Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2015

Ήλιος στο απομεσήμερο


neapoli skoufa ki esy eleni
Ήταν ένας απόλυτος ήλιος, πάνω στα κτίρια, που έκανε την πόλη αλλόκοτα λαμπερή σαν να μην ήταν αρχές Φλεβάρη, σαν να μην είχε βροχή μόλις προχθές, σαν κάποιος να έπαιζε  με τους αόρατους δείκτες των καιρών και τους πήγε μπροστά, προς την Άνοιξη.

Δεν ήταν μόνο που ο ήλιος καθόταν  λαμπερός στις στέγες, ήταν και που μια γαλήνη όριζε το απομεσήμερο, περίπου σαν αυτό που ήταν παλιά:
Μια ειδική ώρα όπου τα πιάτα του μεσημεριανού περιμένουν υπομονετικά στο νεροχύτη και οι άνθρωποι παίρνουν μια κουβέρτα (σαν να παίρνουν ένα όνειρο παραμάσχαλα) πάνε στον καναπέ και δεν κοιμούνται ακριβώς αλλά κλείνουν τα μάτια και ξεχνιούνται στην κόψη του ονείρου, της ελπίδας και του καφέ που κάποιος ετοιμάζει στην κουζίνα και ήδη μυρίζει σπίτι, εστία και έρωτας σε αναζήτηση προθύμων ανθρώπων- αποδεκτών.
Είναι η ώρα που μια περίεργη ευσπλαχνία ενώνει το παρόν με κείνο που πέρασε και δεν είναι παρελθόν, γιατί είναι πάλι εδώ (πάλιν και πολλάκις, δηλαδή, όσες φορές νιώθεις το απομεσήμερο…).
Αυτή οδηγούσε εκείνη την ώρα και της ήρθε να στρίψει για το “αλλού” που της ήταν διάσωσμα από όσα είχε ζήσει και είχε αφόρητα αγαπήσει.
Ήθελε να περάσει από τη γειτονιά της γιαγιάς της αλλά ήξερε πως έλειπαν όλοι, άλλοι πεθαμένοι και άλλοι φευγάτοι.
Δεν θέλησε να δει τα κλειστά σπίτια. Ήταν χαρούμενος ο ήλιος και δεν ήθελε να τον γεμίσει κλάμα, ήταν άσπιλο το απομεσήμερο και δεν άντεχε να το ματώσει, φωνάζοντας αυτούς που τα τελευταία χρόνια δεν απαντούν ποτέ…
Έπιασε την άκρη του δρόμου, σταμάτησε και πίσω από τα σκούρα της γυαλιά η γιαγιά  -καθισμένη σ’ ένα δάκρυ- έριχνε έναν πόντο στο πλεχτό και μετά την έπαιρνε ο ύπνος, ξυπνούσε πάλι και έπλεκε, γελώντας κρυφά για την «αταξία».
Απέναντι, στον κήπο της Λίτσας, το γαϊδουράκι που το έλεγαν Μαντουβάλα κυλιόταν στα χόρτα. Όπου νάναι θάρθει η θειά Λίτσα με τον κουβά να το ποτίσει. Βηματίζοντας σ’ ένα δάκρυ κι’ αυτή…
Έκανε να βγάλει χαρτομάντηλο από την τσάντα να σκουπίσει τα μάτια της αλλά, ευτυχώς, θυμήθηκε πως όλοι ετούτοι δεν υπάρχουν παρά μόνο επειδή αυτή μπορεί και συγκινείται κάτι τέτοια απομεσήμερα και πως τα δάκρυά της τους ανασταίνουν.
Ο γερο Μιχάλης -που κάποτε έφτιαχνε τις λεμονάδες- βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει ήλιο, ακουμπισμένος στο μπαστούνι του, η Θανάσω στην αυλόπορτα κοιτούσε τον δρόμο, η Αννέτα στο πεζοδρόμιο έβαλε το χέρι στο μέτωπο να κόψει λίγο ηλιοφώς και να μπορεί να βλέπει ως το περίπτερο της κυρα Μαρίας, η Κούλα μέσα κοιμόταν ακόμη, τα ξαδέλφια της μάλωναν για τα κουϊνάκια.
Από κοντά σκαρφάλωναν στα δάκρυά της, σαν ονειρικά φαντάσματα  που ζητούσαν να υπάρξουν, η Καλατζίνα, η Χρόνινα, η Ασημώ του Μαργαρίτη του ψαρά, η Μαριά και όλοι όσοι κάποτε είχαν υπάρξει ως προορισμοί της τρυφεράδας της και ως υποσχέσεις ότι ο κόσμος δεν θα είναι πάντα σκληρός…
Τους κοίταζε τώρα έτσι που χαμογελούσαν ευτυχείς επειδή είχαν ανταμώσει και είχαν ξαναϋπάρξει και ήταν κι’ αυτή ευτυχισμένη και χαρούμενη, σαν το Λενάκι το παλιό που είχε κοτσιδάκια με μεγάλους άσπρους φιόγκους…..
«Πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε» μουρμούρισε και έβαλε τα γέλια αλλά δεν κατάλαβε πως βρέθηκε να κλαίει –τελικά-.
Ένας – ένας κατέβηκαν όλοι από τα δάκρυά της (προφανώς φοβήθηκαν την ξαφνική της καταιγίδα) και εξαφανίστηκαν.
Δεν την πείραξε αυτό. Άλλωστε πάντα έτσι γινόταν.
Γύρισε το κλειδί και το αυτοκίνητο κύλισε απαλά. Κάποιος δίπλα της φώναζε γιατί ξεκίνησε δίχως φλας αλλά αυτή χαμογέλασε ένα μουσκεμένο χαμόγελο και μέσα της είχε μια γλύκα και μια οδύνη, όπως όταν τελείωναν τα εφηβικά της ραντεβού.
«Θα σας ξαναβρώ» μουρμούρισε και ήξερε ότι την άκουγαν….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου