Τρίτη, Σεπτεμβρίου 02, 2014

Ο ...άλλος Άγιος Αντώνιος (+ 1η Σεπτεμβρίου)

Την πρώτη μέρα του Σεπτεμβρίου, η Αγυιά (έδρα του ομώνυμου Δήμου, σε απόσταση 36 χλμ. από τη Λάρισα) αλλά και η Βέροια της Ημαθίας, τιμούν τον κοινό τους πολιούχο Όσιο Αντώνιο τον νέο τον εκ Βεροίας. 

Πώς γίνεται όμως δυο πόλεις, τόσο μακριά η μια από την άλλη να έχουν κοινό πολιούχο; Και ενώ για την Βέροια είναι λογικό να τιμάται ένας τοπικός άγιος, για την Αγυιά φαίνεται λίγο παράξενο. 
 Η κοίμηση του Αγίου Αντωνίου

Ο λόγιος Θεόδωρος Χατζημιχάλης από το χωριό Ρέτσιανη (σημ. Μεταξοχώρι) σε χειρόγραφό του με τίτλο:« Η εν Αγυιά πανήγυρις της Α’ Σεπτεμβρίου» αναφέρει: «Πολλές πόλεις καυχώνται ότι διατελούν υπό την επίβλεψη και άγρυπνη προστασία Αγίων, που για να τους τιμήσουν έχτισαν μεγαλοπρεπείς ναούς όπου συρρέουν προσκυνητές. Η Αγυιά όμως δικαιούται να σεμνύνεται ότι έχει δυο πολιούχους: Ο ένας είναι ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας ο εξ Αιγύπτου και ο άλλος ο Άγιος Αντώνιος ο νέος ο εκ Βεροίας, η τιμή και προσκύνηση του οποίου ήρθε στην Αγυιά περί τα μέσα του 16ου αιώνα, από Βλάχους Βεροιείς πρόσφυγες που ήρθαν μετά από την άλωση  της πόλης τους από τους Οθωμανούς, ιδρύοντας τον Βλαχομαχαλά κάτι που επιβεβαιώνει και ο Μιλτιάδης Δάλλας στο βιβλίο του «Η Αγυιά δια μέσου των αιώνων», αλλά και άλλοι ιστορικοί όπως ο Γ. Κορδάτος.
 Κατά την τοπική παράδοση, που διασώζει ο Θ. Χατζημιχάλης, η εικόνα του Αγίου ήταν σ’ έναν ορνιθώνα στο φτωχό σπιτάκι ενός γεωργού. Ο γεωργός, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, είδε στον ύπνο του τον Όσιο Αντώνιο που του ζήτησε να βρει την εικόνα του και να χτίσει έναν ναό προς τιμήν του, αλλά να αφήσει τον ορνιθώνα με την εικόνα έξω από τον ναό για να τον προσκυνούν οι πιστοί, ανά πάσα ώρα και στιγμή της ημέρας ή της νύχτας. Του υπέδειξε μάλιστα πού να σκάψει και να βρει θησαυρό για την ανέγερση του ναού, εφιστώντας του την προσοχή να μην κρατήσει για τον εαυτό του «ούτε ένα άσπρο».
Ο γεωργός όμως, δεν εκπλήρωσε επακριβώς την επιθυμία του Αγίου και κράτησε χίλια γρόσια για τον εαυτό του. Σκέφτηκε ότι ήταν περιττό να τα δαπανήσει όλα, αφού έχτισε το ναό. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και ο γιός του τρελάθηκε τόσο πολύ που όχι μόνο τους γονείς του έδερνε αλλά και όλους τους περαστικούς. Οι γονείς του κατάλαβαν τα αίτια της τρέλας του και με τα χίλια γρόσια διακόσμησαν το ναό με κανδήλες, εικόνες και πολυελαίους και έδεσαν το γιό τους με μια αλυσίδα δίπλα στον ορνιθώνα (όπου βρίσκεται ακόμα και σήμερα η εικόνα του Αγίου) που ως γνωστόν θεράπευε τους τρελούς. Πράγματι, μετά από 40 μέρες ξαναβρήκε τα λογικά του. Τότε και οι τρεις τους αφιερώθηκαν στην υπηρεσία του θαυματουργού Αγίου. Είναι δε πολύ παλιά συνήθεια να συρρέουν την παραμονή της εορτής του Αγίου και να διανυκτερεύουν στο σημείο αυτό όσοι πάσχουν από ψυχικά νοσήματα, δεμένοι με αλυσίδες δίπλα στην εικόνα του Αγίου. Ο κρίκος της αλυσίδας σώζεται ακόμα και σήμερα, πίσω από την κόχη του ιερού του ναού.
Η πιο σωστή ημερομηνία τιμής του Οσίου Αντωνίου του νέου είναι η 1η Σεπτεμβρίου επειδή και στη Βέροια αρχικά ετιμάτο εκείνη την ημέρα. Τελούνταν πρώτα η εμποροπανήγυρις της Αγίας Ιερουσαλήμ (που έζησε και μαρτύρησε στη Βέροια τον 3ο αιώνα) και ακολουθούσε η πανήγυρις του Οσίου Αντωνίου. Οι Βεροιείς θυμούνται ακόμα το παλιό τους έθιμο και φέρνουν σαν παράδειγμα τους Αγυιώτες που και τώρα εορτάζουν από 1 έως 8 Σεπτεμβρίου τους δύο Αγίους Αντωνίους. Το πανηγύρι της 1ης Σεπτεμβρίου είναι παλιά συνήθεια εις μνήμην των Αγίων και συγχρόνως πανήγυρις εμπορικής και οικονομικής σημασίας. 
Κατά τον 18ο αιώνα, εποχή μεγάλης ακμής της Αγυιάς, είχε εμβέλεια και εκτός Θεσσαλίας, στην Μακεδονία και στην Ήπειρο. Η εμποροπανήγυρις γινόταν με μεγάλη τάξη και συγκέντρωνε πολύ κόσμο απ’ όλες τις περιοχές. Η αγοραπωλησία των ζώων διαρκούσε τρεις μέρες, υπήρχαν δε ειδικά σημεία όπου δοκιμάζονταν η ταχύτητα, η αντοχή, κλπ των ζώων, κυρίως των αλόγων. Ερχότανε ζωέμποροι, κυρίως Γκαραγκούνηδες και Κεσερλιώτες (σημ. Συκούριο), αλλά και Ρουμελιώτες, κυρίως από τη Λαμία, με τα ζώα τους και τις ζωοτροφές τους. Την πρώτη θέση όμως στους πωλητές είχαν οι χρυσικοί, ιδίως οι Σελιτσανιώτες (σημ. Ανατολή Αγιάς) που ήταν ειδικοί στην τέχνη αυτοί. Μετά ήταν οι στραγαλατζήδες, οι παπουτσήδες, οι λαγηνάδες, Τυρναβίτες κυρίως, οι κατασκευαστές ξύλινων σκευών, οι πωλητές κουδουνιών για τα ζώα, οι χαλβατζήδες, και άλλοι. Στο σημείο πάνω από τη γέφυρα ήταν οι γυναίκες, ως επί το πλείστον Βλάχες, που πουλούσαν βελέντζες, χράμια, σκουτιά, σαμαροσκούτια, τσερέπια, κάππες, σαλβάρια και οποιοδήποτε άλλο προϊόν της υφαντουργίας του τόπου τους. Έρχονταν ακόμα και δερματέμποροι από την Κοζάνη και τα Γιάννινα αλλά και Αμπελακιώτες που αγόραζαν τους περίφημους τσικμέδες της Αθανάτης και της Ρέτσιανης και τους μεταπωλούσαν στις αγορές της Βιέννης και της Τεργέστης σε υψηλές τιμές. Οι συναλλαγές γίνονταν σε όλα τα νομίσματα της εποχής – λίρες, ναπολεόνια, δουβλόνια, βενετικά φλουριά, κολωνάτα, δίστηλα και λοιπά – η δε εκτίμησή τους και αποτίμησή τους σε τουρκικά γρόσια γίνονταν από ειδικούς νομισματογνώμονες.
 Εκτός απ’ αυτά όμως, γίνονταν, τη δεύτερη μέρα, και αγώνες πάλης, πυγμαχίας και άλματος τους οποίους παρακολουθούσαν και οι πιο επιφανείς Οθωμανοί, Λαρισαίοι και Κεσερλιώτες αλλά και από πιο μακριά. Κάθονταν, Οθωμανοί και Χριστιανοί, ανάλογα με την τάξη τους και πίσω τους ήταν ο λαός όρθιος. Διακρίνονταν κυρίως Αιθίοπες πελώριοι, δούλοι μπέηδων και αγάδων, αγορασμένοι επί τούτω από τους αφέντες τους. Οι νικητές έπαιρναν περίπου 50 γρόσια ως αμοιβή ενώ ο τελάλης έβγαζε και δίσκο στο κοινό για να αυξηθεί η αμοιβή του. 
 Η 1η Σεπτεμβρίου του 1881 εορτάζεται και ως η ημέρα της ενσωμάτωσης της Αγιάς στο Ελληνικό κράτος, όταν ο ελληνικός εισήλθε στη Λάρισα. Ο εχθρικός στρατός αποχώρησε αναιμάκτως επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, ο Τούρκος διοικητής ήταν τόσο προληπτικός, που φοβήθηκε μια κακοσημαδιά την παραμονή της απελευθερώσεως της Αγυιάς: Καθώς περπατούσε εκείνη την ημέρα, πέρασε μπροστά του μια γάτα (ή ένας λαγός) κι αυτό το θεώρησε κακό οιωνό, γλυτώνοντας την περιοχή απ’ την  περιπέτεια μιας μάχης με απρόβλεπτες συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό. Τότε πρωτοακούστηκε  και το νέο τραγούδι της εποχής εκείνης, το οποίο παραθέτει ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης, ως δηλωτικό των τότε εθνικών  πόθων:
Το μάθατε τι έγινε; Τώρα στα ογδονταένα,
Να μην παντρευτεί κανένα!
Ο Βασιλιάς παίρνει στρατό απ’ το Εικοσιένα
Μέχρι του Τριανταένα,
Τη σημαία για να στήσουν,
Στην Τουρκιά για να κινήσουν!
Μέσα στης Λάρσας τα τσιαρσιά,
Στην περίφημη την πόλη
Εκεί θα μαζωχθούμε όλοι.
Στα Φέρσαλα μεσ’ στα τζαμιά
Ο στρατός θα κατοικήσει,
Κι ύστερα θα τα γκρεμίσει.
Ο Βασιλιάς τους έκρινε «Παιδιά κοντοσταθείτε,
Κι ό,τι θέλετε ζητείτε!»
«Μεις θέλουμε τα Γιάννινα,
Ήπειρο και Θεσσαλία,
Κρήτη και Μακεδονία!» 
Πληροφορίες από: Αχιλλέα Ε. Αρχοντή
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο όσιος πατήρ Αντώνιος ο νέος, ο οποίος γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας περί το 1450, από γονείς ενάρετους και θεοσεβείς, ασκήτεψε στην σκήτη Βεροίας κοντά στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα. Η βαθιά θρησκευτικότητά του, η οποία αναπτύχθηκε και κυρίευσε την προσωπικότητά του από την παιδική του ηλικία, τον κατηύθυνε να στραφεί στον ασκητισμό.
Παρ’ όλον τον πλούτο τον οποίον διέθετε η οικογένειά του καμία αγάπη δεν ένιωθε προς την κοσμική ζωή και τις απολαύσεις της. Έτσι, εγκατέλειψε τα πάντα για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό. Αναχώρησε για τη μονή του Τιμίου Προδρόμου, που είναι κτισμένη στους πρόποδες των Πιερίων πάνω από τον Αλιάκμονα. Εκεί, αφού περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, επιδόθηκε με ζήλο στην ασκητική ζωή. Οι εξαιρετικές ασκητικές αρετές του, προκάλεσαν τον θαυμασμό των συνασκητών του. Ήταν πράος, ταπεινός, εργατικός, νήστευε διαρκώς και προσευχόταν. Αλλ’ η ψυχή του φαίνεται πως ζητούσε κάτι ανώτερο: Την τελεία απομόνωση από κάθε ανθρώπινη επαφή για να αφοσιωθεί τελείως στον Χριστό. Ζήτησε λοιπόν από τον Ηγούμενο της μονής να του επιτρέψει την αναχώρηση στην ερημική σκήτη, για να είναι εκεί μόνος με μόνο τον Θεό. Εκείνος, μη θέλοντας να εμποδίσει τον Αντώνιο στην πραγματοποίηση της φλογερής αυτής επιθυμίας του, του επιτρέπει να αναχωρήσει. Ο Αντώνιος βρήκε ένα σπήλαιο, στη θέση Σταυρός πάνω από τον Αλιάκμονα, που το μετέβαλε σε σκήτη. Μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε περίπου πενήντα έτη σε αυστηρή άσκηση, τρώγοντας μόνο χόρτα από εκείνα που φύτρωναν κοντά στο σπήλαιο. Στην αρχή υπέστη φοβερά επίθεση των δαιμόνων για να εγκαταλείψει το σπήλαιο. Άλλοτε τον έδερναν, άλλοτε του παρουσίαζαν το ρεύμα του ποταμού διογκωμένο, που απειλούσε να παρασύρει και αυτόν και το σπήλαιο. Όμως ο άγιος επέμενε και με προσευχή και νηστεία τους νίκησε αναγκάζοντάς τους να φύγουν και να τον αφήσουν ήσυχο στη σκήτη του. Τα γεγονότα αυτά διηγούνταν, ένας ιερέας των γύρω χωριών, ο μόνος που γνώριζε το σπήλαιο και από καιρού εις καιρό επισκέπτονταν τον ασκητή Αντώνιο και μετέδιδε σ’ αυτόν τα άχραντα μυστήρια. Αφού λοιπόν, μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε πενήντα έτη, σε ηλικία ενενήντα και πλέον ετών παρέδωσε εν ηρεμία και γαλήνη την αγία ψυχή του, στον Αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό. 
Μία μέρα στην απέναντι του σπηλαίου όχθη του ποταμού, είχαν μεταβεί για κυνήγι κάποιοι από τη Βέροια. Σε μια στιγμή τα κυνηγετικά σκυλιά τους αρχίζουν να γαβγίζουν κοιτάζοντας προς την αντίπερα όχθη. Όταν οι κυνηγοί έστρεψαν τα βλέμματά τους προς τα κεί είδαν έναν άνθρωπο να κινεί το χέρι του και να τους καλεί να πάνε εκεί. Οι κυνηγοί νομίζοντας ότι πρόκειται περί άλλου κυνηγού, που τους καλούσε σε βοήθεια, σπεύδουν αμέσως και αφού πέρασαν τον ποταμό βρέθηκαν στο σημείο όπου είδαν τον άνθρωπο να τους καλεί. Όμως εκεί δεν βρήκαν κανένα. Κι ενώ ερευνούσαν την περιοχή, μία θαυμάσια ευωδία τους προσελκύει στην είσοδο του σπηλαίου. Μπαίνοντας, βρήκαν το σώμα του Αγίου νεκρό, ξαπλωμένο, ενώ πάνω απ' αυτόν έκαιγε ένα καντήλι. Έτσι κατάλαβαν ότι επρόκειτο για σκήνωμα κάποιου αγίου, και με ευλάβεια το προσκύνησαν. Όταν επέστρεψαν στη Βέροια, κατευθύνθηκαν στον τότε Μητροπολίτη, στον οποίο ανέφεραν τα γεγονότα. Ο Μητροπολίτης, κρίνοντας τα θαυμαστά ταύτα περιστατικά, που του διηγήθηκαν οι κυνηγοί πείσθηκε ότι πρόκειται περί αγίου λειψάνου. Αμέσως συγκέντρωσε όλο τον ιερό κλήρο της Βεροίας και ακολουθούμενος υπό πλήθους λαού, μετέβη στην σκήτη για την παραλαβή του ιερού λειψάνου. Όταν έφθασαν εκεί βρήκαν το άγιο σκήνωμα όπως είχαν διηγηθεί οι κυνηγοί. Τότε με ψαλμούς και ύμνους, το παρέλαβαν για να το φέρουν στην Βέροια. Πριν όμως περάσουν τον Αλιάκμονα έγινε μεγάλη φιλονικία μεταξύ των κατοίκων της περιοχής και αυτών της Βέροιας. Οι ντόπιοι ήθελαν να κρατήσουν τον άγιο εκεί και να ανεγείρουν προς τιμή του ναό, ενώ οι Βεροιείς επιμένουν να μεταφέρουν αυτόν στην πόλη τους. Τότε ο Μητροπολίτης για να μην πάρει η φιλονικία μεγαλύτερες διαστάσεις προτείνει να τοποθετήσουν το σκήνωμα του αγίου σε άμαξα συρόμενη υπό βόδια, την οποία να αφήσουν ελεύθερη, να οδηγήσει ο άγιος όπου επιθυμεί να μείνει. Αυτό και έγινε. Τα βόδια έσυραν την άμαξα μόνα τους. Πέρασαν το ποτάμι και τα ενδιάμεσα χωριά, χωρίς να σταματήσουν και έφθασαν στην πόλη, χωρίς να οδηγούνται από κανέναν και κατευθύνθηκαν στον Ιερό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου κοντά στην οποία βρισκόταν η οικία του αγίου. Εκεί σταμάτησαν, δείχνοντας ότι εκεί επιθυμούσε να μείνει ο άγιος. Τότε ο αρχιερέας και κληρικοί παρέλαβαν το άγιο σκήνωμα και το αποθησαύρισαν εντός του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Από τότε χιλιάδες πιστών συνέρρεαν και συρρέουν σε τιμητική προσκύνηση του αγίου σκηνώματος, το οποίο έγινε πηγή πολλών θαυμάτων.
Ο τάφος του Αγίου
Όταν, μετά από πάροδο ετών καταστράφηκε ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, ανεγέρθη στην θέση του νέος Ιερός Ναός εις τιμήν αυτού του Αγίου Αντωνίου. Αλλά και αυτός ο ναός τη νύκτα της 4ης Φεβρουαρίου 1898 αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά, προξενηθείσα εξ απροσεξίας των νεωκόρων.
Στην θέση του ανεγέρθη νέος μεγαλοπρεπής ναός που σώζεται ως τις μέρες μας με δωρεά της ευλαβούμενης τον Άγιο, Ευδοξίας Μαλακούση, η οποία δώρησε όλη την περιουσία της εις τον Άγιο Αντώνιο το νέο. Τα εγκαίνια του νέου μεγαλοπρεπούς ναού έγιναν την 12ην Σεπτεμβρίου 1904 επί Μητροπολίτου Βεροίας Κυρίου Κωνσταντίνου Ισαακίδη. 
Δύο φορές το χρόνο, την 1η Αυγούστου και την 17η Ιανουαρίου γίνεται μεγαλοπρεπής πανήγυρις. Χιλιάδες πιστών συρρέουν από όλα τα μέρη της Μακεδονίας, στα οποία έχει φτάσει η φήμη του Αγίου Αντωνίου, πάσχοντες από διάφορες ασθένειες παραμένουν στους γύρω ξενώνες, εκκλησιαζόμενοι και προσευχόμενοι για να λάβουν την θεραπεία. Ο Θεός, δια των πρεσβειών του Αγίου Αντωνίου, θαυματουργεί και θεραπεύει ανίατες ασθένειες, πολλών πιστών, που με αληθινή πίστη ζητούν με τις προσευχές τους την επέμβαση του Αγίου.
Σήμερα ο Άγιος Αντώνιος ο νέος είναι ο Πολιούχος της Βεροίας.
 Όμως, η μνήμη του τιμάται,την 1η Σεπτεμβρίου,και στην Αγιά της Λάρισας,της οποίας επίσης είναι πολιούχος, μαζί με τον Άγιο Αντώνιο τον Μέγα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου