Τρίτη, Οκτωβρίου 04, 2016

Όλα τα είχαμε η καύση μας έλειπε...

Στην μικρή μας πόλη, τον Βόλο, όπου -κατά πως φαίνεται- έχουμε λύσει όλα τα προβλήματα από τα καθημερινά όπως π.χ.των πεινώντων ανθρώπων, των βρωμερών δρόμων και των αδέσποτων σκύλων έως τα άλλα της δημόσιας αξιοπρέπειας και ηθικής όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στις δράσεις ή την απραξία κάποιων αρχόντων μας είπαμε να ασχοληθούμε (one more time) με ζητήματα "προηγμένων" κοινωνιών όπως αυτό της καύσης των νεκρών! 

Έτσι ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γραφείων Τελετών Ελλάδος κ. Αγγελέτος έδωσε συνέντευξη για τα ταφικά έθιμα, ενόψει του 3ου Συνέδριο της Ένωσης Λειτουργών Γραφείων Κηδειών Ελλάδος με θέμα «Εξέλιξη των ταφικών εθίμων στην Ελλάδα και η αποτέφρωση των νεκρών», το οποίο πραγματοποιείται στο Βόλο (ή για να είμαστε πιο ακριβείς σε ξενοδοχείο της διπλανής Αγριάς).

Μάλιστα ο πρόεδρος προανήγγειλε και πρακτική εξάσκηση (ρίψη τέφρας στη θάλασσα με σκάφος στον Παγασητικό)! Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι  αναφέρεται στην Αντιγόνη και στα αρχαία έθιμα αλλά όχι στα χριστιανικά. (Γιατί άραγε; Μήπως επειδή η Εκκλησία μας είναι αντίθετη με την καύση;) 

Είμαστε σίγουροι πως ο μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος θα αναφερθεί στο ζήτημα αυτό προκειμένου να αποσοβήσει τον όποιο κίνδυνο παραπλάνησης των πιστών. 
Μέχρι τότε ας θυμίσουμε εμείς κάποιες χριστιανικές απόψεις επί του θέματος.

 Η καύση των νεκρών από την άποψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας και ηθικής
Γεώργιος Μαντζαρίδης
Καθηγητής της θεολογικής σχολής του παν/μίου Θεσσ/νίκης

Ἀπέναντι στά ὁριακά φαινόμενα τῆς ὑπάρξεώς του ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται πρωτίστως συμβολικά. Καί ἡ μορφή τῆς συμβολικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς ἐκφράζει τήν οὐσιαστική στάση του ἀπέναντι στά ἀντίστοιχα φαινόμενα. Ἡ προτίμηση τῆς καύσεως ἤ τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν δέν ἐξαντλεῖται στό ἐπίπεδο τῆς λογικῆς ἤ τῆς γραφειοκρατίας, ἀλλά ἀνάγεται στό βάθος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου· ἀνάγεται στή στάση του ἀπέναντι στό ὀξύτερο ὁριακό φαινόμενο τῆς ὑπάρξεώς του, στό θάνατο. Καί τό νόημα πού προσδίδει ὁ ἄνθρωπος στό θάνατο ἀποτυπώνεται στή μία ἤ τήν ἄλλη προτίμησή του.
          Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τή σταθερή ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπειλεῖται μόνο, ἀλλά ἔχει καί συνείδηση τῆς ἀπειλῆς αὐτῆς. Ὁ θάνατος ἔρχεται νά διαλύσει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καί ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει τήν ἀγωνία τῆς διαλύσεως αὐτῆς μέσα στήν ἴδια τή ζωή του. Γι' αὐτό ἡ εἰκόνα πού διαμορφώνει γιά τό θάνατο καί τήν μεταθανάτια προοπτική προσδιορίζει ἀποφασιστικά τή στάση του ἀπέναντι στούς νεκρούς καί στό νεκρό ἑαυτό του.
          Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, δέν ἀποτελεῖ δογματικό θέμα μέ τήν ἔννοια κάποιου δογματικοῦ ὅρου. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, δέν θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή ταφή ἤ τήν καύση τους. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ταφή τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προτίμηση τῆς ταφῆς καί ἡ ἀπόρριψη τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν συνδέονται στενά μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του.
          Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποστρέφεται τό σῶμα, ἀλλά τό τιμᾶ. Ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τόν Θεό ὄχι μόνο ὡς ψυχή, ἀλλά καί ὡς σῶμα. Εἰκόνα Θεοῦ εἶναι τό συναμφότερον, ψυχή καί σῶμα. Καί ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό. Ἄν καί ἡ καύση τοῦ σώματος συνέβαινε νά ὑπηρετεῖ τόν σκοπό αὐτό, μποροῦσε νά γίνει ὄχι μόνο ἀποδεκτή, ἀλλά καί ἐπιθυμητή.
          Οἱ χριστιανοί πού καταδικάζονταν στόν διά πυρᾶς θάνατο δέν τόν ἀπέφευγαν, ἀλλά τόν ὑπέμεναν προσβλέποντας στήν τελική ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ εὐχή πού διατυπώνει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γιά τόν ἑαυτό του: "Πῦρ καί σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ἀνατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί ὀστέων, συγκοπή μελῶν, ἀλεσμοί ὅλου τοῦ σώματος... ἐπ' ἐμέ ἐρχέσθωσαν, μόνον ἵνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω". Ὁ πόθος αὐτός γιά πλήρη ἀφανισμό δέν ὀφείλεται σέ ἐχθρότητα πρός τό σῶμα ἤ τήν ὕλη, ἀλλά στήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πόθος γιά τή φανέρωση τῆς ὀντολογικῆς ἀλήθειας τῆς εἰκόνας.
          Ἐχθρότητα πρός τό σῶμα παρατηρεῖται στίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί τήν εἰδωλολατρεία. Ἡ Ἐκκλησία δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς "σῆμα", δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, γιά νά θέλει νά τό ἀφανίσει. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται νά λατρεύσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες, πού στεγάζουν τούς ζωντανούς. Γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά διατηρεῖ ὡς πολύτιμους θησαυρούς.
          Γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τόσο ἱερή καί συγγενής πρός τόν Θεό, ὥστε νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ αὐτόν σέ μιά ἀδιαίρετη ὑπόσταση. Ἔτσι στήν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ τό ἀνθρώπινο σῶμα ἑνώνεται ἀδιαίρετα καί ἀσύγχυτα μέ τήν Θεότητά του, ἐνῶ στίς ἀνθρώπινες ὑποστάσεις τό σῶμα δέχεται τήν ἄκτιστη θεία χάρη καί μετέχει στή θεία ζωή. Γι' αὐτό ὁ Χριστιανός δέν ἀποστρέφεται τό σῶμα του, οὔτε θέλει νά τό ἀποβάλει ὡς ἐχθρικό, ἀλλά ἐπιθυμεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση καί ἀφθαρτοποίησή του.
          Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή ἤ στή συνέχεια ἡ διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἄλλωστε γνωρίζουμε σήμερα ὅτι καί τά ξερά ὀστᾶ διατηροῦν ζωντανή τή βιολογική ταυτότητα τοῦ νεκροῦ, ἀλλά ὄχι καί ἡ στάχτη. Ὅποιος ὅμως βλέπει τό νεκρό ἀνθρώπινο σῶμα ὡς μακάβριο πτῶμα εἶναι φυσικό νά τό ἀποστρέφεται καί νά θέλει νά τό ἐξαφανίσει. Δέν διακρίνει σύμβολα, ἀλλά φυσικά ἀντικείμενα μέ χρηστική ἤ καί χρηματιστική ἀξία. Λησμονεῖ τήν καρδιά καί σκέφτεται λογικά. Μέ τήν προβληματική μάλιστα τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων θεωρεῖ λογικότερη καί πρακτικότερη τήν καύση τῶν νεκρῶν. Τό μόνο λογικό κενό πού παραμένει ἐδῶ, εἶναι γιατί νά ὑπάρχει μιά ἄσκοπη καύση, χωρίς ταυτόχρονη χρήση τοῦ ὑλικοῦ πού μπορεῖ νά προκύψει ἀπό τό νεκρό σῶμα.
          Σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς ἀδιαίρετης Χριστιανοσύνης ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους.
          Ἡ θέληση γιά τήν ἐξαφάνιση ἤ τή διατήρηση τοῦ νεκροῦ σώματος στόν τάφο συνδέεται ἄμεσα μέ τήν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό θάνατο. Ὅταν κάποιος ἐπιθυμεῖ νά λησμονήσει τό θάνατο, εἶναι φυσικό νά θέλει νά ἐξαφανίσει καθετί πού συνδέεται μέ αὐτόν ἤ τόν ὑπενθυμίζει. Καί σ' αὐτό θωρακίζεται ἀπό τά σχετικά συστήματα τῆς κοινωνίας μας. Ὅλα βοηθοῦν στήν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου. Μέσα στό κλίμα αὐτό εἶναι φυσικό νά ἐπιδιώκεται καί ἡ ἐξαφάνιση τοῦ νεκροῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ ταφή στό μνῆμα διατηρεῖ τή μνήμη· τή μνήμη τοῦ νεκροῦ, ἀλλά καί τοῦ θανάτου. Καί γιά νά διατηρεῖ κάποιος τή μνήμη αὐτή, χωρίς νά βασανίζεται, χρειάζεται νά πιστεύει στή νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου.
          Ὁ Χριστιανός πιστεύει στή νίκη αὐτή καί περιμένει τήν ἀνάσταση: "προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν". Περιμένει τήν ἀνάσταση πού ἀφορᾶ ὁλόκληρη τή σωματοψυχική του ὑπόσταση. Περιμένει τήν ἀνάσταση τοῦ καινούργιου ἀνθρώπου μέσα ἀπό τό σῶμα πού φθείρεται, ὅπως περιμένει καί τό καινούργιο σιτάρι μέσα ἀπό τό σπόρο πού σαπίζει στή γῆ. Ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστη ἤ ἡ προσδοκία αὐτή, τότε καί ἡ στάση ἀπέναντι στό θάνατο καί τό νεκρό σῶμα γίνεται ἀνάλογη. Καί ἡ στάση αὐτή ἐμπνέει τό ἦθος πού καλλιεργήθηκε ἐπί αἰῶνες στόν τόπο αὐτόν, ἐνῶ ἡ καύση εἰσάγει νέο ἦθος.
          Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν προσβάλλει, ἄμεσα τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως. Προσβάλλει ὅμως τό αἴσθημα καί τό ἦθος πού καλλιεργεῖ τό δόγμα αὐτό. Παραμορφώνει τήν προοπτική καί τήν προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι θίγεται καί τό δόγμα, μιά ἀπό αὐτό εἶναι ὀργανικά ἑνωμένο μέ τό ἦθος καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Στόν τόπο αὐτόν, ὅπου δέν ἦταν ἄγνωστη ἡ καύση τῶν νεκρῶν, καθιερώθηκε μέ τή χριστιανική διδασκαλία καί διατηρήθηκε στή συνέχεια ὡς αὐτονόητη ἡ ταφή τῶν νεκρῶν. Μιά πράξη συμβολική, πού παραλληλίζεται μάλιστα ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο μέ τή σπορά τοῦ κόκκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς καινούργιας ζωῆς. Ὅταν σβήνει ἡ προσδοκία αὐτή, χάνει καί ἡ ταφή τή συμβολική διάστασή της.
          Ἡ γλώσσα κάθε λαοῦ φανερώνει μέ ἄμεσο τρόπο τό αἴσθημα καί τό ἦθος του. Τό αἴσθημα καί τό ἦθο μας ἀπέναντι  στούς νεκρούς ἀποτυπώθηκε ἀνεξίτηλα στή γλώσσα μας. Καί ἡ ἀποτύπωση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί διατηρεῖται ζωντανή ὥς σήμερα στήν καθημερινή μας ζωή. Στή γλώσσα μας λοιπόν ὁ νεκρός χαρακτηρίζεται ὡς κεκοιμημένος καί τό νεκροταφεῖο ὡς κοιμητήριο. Ποτέ δέν σκέφτεται κάποιος νά κάψει αὐτόν, γιά τόν ὁποῖο ἔχει τό αἴσθημα ὅτι κοιμᾶται, ἐκτός ἄν τόν μισεῖ θανάσιμα. Ἐπιπλέον, ὁ νεκρός ὀνομάζεται συγχωρημένος. Καί τό ρῆμα "πέθανε" ἔχει ὡς συνώνυμό του τό "συγχωρήθηκε". Ἡ συγχώρηση ἀποτελεῖ μεγαλειώδη σύνθεση αἰσθήματος καί ἤθους. Ἤθους, γιατί μᾶς συμφιλιώνει μέ αὐτόν πού συγχωρεῖται. Καί αἰσθήματος, γιατί αὐτός πού συγχωρεῖται γίνεται ἀποδεκτός στόν ἐσωτερικό χῶρο τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.
          Ὁ νεκρός πού συγχωρεῖται προσλαμβάνεται στό χῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς τῶν ζωντανῶν. Παραμένει στή μνήμη τους. Γίνονται μνημόσυνα γι' αὐτούς, καί μάλιστα σέ τακτά χρονικά διαστήματα, πού συνδέονται καί μέ τίς διάφορες φάσεις ἀλλοιώσεως τοῦ σώματος. Ὁ τάφος εἶναι μνῆμα, δηλαδή τόπος μνήμης καί ἐπισκέψεως γιά ὅσους ἀγάπησαν καί συγχώρησαν τόν νεκρό. Ἔτσι ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ὡς "συγχωρημένος". Καί ἡ μνήμη του διασώζεται ὅσο ὑπάρχουν ζωντανοί πού τόν θυμοῦνται. Ἀλλά τελικά ὅλοι οἱ νεκροί "συγχωροῦνται", γιατί διασώζονται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ αἰωνίως ζῶν, "ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος".
          Ὅταν ὑπάρχει τό αἴσθημα καί τό ἦθος αὐτό, δέν προβάλλεται θέμα χωροταξικοῦ ἀδιεξόδου γιά τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ὅπως δέν προβάλλεται τέτοιο θέμα, ὅταν χρειάζεται νά καλυφθοῦν ἄλλες ζωτικές ἀνάγκες τῆς κοινωνίας. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης νά διατηρηθεῖ ζωντανή ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν βρίσκει τούς τόπους καί τούς τρόπους γιά τήν ἱκανοποίησή τους. Ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν μᾶς θυμίζει τίς ρίζες μας, τήν παράδοσή μας, τό χρέος μας ἀπέναντι σ' αὐτούς καί τούς ἐπιγόνους τους. Ἡ λήθη τῶν νεκρῶν ἀφήνει μετέωρη τήν κοινωνία τῶν ζωντανῶν. Ἡ κοινωνία μας, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι ἀδιανόητη  χωρίς τούς νεκρούς. Ἡ γλώσσα μας, ἡ πατρίδα μας, τά ἤθη καί ἔθιμά μας, ὁ πολιτισμός μας, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή μας προέρχεται ἀπό αὐτούς. Οἱ τάφοι καί τά λείψανά τους εἶναι σεβαστά ἤ ἀκόμα καί ἱερά. Ἡ ἀποτέφρωσή τους δέν μπορεῖ νά μήν ἀντανακλᾶται καί σ' αὐτά πού μᾶς κληροδότησαν.
          Ἡ ἀτομοκρατική ἀντίληψη, πού χαρακτηρίζει τόν νεωτερικό καί μετανεωτερικό ἄνθρωπο, ἔρχεται σέ ἀντίθεση ὄχι μόνο μέ τή χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί μέ τήν κοινή αἴσθηση γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ὁ Χριστιανισμός διδάσκει ὅτι ἡ ὕπαρξή μας ἀνήκει στόν Θεό. Γι' αὐτό καί μᾶς προτρέπει νά δοξάζουμε τόν Θεόν ὄχι μόνο μέ τό πνεῦμα, ἀλλά καί μέ τό σῶμα μας. Ἀλλά καί ἡ κοινή ἐμπειρία μᾶς διδάσκει ὅτι δέν ἔχουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας τήν ὕπαρξή μας, ἀλλά τήν δεχόμαστε ἀπό ἔξω. Ἡ γέννησή μας, ἡ διατήρηση καί αὔξησή μας συνδέονται μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τό φυσικό μας περιβάλλον.
          Βέβαια εἴμαστε ἐλεύθεροι καί ὑπεύθυνοι γιά τίς ἐπιλογές καί τή συμπεριφορά μας. Ἡ ἄκριτη ὅμως καί ἀπεριόριστη ἐπίκληση τῆς ἐλευθερίας καί τῆς αὐτεξουσιότητας οὔτε λογική οὔτε ἀνθρώπινη εἶναι. Κανείς δέν μᾶς ρώτησε ἄν θέλουμε νά γεννηθοῦμε καί κανείς δέν θά μᾶς ρωτήσει ἄν θέλουμε νά πεθάνουμε. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει τούς φυσικούς καί βιολογικούς του περιορισμούς καί κανείς δέν μπορεῖ νά παραθεωρήσει τίς ὑποχρεώσεις καί τίς δεσμεύσεις πού συνεπάγεται ἡ ἰδιότητά του ὡς κοινωνικοῦ ὄντος. Καί ὅμως, συχνά παρακάμπτουμε ὁρισμένα αὐτονότητα καί χρησιμοποιοῦμε τίς ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας καί γενικότερα τῶν δικαιωμάτων μας μέ σοφιστικό τρόπο. Ἡ εὕρεση τῆς χρυσῆς τομῆς ἀνάμεσα στήν ἀτομική ἐλευθερία καί τήν κοινωνική ἐξάρτηση εἶναι δύσκολη ἤ καί ἐπώδυνη, ἀλλά ταυτόχρονα ἀπαραίτητη καί ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη. Καί ὅταν στήν προβληματική αὐτή προστεθεῖ ἡ μεταβλητή τοῦ θανάτου, τά πράγματα γίνονται δυσχερέστερα.
          Εἰδικότερα, στό θέμα τῆς καύσεως τῶν Ὀρθοδόξων ὑπάρχει ἕνα λεπτό σημεῖο. Μπορεῖ κάποιος νά ζητήσει νά καεῖ μετά τό θάνατό του. Ἡ καύση του ὅμως θά πραγματοποιηθεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού θά βρίσκονται στή ζωή. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι πολύ πιθανό - καί στόν τόπο μας ἴσως βέβαιο - νά ἔχουν ἀντιλήψεις πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος. Πῶς αὐτοί θά ὑποχρεωθοῦν νά ἐκπληρώσουν τήν ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος; Καί κατά πόσον ἡ ἀτομική ἐπιθυμία ἐκείνου, πού ἐδῶ ἐκφράζει μιά τοποθέτηση ἀπέναντι στό ἀνθρώπινο σῶμα, δέν παραβιάζει τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως ἐκείνων πού εἶναι τοποθετημένοι διαφορετικά;
          Ἀπό τήν Ἰουστινιάνεια κωδικοποίηση ἔχουμε τό ἑξῆς παράδειγμα. Ἕνας Ρωμαῖος πολίτης κατέστησε κάποιον κληρονόμο του μέ τήν προϋπόθεση νά ρίξει τό λείψανό του στή θάλασσα. Ὁ κληρονόμος ἀρνήθηκε νά τό ρίξει στή θάλασσα καί τό ἐνταφίασε. Τότε ἐγέρθηκε θέμα διεκδικήσεως τῆς κληρονομιᾶς μέ τό αἰτιολογικό ὅτι ὁ ἀποδέκτης δέν τήρησε τήν διαθήκη, ὅσον ἀφορᾶ τό λείψανο τοῦ διαθέτου. Τό δικαστήριο θεώρησε τήν πράξη τῆς ἀπόρριψης στή θάλασσα ὡς ἀνήθικη καί τή μή συμμόρφωση τοῦ κληρονόμου ὡς ἐπαινετή ἐνέργεια, πού συνάδει μέ τά χρηστά ἤθη.


          Παραπονούμαστε ὅτι ὁ ἱστός τῆς κοινωνίας μας τείνει νά διαλυθεῖ. Δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά ἐνισχύσουμε τή διάλυσή του. Τό αἴτημα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι σεβαστό. Ἄλλωστε καί αὐτό ἐκφράζει ἐπιθυμία συντονισμοῦ μέ τή δική τους ἐκκοσμικευμένη κοινωνία. Ὁ ἴδιος νόμος στή δική μας κοινωνία θά λειτουργήσει πρός τήν ἀντίθετη  κατεύθυνση. Ἐνῶ ἐκεῖνοι θά συντονισθοῦν μέ τούς δικούς τους, ἐμεῖς θά ἀποσυντονισθουμε μεταξύ μας. Θά θεσμοποιήσουμε μιά ἀποκλίνουσα συμπεριφορά στήν κοινωνία μας. Καί ἡ θεσμοποίηση αὐτή θά δημιουργήσει τήν ἐντύπωση τῆς δικαιώσεώς της. Ἀσφαλῶς καί ἡ ἀποκλίνουσα συμπεριφορά δέν μπορεῖ νά ἀπαγορευθεῖ, ἰδίως μάλιστα ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού προϋποθέτει πάντοτε τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιβάλλει τήν πίστη καί τίς τελετές της σέ ὅσους εἶναι ξένοι πρός αὐτήν. Ἀλλά καί ὅσοι εἶναι ξένοι πρός τήν Ἐκκλησίαν δέν μποροῦν νά ἀπαιτοῦν ἀπό αὐτήν νά εὐλογεῖ τίς αὐθαίρετες ἐπιλογές τους.

4 σχόλια:

  1. 1) ᾿Εν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ.
    2) Καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τῷ ῎Αχαρ· τί ὠλόθρευσας ἡμᾶς; ἐξολοθρεύσαι σε Κύριος καθὰ καὶ σήμερον. καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν λίθοις πᾶς ᾿Ισραήλ.
    3) Τάδε λέγει Κύριος· ἐπὶ ταῖς τρισὶν ἀσεβείαις Μωὰβ καὶ ἐπὶ ταῖς τέσσαρσιν οὐκ ἀποστραφήσομαι αὐτόν, ἀνθ᾿ ὧν κατέκαυσαν τὰ ὀστᾶ βασιλέως τῆς ᾿Ιδουμαίας εἰς κονίαν.
    4) Kαὶ ἐκοιμήθη ᾿Ασὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτελεύτησεν ἐν τῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ μνήματι, ᾧ ὤρυξεν ἑαυτῷ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐκοίμησαν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ἔπλησαν ἀρωμάτων καὶ γένη μύρων μυρεψῶν καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ἐκφορὰν μεγάλην ἕως σφόδρα.
    5) Καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι, Κύριε, τοῦ ποιῆσαι τοῦτο, εἰ αἷμα τῶν ἀνδρῶν τῶν πορευθέντων ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν πίομαι· καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτό. ταῦτα ἐποίησαν οἱ τρεῖς δυνατοί. καὶ ᾿Αβεσσὰ ὁ ἀδελφὸς ᾿Ιωὰβ υἱὸς Σαρουΐας αὐτὸς ἄρχων ἐν τοῖς τρισί. καὶ αὐτὸς ἐξήγειρε τὸ δόρυ αὐτοῦ ἐπὶ τριακοσίους τραυματίας, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισίν· ἐκ τῶν τριῶν ἐκείνων ἔνδοξος, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄρχοντα, καὶ ἕως τῶν τριῶν οὐκ ἦλθε. καὶ Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ ἀνὴρ αὐτὸς πολλοστὸς ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ, καὶ αὐτὸς ἐπάταξε τοὺς δύο υἱοὺς ᾿Αριὴλ τοῦ Μωάβ· καὶ αὐτὸς κατέβη καὶ ἐπάταξε τὸν λέοντα ἐν μέσῳ τοῦ λάκκου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς χιόνος· αὐτὸς ἐπάταξε τὸν ἄνδρα τὸν Αἰγύπτιον, ἄνδρα ὁρατόν, ἐν δὲ τῇ χειρὶ τοῦ Αἰγυπτίου δόρυ ὡς ξύλον διαβάθρας, καὶ κατέβη πρὸς αὐτὸν ἐν ράβδῳ καὶ ἥρπασε τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Αἰγυπτίου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν ἐν τῷ δόρατι αὐτοῦ. ταῦτα ἐποίησε Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαέ, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισὶ τοῖς δυνατοῖς· ἐκ τῶν τριῶν ἔνδοξος, καὶ πρὸς τοὺς τρεῖς οὐκ ἦλθε· καὶ ἔταξεν αὐτὸν Δαυὶδ πρὸς τὰς ἀκοὰς αὐτοῦ. καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυὶδ τοῦ βασιλέως· ᾿Ασαὴλ ἀδελφὸς ᾿Ιωὰβ (οὗτος ἐν τοῖς τριάκοντα), ᾿Ελεανὰν υἱὸς Δουδὶ πατραδέλφου αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ.
    6) Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι.
    7) Kαὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ’ ἄκρου τῆς γῆς ἕως τοῦ οὐρανοῦ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 8) Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε,δι’ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε. Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται· εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται. εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο. εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν. Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. ἐπειδὴ γὰρ δι’ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι’ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται. ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ· εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν. δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος· πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα. ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν; τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν. μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. Ἀλλ’ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζῳοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα. οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ, ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων, ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν. καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα ἐπίγεια· ἀλλ’ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων. ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ. οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν· ἀλλ’ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικὸν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν. ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ. οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι. καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου. Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία, ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος. τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. 9) Kαθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινὸν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.
    10) Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, χαίρετε ἐν Κυρίῳ. τὰ αὐτὰ γράφειν ὑμῖν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές. Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας, βλέπετε τὴν κατατομήν· ἡμεῖς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή, οἱ Πνεύματι Θεοῦ λατρεύοντες καὶ καυχώμενοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ οὐκ ἐν σαρκὶ πεποιθότες, καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί. εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί, ἐγὼ μᾶλλον· περιτομῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος, κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος. ἀλλ’ ἅτινα ἦν μοι κέρδη, ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν. ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι’ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μὴ ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ νόμου, ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Χριστοῦ, τὴν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ πίστει, τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν. οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι, διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω, ἐφ’ ᾧ καὶ κατελήφθην ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ. ἀδελφοί, ἐγὼ ἐμαυτὸν οὔπω λογίζομαι κατειληφέναι· ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὅσοι οὖν τέλειοι, τοῦτο φρονῶμεν· καὶ εἴ τι ἑτέρως φρονεῖτε, καὶ τοῦτο ὁ Θεὸς ὑμῖν ἀποκαλύψει. πλὴν εἰς ὃ ἐφθάσαμεν, τῷ αὐτῷ στοιχεῖν κανόνι, τὸ αὐτὸ φροινεῖν. Συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί, καὶ σκοπεῖτε τοὺς οὕτω περιπατοῦντας, καθὼς ἔχετε τύπον ἡμᾶς. πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, - οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες! ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ ὑποτάξαι αὑτῷ τὰ πάντα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή