Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2014

«Ξου, ξου…»


Άρχισε να πέφτει το σκοτάδι και φυσούσε παγωμένος αέρας. Βλέποντας από το παράθυρο τα φυτά στον κήπο να τρέμουν και τη νύχτα να εγκαθίσταται (πριν καν πάει έξη το απόγευμα) ένιωσε την ανάγκη να πάρει μέσα τα κλειδιά σαν για να αμυνθεί, σαν για να οχυρωθεί.
 
Φορούσε τις πυτζάμες για να νιώθει οικεία καθώς, ακόμη και μέσα στο ίδιο της το σπίτι, την απειλούσαν και την φόβιζαν τα νέα του Σαββατοκύριακου και αυτά τα πρόσωπα που -με τρέλα και κορδέλα- θέλουν να την.. σώσουν!
Σαν καλικατζάρια χοροπηδούσαν γύρω της όλοι γατζωμένοι σε καρέκλες και φωνάζοντας άλλοι «εκλογές», άλλοι «δημοκρατία», άλλοι «διαπραγματεύσεις» και διάφορα άλλα ακατανόητα.
Ένας  είπε –λέει- το διάγγελμά του…Αυτή τα έλεγε καλύτερα τα ποιήματα στις σχολικές γιορτές και δεν φοβόταν κιόλας, όσος κόσμος κι’ αν ήταν από κάτω! Ετούτος της φάνηκε «φοβόμουν και φοβέριζα ».
Δεν τους ήθελε στο καθαρό της σπιτικό. Ήταν τόσο βρώμικοι, τόσο ξένοι, τόσο αλλόκοτοι!
Αυτή ήξερε τα απλά που της έμαθαν οι γονείς της: Να ζυμώνει, να μαγειρεύει, να αγαπάει, να ερωτεύεται, να τα έχει καλά με τους Αγίους, να συμπονάει, να φροντίζει τον κήπο της, να κάνει κουραμπιέδες για τα Χριστούγεννα….Συνηθισμένα πράγματα.
Έτσι, ποτέ δεν τους κατάλαβε ετούτους που για μια καρέκλα πουλούσαν τα μικρά της πολύτιμα και τώρα πια και τις ίδιες τις ζωές των ανθρώπων. Τελευταία δε, με όσα γίνονται γι’ αυτόν τον… πρόεδρο, ανατριχιάζει με το πόσο αδίστακτοι είναι.
Αν δεν ήταν τόσο απλή και ασήμαντη, θα ήθελε να τους πει το κλασσικό της γιαγιάς της «υπάρχει και Θεός, μην Τον ξεχνάτε» αλλά (πάλι η γιαγιά το έλεγε) με δαύτους τα λόγια σου χάνεις.
Αν και είχε νυχτώσει για τα καλά, είχε ανοιχτά τα πατζούρια για να βλέπει τα λουλούδια. Τα λυπόταν τα καημένα έτσι που κρύωναν.
«Θεέ μου λυπήσου και μας» είπε καθώς κοίταζε έξω. «Το βλέπεις το τρέμουλο της καρδιάς».
Τα αυτοκίνητα στον δρόμο έμοιαζαν να κινούνται γρήγορα, σαν οι άνθρωποι να βιάζονταν να κλειστούν στα σπίτια.
«Όλοι φοβούνται» σκέφτηκε και έκανε τον σταυρό της.
Μια γειτόνισσα πέρασε κρατώντας ένα πιάτο και σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Αναθάρρησε αυτή, της ήταν γνωστή η εικόνα τούτη που σημαίνει «έφτιαξα πίττα ή καλό φαγητό και σε θέλω συμμέτοχο στην τέρψη».
«Κρατάμε ακόμη» μουρμούρισε, έκανε την ελπίδα καρβουνάκι και άναψε θυμιατό για να λιβανίσει να εξαφανιστούν οι παντοειδείς καλικάτζαροι.
Μοσχομύρισε η οικία και γαλήνεψε η καρδιά. Τα πρόσωπα που την φόβιζαν έγιναν αχνά, σαν τα σύννεφα πριν εξαφανιστούν.
«Στα όρη και στ’ άγρια βουνά» θυμήθηκε να πει και μετά έκανε «ξου, ξου» όπως η θειά της έδιωχνε τις κότες από το χωράφι.
Της άρεσε αυτό και πήρε να κουνάει τα χέρια (απαράλλακτα όπως η θειά) και να επαναλαμβάνει «ξου, ξου».
Έφευγαν! Είναι θρασύδειλοι, τελικά.
Μια φωνή θέλουν. Σαν τις κότες…..
Τους βάζεις μια φωνή εσύ, μια εγώ, μια ο γείτονας και πάνε στα τσακίδια.
Αρκεί στη φωνή σου να υπάρχει απόφαση και λεβεντιά και να λες «ξου, ξου».
Έκλεισε τα παντζούρια και ήταν έτοιμη να πει προσευχές και να ψιθυρίσει τα «σ’ αγαπώ» της.
Το κρύο, ο άνεμος και οι κακοί, έμειναν εκτός.

Καλού, κακού είπε πάλι «ξου, ξου» και έσκασε στα γέλια καθώς το βρήκε εξαιρετικά αστείο να είναι τόσο κότες αυτοί που τόσο πολύ την είχαν τρομάξει!

Το κείμενο το πρωτοδημοσίευσα στο volosnow.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου