λειτουργεῖ. Γι’ αὐτό ἐθέσπισε καί τά Μυστήρια τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως τοῦ Εὐχελαίου καί Θείας Εὐχαριστίας. Ἴδρυσε τήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό πνευματικό νοσοκομεῖο, γιά νά θεραπεύσει τήν ἄρρωστη ψυχή καί τό σῶμα.
      Τελειώνοντας τίς σκέψεις μου ὅτι: Θά τό διαπιστώσεις καί μόνο σου. Ὁ Θεός τίποτε δέν παραχωρεῖ χωρίς λόγο, παρά μόνο γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ποτέ πάνω ἀπό τήν δύναμή μας. Προσπάθησε νά καταλάβεις ὅτι πρίν σέ ἐπισκεφθεῖ ἡ «μαύρη φίλη μας», ὁ Θεός σέ προετοιμάζει. Πρίν σοῦ παραχωρήσει τόν πειρασμό, σοῦ στέλνει πρῶτα τήν χάρη Του νά σέ ἐνδυναμώσει. Γιατί ὁ διάβολος σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς καταπιεῖ ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρου, ε). Nά τόν περιφρονεῖς, μήν τοῦ δίνεις σημασία καί ἀναγκάζεται νά φύγει.

Ὡς ἐπίλογο

      Σάν ἐπίλογο σκεφθήκαμε νά παρουσιάσουμε τί μᾶς συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι Παΐσιος καί Πορφύριος γιά τό ἄγχος καί τήν κατάθλιψη[15];
      «Γιά νά θεραπευθοῦν τά διάφορα ψυχικά-ψυχολογικά νοσήματα, θά πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν τά πνευματικά τους αἴτια, πού εἶναι τά πάθη (μέ κυρίαρχο τόν ἐγωϊσμό) καθώς καί οἱ δαιμονικές ἐνέργειες.
      « Τί θά πεῖ ἄγχος, νεῦρα, ψυχασθένειες;» Ἐρωτοῦσε ὁ π. Πορφύριος.
Καί ἀπαντοῦσε: «Ἐγώ πιστεύω ὅτι ὑπάρχει διάβολος σ’ ὅλα αὐτά. Δέν ὑποτασσόμεθα στόν Χριστό μέ ἀγάπη. Μπαίνει ὁ διάβολος καί μᾶς ἀνακατεύει».
Αὐτά βέβαια (τά πάθη καί οἱ δαίμονες) δέν ἀπομακρύνονται μέ χάπια οὔτε μέ ἡλεκτροσόκ, ἀλλά μέ τό μυστήριο τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης. Ὁ ἄνθρώπος θά πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ μέ εἰλικρίνεια τά ἁμαρτήματα ὅλης του τῆς ζωῆς, τά κύρια γεγονότα πού τήν σημάδεψαν, καθώς καί τό πώς ἐκεῖνος τά ἀντιμετώπισε, ὅπως δίδασκε ὁ θεοφώτιστος Γέροντας Πορφύριος.
      Ὁ Γέροντας Παΐσιος, συμφωνόντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο θεωροῦσε ὅτι τά αἴτια τῶν περισσοτέρων ψυχικῶν ἀσθενειῶν εἶναι πνευματικά καί ὅτι τά «ψυχοφάρμακα» δέν θεραπεύουν, ἀλλά ἔχουν μόνον κατασταλτικό χαρακτήρα, καί ὅτι εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται μέ φειδώ σέ περιπτώσεις πασχόντων «ψυχασθενῶν», ἕως ὅτου καταστεῖ ἐφικτή ἡ ἐπικοινωνία μέ αὐτούς».
Κατόπιν ἡ συμβολή τοῦ μυστηρίου ταῆς Ἐξομολόγησης εἶναι καθοριστική γιά τήν ὁριστική καί ὁλοκληρωτική ψυχική-πνευματική θεραπεία μέ τήν Θεία χάρη. Εἴθε νά παύσει ὁ ἀποπροσανατολισμός τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πού τείνει νά ὑποκαταστήσει τόν πνευματικό μέ τόν ψυχολόγο ἤ τόν ψυχίατρο καί ὁ ὁποῖος (ἀσθενής) μάταια ἀναζητεῖ τήν ψυχική θεραπεία ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει.
      «Πᾶνε νά ἡρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι» παρατηρεῖ ὁ Γέροντας Παΐσιος «εἴτε μέ ἡρεμιστικά εἴτε μέ θεωρίες γιόγκα, καί τήν πραγματική ἡρεμία, πού ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δέν τήν ἐπιδιώκουν, γιά νά ἔρθη ἡ θεία παρηγορία μέσα τους».
      «Ὅταν συλλάβη ὁ ἄνθρωπος τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς, τότε φεύγει ὅλο τό ἄγχος του καί ἔρχεται ἡ θεία παρηγορία, καί θεραπεύεται.
Ἄν πήγαινε κανείς στό ψυχιατρεῖο καί διαβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Ἡ θεραπεία ὑπάρχει μόνο στό ἀληθινό ψυχιατρεῖο, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί παρέχεται δωρεάν ἀπό τόν Ἰατρό ταῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό».
      «Ὅποιος τούς ἐπεσκεπτόταν καί συνωμιλοῦσε μαζί τους ἤ ἀκόμη καί μόνον νά ἔβλεπε ἐν σιωπῆ τήν μορφή τους, ἔνιωθε ὅτι ἀνέπνεε καθαρό ὀξυγόνο καί ἀναζωογονεῖτο.
      Ἦταν, ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἕνας γνήσιος παραδοσιακός Ἁγιορείτης μοναχός μέ πνεῦμα διακονίας, ἀγάπης καί πόνου γιά τούς ἀνθρώπους».




[1] «Ἡ λέξη λογισμός στήν ἀσκητική γλῶσσα δηλώνει εἴτε μία ἁπλῆ σκέψη πού περνάει ἀπό τόν νοῦ, εἴτε μία κίνηση τῆς ψυχῆς πρός τό καλό ἤ πρός τό κακό, εἴτε μία τάση καλή ἤ κακή, ἡ ὁποία ἔχει ἀποκτηθῆ μέ τήν συνεργασία τοῦ νοῦ, τῆς συνειδήσεως, τοῦ συναισθήματος καί ταῆς βουλήσεως. Ἐπειδή οἱ λογισμοί προηγοῦνται κάθε πράξεως, γι' αὐτό ὁ ἀγώνας κάθε πιστοῦ, γιά νά εἶναι σωστός, πρέπει νά στρέφεται πρωταρχικά στήν ἐξέταση τῶν λογισμῶν, ὥστε νά καλλιεργοῦνται οἱ καλοί καί νά ἀποβάλλωνται οί κακοί». (Λόγοι Γέροντος Παϊσίου τόμ. Γ΄, κυρία σελίδα.
[2] «καί ἡ συνεχής διάπραξή της γίνεται πάθος». (Λόγοι Γέροντος Παϊσίου τόμ. Γ, σελ. 4).
[3] «Καί προσβολή εἶναι, ὅπως λένε, εἶναι ὁ ἁπλός λογισμός, ἤ ἡ εἰκόνα κάποιου καινούργιου τυχόν πράγματος πού γεννήθηκε στήν καρδιά μας καί ἐμφανίζεται στό νοῦ. Συνδυασμός εἶναι τό νά συνομιλήσει κανείς μ’ αὐτό πού φάνηκε μέ πάθος ἤ χωρίς πάθος. Συγκατάθεση εἶναι ἡ ἐνήδονη συγκατάνευση τῆς ψυχῆς πρός αὐτό. Αἰχμαλωσία εἶναι ἡ βίαιη καί ἀθέλητη ἀπαγωγή τῆς καρδιᾶς, ἤ ἡ ἐπίμονη συναναστροφή μέ αὐτό πού τυχόν φάνηκε, πρᾶγμα πού ἀφανίζει τήν ἄριστη κατάστασή μας. Πάθος κυρίως λένε ἐκεῖνο πού φωλιάζει πολύν καιρό μέσα στήν ψυχή ἐμπαθῶς. Ἀπό ὅλα αὐτά, τό πρῶτο εῖναι ἀναμάρτητο, τό δεύτερο, ὄχι πάντα, τό τρίτο, ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀγωνιζομένου. Ἤ πάλη τέλος, προξενεῖ ἤ τά στεφάνια, ἤ τίς τιμωρίες. (Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης: Νηπτικά Κεφάλαια Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ Ἀθήνα,1986, Περιβόλι τῆς Παναγίας» κεφ. 35).
[4] Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, «ὁ ἀσκητής τῆς Παναγούδας», σελ. 85
[5] Στήν μονή Σταυρονικήτα καί στό Κελλί τοῦ τιμίου Σταυρού.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1968 πῆγε νά βοηθήσει στήν ἐπάνδρωση καί κοινοβιοποίηση ταῆς Μονῆς Σταυρονικήτα. Τόν ἑπόμενο μήνα ἐκοιμήθη ὁ λίαν ἐνάρετος Γέροντάς του παπα - Τύχων, πού προαισθάνθηκε τό τέλος του, κι ἐγκάρδια τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία του νά κατοικήσει στό ταπεινό του Κελλί τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἀπό ἐκεῖ ἔγραφε σ’ ἐπιστολή του: «Βρίσκομαι στή γλυκειά μου ἡσυχία (πού ἀπό μόνη της εἶναι μυστική προσευχή)…εὔχεσθε νά ἀφανισθῶ μάλλον παρά νά ἐμφανίζομαι, διότι μόνον τότε θά ἐκτελέσω τόν προορισμό μου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅταν ἀφανίζωμαι τότε νοιώθω τόν ἑαυτό μου νά βρίσκεται κοντά στόν ταλαιπωρημένο κόσμο». Πρόκειται γιά τήν «ἔνδοξη ἀδοξία» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τήν φίλη ὅλων ταῶν Ἁγίων, τήν ὄντως γλυκειά ἱερά ἡσυχία. Ἐνώ στήν ἀρχή ἀπαντοῦσε σχεδόν σέ ὅλες τίς ἐπιστολές, κατόπιν κουράστηκε καί τίς ἀπαντήσεις τίς ἔστελνε προσευχόμενος γιά τόν κάθε ἐπιστολογράφο του. Ὅπως καί γιά τά σημειώματα πού ἄφηναν οἱ ἐπισκέπτες στήν ἐξώθυρά του μέ διάφορα πονεμένα αἰτήματά τους. Ὁ πολύς κόσμος τόν κούραζε, ἀλλά ὑπέμενε καί προσπαθοῦσε ὅλους νά τούς βοηθήσει πού εἶχαν τόσες ἀνάγκες καί τούς λυπόταν ἡ φιλεύσπλαχνη καρδιά του, πού ἤθελε νά τήν κόψει κομματάκια, ἄν μποροῦσε, νά τήν μοιράσει ἀντίδωρο στούς δυσκολεμένους.
Ὁ Θεός τόν παρηγοροῦσε καί τόν βοηθοῦσε μέ θαυμαστές φωταψίες, πού τόν ἔσωζαν ἀπό τά ἀσέληνα σκοτάδια τῆς νυχτας καί τούς πολλούς κινδύνους τοῦ δάσους, ἀλλά καί μέ τίς ἐμφανίσεις ταῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῶν προσφιλῶν Ἁγίων, ὅπως τοῦ φιλτάτου τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. «Θά ἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια, γιά νά δεῖ αὐτή τήν ὡραιότητα…». Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε τήν παράδοση κι εὐθαρσῶς ἀντιδροῦσε στούς ἐκκλησιαστικούς νεωτερισμούς. Σ’ ἕναν ἱερέα πού ὑποστήριζε τήν ἀφαίρεση τοῦ ράσου, τοῦ ἔδωσε ἕναν καρπό λέγοντας «παπᾶς ἀράσοτος ἴσον ἄσωτος». Τόν ἱερέα τόν ἤθελε πάντα ταπεινό, σεμνό, εὐλαβῆ, κατανυκτικό, διδακτικό καί σιωπώντα κι ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση σέ ὅλους τούς ἱερεῖς, στούς ὁποίους ἔβαζε ἐγκάρδια μετάνοια.
[6] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Κλίμαξ, σελ. 103
[7] Ἦχος πλ. Β΄, Σαββάτων ὠδή ε, τροπάριο 2
[8] Λόγοι Γέροντος Παϊσίου πνεματικός ἀγώνας τόμος Γ΄
[9] Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Λόγος Ζ΄, Ε.Π.Ε 8Α,
[10] Ὁ Γέροντας διαρκῶς ἀνέφερε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά ἔχουν ἀρχοντική ἀγάπη. «Ὅ,τι προσφέρουμε ἤ κάνουμε», ἔλεγε «πρέπει νά γίνεται φιλότιμα καί ὄχι ἀναγκαστικά καί συμφεροντολογικά. Νά μήν ἀκολουθοῦμε ἀπό φόβο ἀλλά νά ἔχουμε θέληση καί καλή προαίρεση, ὅπως καί ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε σέ αὐτόν τόν κόσμο». Φιλότιμο, κατά τόν Ὅσιο, εἶναι «τό εὐλαβικό ἀπόσταγμα ταῆς καλοσύνης, ἡ λαμπικαρισμένη ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου». Ἔλεγε: «νά ἔχετε φιλότιμο καί νά μήν ἐκμεταλλεύεστε τήν καλοσύνη τῶν ἄλλων». «Τά φιλότιμα παιδιά προσέχουν πώς νά ξεκουράσουν καί νά εὐχαριστήσουν τούς γονεῖς των».
[11] Γέροντος Παϊσίου λόγοι περί προσευχῆς τόμος στ΄, ἔκδ. Ἱερόν ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012, σελ. 231 κ.ἑξῆς
[12] Ὁσίου Θεοφάνους Ἐγκλείστου, Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή, Ἱ. Μ. Παρακλήτου.
[13] Αββά Ισαάκ Ασκητικά, λόγος κστ, κεφ. 16, ΕΠΕ, 8α
[14] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 37, σελ. 452
[15]Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἱερομονάχου Σάββα τοῦ Ἁγιορείτου «ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ-ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου